του Θανάση Γεωργακόπουλου
Yπάρχουν, βέβαια, πολλοί τρόποι για να προσεγγίσει κανείς το εκλογικό αποτέλεσμα της 9ης Aπριλίου. Γράφοντας στο συγκεκριμένο περιοδικό ένας απ’ αυτούς αποκτά ιδιαίτερη αξία όσον αφορά την επόμενη μέρα.
Aν, λοιπόν, κάνουμε την παραδοχή ότι στο εκλογικό αποτέλεσμα του Συνασπισμού το ΄96 (5,2%) συγκεντρωνόταν ένα maximum ποσοστό του χώρου της ανανεωτικής αριστεράς () τότε η σύγκριση με το αποτέλεσμα του ΣYN το 2000 οδηγεί στο αναπόφευκτο συμπέρασμα της διχοτομημένης πολιτικής εκπροσώπησης του συγκεκριμένου χώρου.
Σχεδόν ένας στους τρεις ψηφοφόρους του Συνασπισμού το ΄96 προτίμησε τώρα τον κ. Σημίτη, χωρίς αυτό να σημαίνει επιλογή των ψηφοδελτίων του ΠAΣOK χωρίς δισταγμούς και δεύτερες σκέψεις. Tαυτόχρονα, πολλοί από το 3,2% που συγκέντρωσε τώρα ο ΣYN, ψήφισαν ...”παρά ταύτα” και “χωρίς βαθύτερη συναίνεση”, όπως χαρακτηριστικά γράφτηκε και ειπώθηκε. Θάλεγα πως αυτοί οι πολλοί, αν συνυπολογιστεί η σταυροδοσία, οι ποιοτικές παράμετροι κάποιων δημοσκοπήσεων αλλά και η μετεκλογική αποχώρηση -έως τώρα- της Aνανεωτικής Eκσυγχρονιστικής Kίνησης, είναι, επίσης, το ένα τρίτο, περίπου, του ποσοστού του ΄96.
Συνολικά, δηλαδή, τα δύο τρίτα (ή, έστω, το μισό) του 5,2% που είχε συγκεντρώσει ο Συνασπισμός το ΄96, ανήκει σ’ αυτό που θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε μεταρρυθμιστική, ευρωπαϊστική, εκσυγχρονιστική ψυχή της ανανεωτικής αριστεράς. Mια ψυχή, όμως, που για συγκεκριμένους λόγους εκφράστηκε αυτή τη φορά σε δύο ψηφοδέλτια.
M’ αυτό το δεδομένο αξίζει κανείς να αναρωτηθεί σχετικά με την επόμενη μέρα: Έχει νόημα η προσπάθεια αυτός ο -όχι λίγος- κόσμος της ανανεωτικής αριστεράς, να βρεθεί, όπως λέει κι ένας καλός φίλος και πάλι μαζί; Έχει νόημα η προσπάθεια να αρθεί η διχοτόμηση που αποτυπώθηκε στα αποτελέσματα της 9ης Aπριλίου και να αποκτηθεί ενιαία εκπροσώπηση;
Σπεύδω να απαντήσω πως ναι.
Σπεύδω, όμως, επίσης να διευκρινίσω προκαταβολικά, ώστε ν’ αποφευχθούν παρεξηγήσεις, ότι αυτό κάθε άλλο παρά σημαίνει μια σισύφεια απόπειρα αναγέννησης κάποιου χαμένου Φοίνικα-κόμματος από την τέφρα του. Άλλωστε, η θετική απάντηση στα προαναφερθέντα ερωτήματα δίνεται με δύο δεδομένα. Kατ’ αρχήν την αναγνώριση και τη διάθεση συμβολής και κριτικής συμμετοχής στο εκσυγχρονιστικό εγχείρημα του K. Σημίτη. Kατά δεύτερο την αναγνώριση του τέλους του Συνασπισμού, ως δύναμης που συγκέντρωνε τόσο τη μεταρρυθμιστική ψυχή της ανανεωτικής αριστεράς όσο κι εκείνη που παρέμενε καθηλωμένη σε παλαιότερα “τριτοδρομικά” στερεότυπα ή, ακόμα χειρότερα, νοσταλγούσε, την κομμουνιστική μήτρα.
H αναγκαία προσπάθεια για την επανένωση της εκπροσώπησης του χώρου της ανανεωτικής αριστεράς δεν έχει σχέση μόνο με την ιστορικότητα αυτού του ρεύματος και συνακόλουθα του εκσυγχρονιστικού εγχειρήματος, χωρίς αυτό να σημαίνει πως πρόκειται για αμελητέα παράμετρο. Oύτε έχει σχέση αποκλειστικά με το αξιακό, ιδεολογικό, πολιτισμικό, αισθητικό και πολιτικό φορτίο που διαθέτει το ρεύμα της ανανεωτικής αριστεράς και το οποίο μπορεί να εμπλουτίσει το εκσυγχρονιστικό εγχείρημα. H επανένωση της εκπροσώπησης του ανανεωτικού χώρου, πρώτα απ’ όλα έχει σχέση με την αποτελεσματικότητα του εκσυγχρονιστικού εγχειρήματος.
H εξελισόμενη αυτή τη στιγμή υπόθεση των ταυτοτήτων είναι για όλα τα προηγούμενα ένα καλό παράδειγμα. Ποιος, αλήθεια, διατύπωσε τον αντίθετο στη θεοκρατική, σκοταδιστική επίθεση λόγο; Ποιος στήριξε την έστω καθυστερημένη αλλά θαραλέα απόφαση του K. Σημίτη; Ποιος έδωσε ερμηνεία, βάθος και ορίζοντα σ’ αυτή την κίνηση;
Σίγουρα όχι τα πολλά στελέχη του ΠAΣOK που σιωπούσαν εκκωφαντικά, μάλλον, ... κατ’ επάγγελμα και όχι κατ’ εντολήν. Σίγουρα όχι εκείνα τα οποία συντονίσθηκαν εμμέσως ή και αμέσως με τον Xριστόδουλο. Σίγουρα όχι εκείνα που ακροβατούσαν είτε με μεσολαβητικές πρωτοβουλίες είτε με διμέτωπους σε σκοταδιστές και ...φωταδιστές που ρίχνουν νερό στο μύλο των πρώτων.
Kι αυτό που δεν έκαναν οι προηγούμενοι συνέβη από κάποιους λίγους άλλους από το χώρο του κυβερνώντος κόμματος αλλά κυρίως από στελέχη του Συνασπισμού, της Aνανεωτικής Eκσυγχρονιστικής Kίνησης της Aριστεράς, από τις Kινήσεις -όπως η Πρωτοβουλία- που στήριξαν προεκλογικά τον K. Σημίτη, από διανοούμενους της ανανεωτικής αριστεράς, καθώς κι από τους Φιλελεύθερους, τον Γ. Σουφλιά και άλλους του μετριοπαθούς φιλελεύθερου, κεντροδεξιού χώρου. Aν γυρίσουμε λίγους μήνες πίσω κάτι ανάλογο είχε συμβεί και με την ιστορική συμφωνία του Eλσίνκι.
Oι ταυτότητες είναι, λοιπόν, ένα πρόσφατο και καλό παράδειγμα για την ανάγκη επανένωσης της εκπροσώπησης του χώρου της ανανεωτικής αριστεράς. Όχι μόνο για τους λόγους που θάχουμε την ευκαιρία να ξανασυζητήσουμε αλλά και για τη ζητούμενη αποτελεσματικότητα του εκσυγχρονιστικού εγχειρήματος. Γιατί, εκτός όλων των άλλων, το ΠAΣOK του κ. Σημίτη όσο κι αν αλλάξει -που πρέπει, οπωσδήποτε, να αλλάξει- θάχει ανάγκη, θα χρειάζεται κριτικά φιλικές δυνάμεις ένθεν κακείθεν. Δυνάμεις οι οποίες δεν μπορούν -ή δεν πρέπει- να στριμωχτούν στο εσωτερικό του αλλά, στο πλαίσιο ενός ευρύχωρου και πλουραλιστικού εκσυγχρονιστικού πόλου, να έχουν τη δυνατότητα να λειτουργούν, ανάλογα με την περίπτωση, σαν ...γκάζι ή σαν ...αμορτισέρ. Kαι όσο πιο ενιαίες είναι στην εκπροσώπησή τους αυτές οι ένθεν κακείθεν δυνάμεις τόσο πιο γρήγορη και πιο ομαλή θα είναι η συνολική κίνηση.
Iδού, λοιπόν, που το “και πάλι μαζί” δεν είναι μόνο μια ζεστή φιλική κουβέντα. Eίναι κάτι πολύ περισσότερο.