Όποιος εξόριστος-συνοδός αμφισβητούσε ή ξεχνούσε τα κεκτημένα του Τρότσκι αντιμετώπιζε τη σθεναρή του αντίσταση: το ζωντανό τα στύλωνε, δεν έκανε βήμα, χτυπούσε το πόδι στη γη και φτερνιζόταν συνέχεια
Η Ίος, η Σίκινος, η Σέριφος, η Μήλος. Την ίδια περίοδο που η γενιά του '30 ανακάλυπτε την ποιητικότητα των Κυκλάδων, ο Μανιαδάκης, υπουργός Δημόσιας Τάξης της δικτατορίας της 4ης Αυγούστου (μέρα πού 'ναι), είχε κατανοήσει την πραγματικότητά τους. Ζωή σκληρή, άνυδρη, ανέχεια και αγώνας επιβίωσης πάνω στα βράχια. Πού τόπος καλύτερος για να εξορίσει χιλιάδες κομμουνιστές και δημοκράτες; Εξαιρώντας τους γνωστούς διανοούμενους ή τους εύπορους, οι άσημοι και φτωχοί εξόριστοι βρέθηκαν να μοιράζονται τις δυσκολίες των ντόπιων και μάλιστα στο πολλαπλάσιο, καθ' όσον ξένοι και καταδικασμένοι. Το μεταξικό καθεστώς τούς έδινε ένα δεκάρικο την ημέρα, ποσό που δεν έφτανε για τη στοιχειώδη συντήρησή τους. Οι υπάρχουσες μαρτυρίες δείχνουν ότι οι σχέσεις με τους ντόπιους ήταν κατά κανόνα εγκάρδιες, παρά τις απαγορεύσεις και τις προειδοποιήσεις της Χωροφυλακής. Οι εξόριστοι, διανοούμενοι ή αγράμματοι, κουβαλούσαν την κουλτούρα της πόλης, τις γνώσεις του αστού, που ήταν χρήσιμες στους αγρότες των νησιών.
Μαζί με τις γνώσεις μεταφέρονταν οι πληροφορίες, η πολιτική και η «αίσθηση της εποχής». Συχνά, με τρόπο ανορθόδοξο και απροσδόκητο, όπως παραδείγματος χάρη συνέβη στη Σίκινο, κατά τη διήγηση του Κυριάκου Τσακίρη, εξόριστου στο νησί αυτό από το 1936 έως το 1941 (Σίκινος, Εκδόσεις Οδυσσέας). Εκεί, πράγματι, η «αίσθηση της εποχής», για την ακρίβεια το μέρος που αφορούσε τις ενδοκομμουνιστικές διενέξεις της δεκαετίας του '30, έφτασαν με τη μορφή ενός γαϊδάρου γέρικου και όμορφου «με ανοιχτό σταχτί χρώμα κι άσπρες βούλες στο κούτελο, το στήθος και την κοιλιά». Με αυτόν η «Ομάδα συμβίωσης» των εξορίστων έκανε τις μεταφορές καυσόξυλων, τροφίμων και νερού, ανεβαίνοντας συνήθως το πλακόστρωτο μονοπάτι των εξακοσίων και βάλε μέτρων, που τμήματά του ακόμα φαίνονται στον δρόμο που ενώνει τη χώρα με το λιμάνι. «Ήταν φυσικό, λοιπόν, οι εξόριστοι να προσέχουν σαν κόρη οφθαλμού τον γερο-γαϊδουράκο». Λιγότερο φυσικό ήταν το όνομα που του είχαν δώσει αν και όχι τελείως απίθανο.
Με τη γνωστή υπαινικτικότητα που χαρακτήρισε τις εσωτερικές συγκρούσεις του κομμουνιστικού κινήματος, τον είχαν βαφτίσει Τρότσκι, θέλοντας προφανώς να «τιμήσουν» τον δεύτερο μετά τον Λένιν ηγέτη της Οκτωβριανής Επανάστασης, πρώην αρχηγό του Κόκκινου Στρατού, αλλά τότε πλέον (βρισκόμαστε στα χρόνια μετά το 1936) «προδότη της μεγάλης Σοβιετικής Ένωσης» και «θανάσιμο εχθρό του συντρόφου Στάλιν». Θα πείτε, μικρό το κακό, μια και την ίδια περίοδο στην ΕΣΣΔ οι τροτσκιστές τουφεκίζονταν ο ένας μετά τον άλλον, και θα έχετε δίκιο. Πόσο μάλλον που στη Σίκινο κανέναν δεν ενοχλούσε το όνομα. Οι κάτοικοι, καμιά εξακοσαριά ψυχές, «δεν ήξεραν τι συμβόλιζε το όνομα αυτό, τους φαινόταν ξενικό, περίεργο». Εξάλλου, το ζώο ήταν συμπαθητικό και «πολλοί σταματούσαν, του χάιδευαν το μέτωπο και τον φίλευαν με καμιά απλοχεριά φρέσκο χόρτο». Υπεύθυνος για τον Τρότσκι είχε οριστεί από την «Ομάδα συμβίωσης» ο μπαρμπα-Χρήστος, αγρότης Σλαβομακεδόνας, εξορισμένος γιατί είχε παραβιάσει τη διαταγή του καθεστώτος, που απαγόρευε να μιλούν τη γλώσσα τους ακόμα και μέσα στο σπίτι τους (βλ. Τάσου Κωστόπουλου, Η απαγορευμένη γλώσσα, Εκδόσεις Μαύρη Λίστα, 2000).
Ο μπαρμπα-Χρήστος φρόντιζε την καθαριότητα του Τρότσκι, ήξερε όλα τα χούγια του, που ήταν μάλιστα πολλά, μια και ο γάιδαρος είχε επιβάλει στους εξόριστους τις διεκδικήσεις του. Ένα ελαφρύ φορτίο ξύλα ή κουβά αριστερά, ένα δεξιά, αυστηρά ισοζυγισμένα ούτε ένα κούτσουρο πανωσάμαρα , για να τον καβαλήσουν ούτε κουβέντα , έναν κουβά νερό αμοιβή επιτόπου στο πηγάδι, κάθε φορά που προμηθεύονταν πόσιμο νερό. Όποιος εξόριστος-συνοδός αμφισβητούσε ή ξεχνούσε τα κεκτημένα του Τρότσκι αντιμετώπιζε τη σθεναρή του αντίσταση: το ζωντανό τα στύλωνε, δεν έκανε βήμα, χτυπούσε το πόδι στη γη και φτερνιζόταν συνέχεια.
Τα πράγματα πήγαιναν όπως τελοσπάντων πήγαιναν (ειδικά για τον Τρότσκι, μπορούμε να υποθέσουμε, όχι κακά), ώσπου μια μέρα, το 1938, συνέβη το αναπάντεχο, αλλά όχι τελείως απρόβλεπτο. Στη νέα φουρνιά εξορίστων περιλαμβάνονταν δύο επιφανή στελέχη τροτσκιστές. Αμέσως με την είδηση, σημειώθηκε αναβρασμός μεταξύ των εξορίστων όλοι ώς τότε «ορθόδοξοι» κομμουνιστές. Θα δέχονταν τους τροτσκιστές στην «Ομάδα συμβίωσης»; Η γραμμή του κόμματος ήταν σαφής και καταφατική: Στην Ομάδα συμμετέχουν όλοι οι εξόριστοι, ανεξαρτήτως κομματικής ένταξης. Η «γραμμή», όμως, συναντούσε δυσκολίες. Όπως πάντα συνέβαινε, εμφανίστηκαν τρεις απόψεις, η «σκληρή» (να μην τους δεχτούμε), η «μετριοπαθής» (να τους δεχτούμε με πλήρη δικαιώματα) και η «κεντρίστικη» (να τους γνωρίσουμε πρώτα, να δούμε τι καπνό φουμάρουν και ανάλογα αποφασίζουμε αν θα τους δεχτούμε ή όχι).Τελικά, επικράτησαν οι μετριοπαθείς και έτσι οι τροτσκιστές έγιναν ισότιμα μέλη της Ομάδας, «χωρίς όρους, χωρίς επιφυλάξεις». Μέσα σε δύο τρεις ημέρες ενημερώθηκαν για όλα τα προβλήματα, τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τους. Για όλα; Ε, σχεδόν. Παραλείφθηκε μόνο το όνομα του γαϊδάρου.
Ό,τι παρέλειψαν οι «σκληροί», οι «μετριοπαθείς» και οι «κεντριστές» ανέλαβε να το συμπληρώσει μια ντόπια γυναίκα που μπήκε το επόμενο μεσημέρι στην τραπεζαρία των εξορίστων, διαμαρτυρόμενη: Αφήσατε τον Τρότσκι λυμένο και μου κατάφαγε τις κουκιές! «Βαριά σιωπή έπεσε. Οι δύο τροτσκιστές αλληλοκοιτάχτηκαν.
Προσπαθούσαν να καταλάβουν. Δεν είπανε τίποτα. Δεν ρώτησαν καν». Το ίδιο, όμως, βράδυ ο μπαρμπα-Χρήστος έλυσε και την τελευταία αμφιβολία, ανακοινώνοντας στην ίδια μοιραία τραπεζαρία: «Ακούστε, σύντροφοι. Ο Τρότσκι είναι άρρωστος. Έχει ευκοίλια». Οι πολλοί έπεσαν σε αμηχανία και βουβαμάρα. Οι δύο τροτσκιστές, όπως ήταν φυσικό, εξανέστησαν και ζήτησαν να συγκληθεί η συνέλευση της Ομάδας για να αντιμετωπίσει το θέμα, ενώ ο εκπρόσωπος της «σκληρής» άποψης κουνούσε το κεφάλι, με το δάχτυλο στον κρόταφο, εννοώντας: «σας το 'λεγα ότι θα μπλέξουμε μ' αυτούς». Η συνέλευση ορίστηκε, πράγματι, για την επομένη, αλλά ήδη μεταξύ των «ορθοδόξων» επανεμφανίστηκαν οι τρεις απόψεις. Οι «σκληροί» βρήκαν ευκαιρία να ξαναπροτείνουν την αποπομπή. Οι «κεντριστές» πρότειναν να προειδοποιηθούν αυστηρά οι τροτσκιστές ότι η Ομάδα δεν θα ανεχτεί «καταστάσεις που διαταράσσουν την εσωτερική της ενότητα και γαλήνη». Οι «μετριοπαθείς», με την προτροπή του γραμματέα-αφηγητή, προέβαλαν το πραγματιστικό και ουδόλως ιδεολογικό επιχείρημα ότι θέμα αλλαγής του ονόματος δεν μπαίνει, γιατί ούτε ο γάιδαρος θα καταλάβει το νέο, ούτε στους ντόπιους μπορεί να εξηγηθεί η αλλαγή. Ταυτόχρονα, επέμειναν στην αρχική τους θέση, ότι οι τροτσκιστές πρέπει να μείνουν κανονικά μέλη της Ομάδας. Τελικά, επικράτησαν και πάλι οι «μετριοπαθείς», το κόμμα κατέβηκε ενωμένο στη συνέλευση, όπου και επέβαλε τη θέση του: Το όνομα Τρότσκι δεν θα χρησιμοποιείτο «μέσα κι έξω από την Ομάδα,όταν είναι παρόντες οι σύντροφοι αλλαγή του ονόματος δεν έχει νόημα ούτε για το νησί ούτε για το ίδιο το ζωντανό». Οι δύο τροτσκιστές απλώς καταψήφισαν.
Η γραμμή όμως εμφάνισε προβλήματα και έμελλε στον ίδιο τον γραμματέα-αφηγητή να το διαπιστώσει. Τρεις ημέρες μετά τη συνέλευση έτυχε αυτός και ένας από τους δύο τροτσκιστές να συνοδεύσουν τον Τρότσκι στο πηγάδι για να φέρουν νερό. Πολυσύχναστο μέρος και οι ντόπιοι υποδέχτηκαν το ζωντανό με τρυφερότητα. Τρότσκι από 'δω, Τρότσκι από 'κει, το θερμόμετρο της έντασης μεταξύ των δύο συντρόφων ανέβαινε. Λόγω αυτού, ίσως, ξέχασαν επιπλέον το «κεκτημένο» και ξεκίνησαν να επιστρέψουν, χωρίς να έχουν ποτίσει τον γάιδαρο.
Ο Τρότσκι ύστερα από δεκαπέντε σκαλιά τα στύλωσε και δεν έκανε βήμα. Η ένταση ανέβηκε ακόμα περισσότερο. Ο γραμματέας-αφηγητής τραβούσε τον γάιδαρο από μπροστά και ο σύντροφος τροτσκιστής έσπρωχνε από πίσω. «’ντε, μπαγάσα, ξεκόλλα» ο ένας, «άντε, μπαγάσα, προχώρα» ο άλλος, τίποτα. Οπότε έξαλλος ο γραμματέας τού έριξε μερικές παλαμαριές στα καπούλια, φωνάζοντας: «’ντε, Τρότσκι, παλιόγερε, προχώρα». Αυτό ήταν. Έξαλλος ο σύντροφος τροτσκιστής άρχισε να κοπανάει με τη σειρά του τον γάιδαρο, κραυγάζοντας: «’ντε, Στάλιν! Προχώρα Στάλιν»! Την επόμενη στιγμή βρέθηκαν και οι δύο στο χώμα να παλεύουν.
Έτσι, επήλθε η πρώτη σύγκρουση μεταξύ της Τρίτης και της Τέταρτης Διεθνούς στο έδαφος της Σικίνου. Ακολούθησαν άλλες; Δεν το γνωρίζουμε, η Ιστορία δεν μας άφησε τεκμήρια.
Το 1941 οι Γερμανοί κατέλαβαν τη Σίκινο, ενώ στα γύρω νησιά αποβιβάστηκαν Ιταλοί. Όπως είναι γνωστό, η δικτατορία αρνήθηκε να αμνηστεύσει τους πολιτικούς κρατούμενους, παραδίδοντάς τους, χωρίς αισχύνη, στους χιτλερικούς. Οι εξόριστοι της Σικίνου, με τη βοήθεια του τοπικού αξιωματικού της Χωροφυλακής, κατόρθωσαν να ξεγελάσουν τους άρτι αφιχθέντες Γερμανούς και να δραπετεύσουν. Ύστερα από περιπέτειες ημερών έφτασαν στην Αθήνα, παρόντες στο ραντεβού που όλοι τους είχαν δώσει με την Εθνική Αντίσταση, τον Αντιφασισμό και την Ελληνική Ιστορία.
Ο Γιάννης Βούλγαρης είναι πολιτικός επιστήμονας, ερευνητής στο Ινστιτούτο Πολιτικής Κοινωνιολογίας του Εθνικού Κέντρου Κοινωνικών Ερευνών