ΤΑ ΝΕΑ 22/5/2002
Οσο πλησιάζουμε στις εκλογικές αναμετρήσεις οι απαιτήσεις γιά περισσότερες δαπάνες και λιγότερους φόρους θα πολλαπλασιάζονται. Θα σταθώ στους φόρους. Οι προτεραιότητες της φορολογικής μεταρρύθμισης είναι αυτές που είπε ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος: απλοποίηση του συστήματος, ενθάρρυνση της επιχειρηματικότητας, μείωση φόρων που επιβαρύνουν το κόστος. Είναι οι προτεραιότητες μιάς χώρας που εννοεί να βελτιώσει την ανταγωνιστικότητα και τις αναπτυξιακές της προοπτικές. Ειδικά η μείωση της επιβάρυνσης των επιχειρήσεων επιβάλλεται από τις διεθνείς τάσεις. Προς τα εκεί κινούνται όλοι.
Σε προεκλογική ατμόσφαιρα όμως αυτά δεν έχουν πέραση. Η έμφαση έχει μετατεθεί στο φόρο εισοδήματος και προτείνεται δραματική αύξηση του αφορολογήτου ορίου στα 12,000 ευρώ. Φαινομενικά τι το φιλολαϊκότερο υπάρχει από το να βγάλεις εκτός φορολογίας μυριάδες χαμηλά εισοδήματα; Γιά να το δούμε. Μιά τόσο μεγάλη και απότομη αύξηση του αφορολογήτου είναι πολλά λεφτά γιά προϋπολογισμούς που ήδη βρίσκονται υπό πίεση. Με δεδομένο ότι επιστροφή στη συστηματική ελλειμματική χρηματοδότηση δεν συζητιέται, το ερώτημα που μπαίνει είναι πώς θα αναπληρωθούν τέτοιου μεγέθους απώλειες φορολογικών εσόδων. Ποιοί φόροι και ποιανών θα πρέπει να αυξηθούν και πόσο; Θα είναι οι αυξήσεις αυτές συνετές από οικονομική άποψη και επαρκείς από δημοσιονομική; Κυρίως, θα είναι πολιτικά εφικτές μέσα σε προεκλογική περίοδο;
Φυσικά υπάρχει και η άλλη λύση: η απώλεια εσόδων να μην αντισταθμιστεί. Ας είμαστε σαφείς τι σημαίνει αυτό. Σημαίνει αντίστοιχη μείωση των δαπανών και γρήγορα. Το μέγεθος της απαιτούμενης μείωσης είναι αρκετά μεγάλο ώστε να μην μπορεί να εξασφαλιστεί με μικροοικονομίες. Θα χρειαστούν βαθύτερες περικοπές. Αλλά από πού; Θα σταματήσουμε την συνέχιση της μείωσης του δημόσιου χρέους; Αν δεν μειώσουμε το βάρος αυτής της κοτρώνας γύρω απ’ το λαιμό μας τώρα, που τα πράγματα πάνε σχετικά καλά, πότε θα το κάνουμε; Αρα, τι θα κοπεί; Περικοπές στη διοίκηση ή την άμυνα; Θα αρκέσουν; Η μήπως πάμε γιά περικοπές στην Υγεία και την Παιδεία;
Υποθέτω ότι υπάρχουν μερικοί που κάνουν συνθετότερες σκέψεις: «γιατί να μην κάνουμε τις φοροελαφρύνσεις προεκλογικά και να φορτώσουμε την ευθύνη γιά τις περικοπές των δαπανών (που ξέρουμε ότι θα είναι αναπόφευκτες) στους διαδόχους μας;». Αν μάλιστα οι διάδοχοι είναι η ΝΔ, τόσο το καλύτερο. Δεν νομίζω ότι κάτι τέτοιο θα αποδώσει. Δεν θα ξεγελάσει πολλούς και θα προκαλέσει αντιδράσεις (εγχώριες και ευρωπαϊκές). Το θέμα όμως πάει μακρύτερα από πολιτικές σκοπιμότητες. Μιά μεγάλη μείωση της φορολογίας εισοδήματος έχει κάτι το αμετάκλητο επάνω της. Περιορίζει γιά χρόνια τη δεξαμενή άντλησης πόρων. Δεδομένου ότι, στο μέλλον, δύσκολα θα τολμήσει κανείς να αυξήσει δραστικά τη φορολογική επιβάρυνση (από οποιαδήποτε πηγή), η μείωση των εσόδων ως ποσοστό του ΑΕΠ και η συνακόλουθη στενότητα ως προς τις δαπάνες γίνεται μέρος της επίπλωσης. Προκαταλαμβάνει το μέλλον. Ο εκσυγχρονισμός της Υγείας και Παιδείας και η στήριξη της κοινωνικής ασφάλισης θα χρειαστούν πόρους αύριο. Αλλά χρήματα δεν θα υπάρχουν.
Στην ουσία είμαστε σε ένα σταυροδρόμι με δύο αλληλοαποκλειόμενες επιλογές. Η μία βλέπει το μερίδιο των κρατικών δαπανών και, επομένως, των φόρων να παραμένουν περίπου στα σημερινά ποσοστά του ΑΕΠ και, ίσως ελαφρά χαμηλότερα, αν οι ρυθμοί ανάπτυξης το επιτρέπουν (κανείς δεν μιλάει γιά περαιτέρω αύξηση). Με βάση αυτήν την επιλογή το παιχνίδι παίζεται στην κατανομή των δαπανών και των φορολογικών βαρών. Ως προς τα δεύτερα, η κατανομή πρέπει να εκλογικευτεί και να γίνει δικαιότερη. Ως προς τις πρώτες, ότι εξοικονομείται (και μεσοπρόθεσμα μπορούν να εξοικονομηθούν πολλά) διοχετεύεται σε τομείς προτεραιότητας με επικεφαλής την παιδεία, την υγεία, τις υποδομές κλπ. Η επιλογή αυτή αντιμετωπίζει την αναμόρφωση της Παιδείας και Υγείας ως ευθύνη του κράτους. Το δε ύστατο τέστ γι’ αυτές είναι το αν θα παρέχουν στον μέσο πολίτη την ποιότητα που θέλει και θα τον απαλλάσσουν από την ανάγκη να δαπανά όσα δαπανά σήμερα σε φροντιστήρια και ιδιωτική περίθαλψη. Μόνο έτσι θα έχουμε μούτρα να του ζητούμε να πληρώνει τους φόρους του.
Η άλλη, είναι η επιλογή της απελπισίας από τον δημόσιο τομέα. Βασίζεται στην σταδιακή (όχι απότομη) μείωση των φορολογικών βαρών και στην συνακόλουθη δραστική μείωση των δαπανών. Το κοινωνικό κράτος πρέπει να επιβιώσει σε καθεστώς αυστηρά περιορισμένων πόρων. Ο μέσος πολίτης παίρνει τα λεφτά στα χέρια του με τη μορφή μειωμένων φόρων και κάνει ότι καταλαβαίνει. Αν μπορεί, αναζητά καλύτερες λύσεις στον ιδιωτικό τομέα. Το θέμα είναι τι γίνεται όταν δεν μπορεί. Είναι δυνατό να αντιτείνει κανείς ότι η μείωση της φορολογίας εισοδήματος θα επιταχύνει την ανάπυξη και, συνεπώς, τα κρατικά έσοδα. Πιθανό, αλλά δεν είμαι πολύ αισιόδοξος. Οπως και να έχει το πράγμα όμως, η λύση αυτή θα επιτείνει την ανισότητα και θα αποτελεί ένα μεγάλο βήμα στην κατεύθυνση της περαιτέρω «ιδιωτικοποίησης» του ίδιου του εκλογικού σώματος. Αν η σημερινή κυβέρνηση αποφάσιζε να κινηθεί προς τα εκεί δεν ξέρω τι θα απέμενε από τον σοσιαλισμό του ΠΑΣΟΚ. Προς τα εκεί όμως ωθείται από τα πράγματα.
Πιστεύω ότι οι επιτελείς της κυβέρνησης δεν θα επιθυμούσαν μια τέτοια τροπή. Αν δεν το επιθυμούν όμως πρέπει να βγούν και να το πούν.