Το ευρώ έρχεται σε ένα διεθνές κλίμα βαρύ, γεμάτο ερωτήματα για την πορεία του μεταδιπολικού κόσμου και τον ρόλο της Ενωμένης Ευρώπης σ' αυτόν. Ένα κοσμοϊστορικό γεγονός, η καθιέρωση ενιαίου νομίσματος σε μια ολόκληρη ήπειρο, τονίζει ακόμα περισσότερο τη γεωπολιτική αδυναμία της αναδυόμενης οικονομικής υπερδύναμης. Η διεθνής κρίση μετά το τρομοκρατικό χτύπημα της 11ης Σεπτεμβρίου σχεδόν εικονογράφησε το δίλημμα. Τι μπορεί να είναι η Ενωμένη Ευρώπη στο προσεχές μέλλον; Απάντηση πρώτη: αυτό που φάνηκε στην τρέχουσα διεθνή κρίση. Δηλαδή, μια τεράστια οικονομική αγορά, εφάμιλλη της αμερικανικής, η οποία γεωπολιτικά δρα μέσω 3-4 εθνικών κρατών μεσαίας ισχύος υπό την καθοδήγηση των ΗΠΑ. Απάντηση δεύτερη: η Ενωμένη Ευρώπη μπορεί να αποκτήσει μια γεωπολιτική φυσιογνωμία ως διακριτός πόλος στο ενιαίο σύνολο που λέγεται Δύση, αποτελώντας μια διαφορετική πρόταση για την οργάνωση του μεταδιπολικού κόσμου, μια διαφορετική πρόταση για τη διαχείριση της παγκοσμιοποίησης. Πού μπορεί να θεμελιωθεί η διαφορετικότητα της Ενωμένης Ευρώπης; Θα έλεγα, στον διαφορετικό τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζουν τα εθνικά κράτη της Ευρώπης την παγκοσμιοποίηση σε σχέση με το εθνικό κράτος των ΗΠΑ. Στις διαφορετικές οπτικές υπό τις οποίες κοιτάζουν την παγκοσμιοποίηση λόγω των διαφορετικών εθνικών μοντέλων και εμπειριών
Ένα από τα χαρακτηριστικά της παγκοσμιοποίησης, από τις αρχές της δεκαετίας του '90, είναι η έλξη και η εξάπλωση του «δυτικού προτύπου» στο πλαίσιο μιας διεθνούς κοινωνίας που γίνεται επιταχυνόμενα αλληλεξαρτημένη και πολύπλοκη. «Δυτικό πρότυπο» σε εισαγωγικά, γιατί αυτό που ελκύει ή εξαπλώνεται είναι συνήθως κάποιες όψεις του προτύπου και σπάνια ο ιδιαίτερος συνδυασμός που επιτεύχθηκε στην ιστορία της Δύσης. Η εξάπλωση του «δυτικού προτύπου» πραγματοποιείται μέσα σε ένα διεθνές πλαίσιο που καθορίζεται από τη στρατιωτική και οικονομική υπεροχή των ΗΠΑ. Η ισχύς των ΗΠΑ ως μόνης υπερδύναμης συνήθως υπερεκτιμάται, γιατί παραβλέπεται ότι το πλέγμα των αλληλεξαρτήσεων και των κοινών κινδύνων είναι τόσο πυκνό ώστε αυτή η απόλυτη υπεροχή να συναντά πολλούς πολιτικούς, στρατιωτικούς, οικονομικούς και κοινωνικούς περιορισμούς στην άσκησή της. Σε κάθε περίπτωση όμως, οι ΗΠΑ αποτελούν τον κύριο πομπό του «δυτικού προτύπου» προς τον υπόλοιπο κόσμο. Πρώτο και βασικό, λόγω της οικονομικής και της πολιτικοστρατιωτικής ισχύος. Δεύτερον, αλλά επίσης σημαντικό, λόγω των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών του κοινωνικού τους μοντέλου που το καθιστά (φαινομενικά) περισσότερο «εξαγώγιμο». Πράγματι, οι ΗΠΑ εκτός από υπερδύναμη, είναι και ένα εθνικό κράτος (έστω sui generis) που αντιλαμβάνεται την παγκοσμιοποίηση και το διεθνές σύστημα μέσα από τη δική της εθνική εμπειρία, μέσα από το δικό της εθνικό κοινωνικό πρότυπο. Πρόκειται, όπως ξέρουμε, για ένα πρότυπο με έντονα νεοφιλελεύθερα χαρακτηριστικά, εγγύτερα σε αυτό που ο Ζοσπέν συνηθίζει να λέει «κοινωνία της αγοράς». Πράγματι, το σημερινό αμερικανικό μοντέλο καπιταλισμού είναι ιδιαίτερα «ευλύγιστο», επικεντρώνεται στην αγορά και αποστρέφεται τις κρατικές παρεμβάσεις, λειτουργεί με ένα διεθνές νόμισμα και μια διεθνή γλώσσα, η κοινωνία είναι έντονα πολυπολιτισμική και οι διαφορετικές τάξεις και εθνότητες ενοποιούνται πολιτικά στη βάση ενός φιλελεύθερου consensus αξιοσέβαστης σταθερότητας, αλλά μεγάλης ιδιαιτερότητας σε σχέση με τα ευρωπαϊκά ή εξωδυτικά δεδομένα (μεγαλύτερη δυνατή οικονομική ελευθερία, αποδοχή της ανισότητας που προκύπτει από την οικονομική δράση, περιοριορισμένη πολιτική διεύθυνση και αναδιανομή, ανθρώπινα και μειονοτικά δικαιώματα κ.ά.). Χάρη λοιπόν στην ισχύ τους, αλλά και τις ιδιαιτερότητες του κοινωνικού τους μοντέλου, οι ΗΠΑ εξέφρασαν καλύτερα εκείνες τις όψεις της παγκοσμιοποίησης που αφορούν στον δυναμισμό της, στην ικανότητα εξάπλωσης, την τάση ομογενοποίησης χωρών και κοινωνιών σε έναν ελάχιστο κοινό παρονομαστή. Τα σύμβολα αυτής της όψης είναι, ακριβώς, παγκόσμια: αγορά, ελευθερία συναλλαγών, δολάριο, αγγλικά, ΜΤV, Μac, CΝΝ. Μετά το τέλος του διπολισμού, η πολιτική και οικονομική υπεροχή των ΗΠΑ, όπως και η επιρροή της στους διεθνείς οικονομικούς οργανισμούς, ασκήθηκε για να εξασφαλίσει καλύτερους όρους διάδοσης αυτών των όψεων της παγκοσμιοποίησης. Όχι μόνο με μια στενή ιδιοτελή εθνική ματιά. Ας μην ξεχνάμε, άλλωστε, ότι τόσο δεξιοί όσο και αριστεροί ιστορικοί μάς έχουν εξηγήσει ότι η Αμερική, όπως η Γαλλία ή η Ρωσία, είναι «ιδεολογικά» εθνικά κράτη, θεωρούν εαυτά φορείς μιας οικουμενικής αποστολής. Η αποστολή εν προκειμένω ήταν η διάδοση της δυτικής δημοκρατίας. Μετά την πτώση του «υπαρκτού σοσιαλισμού» επικράτησε η άποψη ότι δημοκρατία και «οικονομία της αγοράς» πάνε μαζί, επομένως η διάδοση του ενός σήμαινε και τη διάδοση του άλλου. Στις συγκεκριμένες ιστορικές συνθήκες (και όχι γενικά) αυτό αλήθευε και εκφράστηκε με το λεγόμενο τρίτο κύμα εκδημοκρατισμού, με την ισχυροποίηση φιλελεύθερων αξιών και θεσμών, με τον εκσυγχρονισμό και τη μαζικοποίηση δυτικότροπων μεσαίων τάξεων σε όλα τα μήκη και τα πλάτη του πλανήτη. Οι ΗΠΑ θεώρησαν τον εαυτό τους εγγυητή και κινητήρα αυτής της διαδικασίας, η ισχύς τους και το εθνικό τους συμφέρον έμπαιναν στην υπηρεσία ενός αγαθού σκοπού. Η δεύτερη προεδρία Κλίντον αποτέλεσε το απόγειο αυτής της αισιοδοξίας. Σήμερα, όμως, μετά τις αλλεπάλληλες χρηματιστηριακές κρίσεις, την αμερικανική ύφεση, τις συχνές στρατιωτικές επεμβάσεις των ΗΠΑ και τις ακόμα συχνότερες τοπικές συγκρούσεις, αυτή η αισιοδοξία έχει παρέλθει. *
Τα εθνικά κράτη της Ευρώπης διαμόρφωσαν μια διαφορετική σχέση με την παγκοσμιοποίηση, τόσο λόγω των χαρακτηριστικών τους όσο και λόγω της διαδικασίας ενοποίησης. Από την άποψη της παγκόσμιας γεωπολιτικής, τα κράτη αυτά είναι μεσαίες ή μικρές δυνάμεις. Επίσης, όλα σχεδόν έχουν συμπαγείς και ισχυρές εθνικές ταυτότητες με μακρές ιστορικές ρίζες. Έχουν τη δική τους γλώσσα και μεγάλη λόγια και λαϊκή παράδοση. Εξάλλου, τοευρωπαϊκό μοντέλο καπιταλισμού συνδυάζει την αγορά με την εκτεταμένη κρατική παρέμβαση, αναγνωρίζει ως κρατική / κοινωνική ευθύνη τον περιορισμό των ανισοτήτων, ενώ οι πολιτικοί θεσμοί υπερβαίνουν τον απλό φιλελευθερισμό, καθώς φέρνουν ακόμα τα σημάδια των μεγάλων θεσμών, των μαζικών οργανώσεων και ιδεολογιών. Πιστεύω ότι αυτά τα χαρακτηριστικά φέρνουν την Ευρώπη, από την άποψη του είδους των προβλημάτων που αντιμετωπίζει, πιο κοντά στις πραγματικότητες των κρατών και των περιφερειών που προσπαθούν να υποδεχθούν το «δυτικό πρότυπο» (δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι στη δεκαετία του '80 η πολιτική ανάλυση διαχώριζε τον αγγλοσαξονικό καπιταλισμό από εκείνους της Γερμανίας και της Ιαπωνίας). Με άλλα λόγια, η Ευρώπη δείχνει καλύτερα τις όψεις εκείνες της παγκοσμιοποίησης που προκαλούν μια συνεχή διαλεκτική ένταση μεταξύ τάσης της καπιταλιστικής ομογενοποίησης και της εθνικής ταυτότητας, μεταξύ της αγοράς και των κρατικών θεσμών, μεταξύ ατόμου και κοινωνίας. Πέρα όμως από τα προβλήματα, η Ευρώπη, με τη διαδικασία ενοποίησης, δείχνει έναν τρόπο δημοκρατικής επίλυσής τους, ο οποίος έχει γενικότερη αξία. Πράγματι, τα ευρωπαϊκά κράτη, παρά τις αναστολές που θα μπορούσαν να προκαλέσουν οι ισχυρές εθνικές τους ταυτότητες, έχουν μπει εδώ και δεκαετίες σε μια διαδικασία εθελούσιας και συναινετικής εκχώρησης κυριαρχικών δικαιωμάτων προς υπερεθνικούς κοινούς θεσμούς που θεωρούνται καταλληλότεροι να προασπίσουν τα εθνικά συμφέροντα στην εποχή της παγκοσμιοποίησης. Αυτή η διαδικασία είναι παγκόσμια πρωτότυπη και εξαιρετικά δύσκολη, αποτελεί καρπό μιας οδυνηρής ιστορίας πολεμικών συγκρούσεων και μιας μεγάλης δημοκρατικής ωριμότητας. Συνιστά όμως ένα πρωτοποριακό υπόδειγμα και ταυτόχρονα μια γενικότερη πρόκληση: μπορεί η εμπειρία της συναίνεσης, της διαπραγμάτευσης και της ισορροπίας μεταξύ ισχύος και αλληλεγγύης που χαρακτηρίζουν την ευρωπαϊκή ενοποίηση να εμπνεύσει μια νέα διεθνή τάξη πραγμάτων περισσότερο συλλογική και ρυθμιζόμενη από το Διεθνές Δίκαιο; *
Η εναλλακτική λύση...
Μόνο σε αυτή την προοπτική η Ενωμένη Ευρώπη μπορεί να αποτελέσει διακριτό πόλο και εναλλακτική πρόταση δημοκρατικότερης διακυβέρνησης της παγκοσμιοποίησης στο πλαίσιο του λεγόμενου δυτικού κόσμου (στον οποίο υπάγεται και η Ρωσία). Προϋπόθεση είναι να προχωρήσει η διαδικασία της πολιτικής ενοποίησης και να αποκτήσει ενιαία φωνή στην εξωτερική πολιτική και στα θέματα ασφάλειας. Διαφορετικά, θα είναι απλώς για μια απόφυση των ΗΠΑ. Από την άλλη όμως, η εναλλακτικότητα της Ενωμένης Ευρώπης ούτε χρειάζεται ούτε συμφέρει να γίνει σε μια πορεία στρατηγικής απόκλισης με τις ΗΠΑ είτε στο στρατιωτικό είτε στο οικονομικό είτε στο πολιτικό πεδίο. Η ιδέα ότι η Ενωμένη Ευρώπη πρέπει να γίνει στρατιωτική υπερδύναμη σαν τις ΗΠΑ, εκτός του ότι δεν είναι ρεαλιστική, θα οδηγούσε σε μια φρενήρη κούρσα εξοπλισμών σε όλο τον πλανήτη. Στο οικονομικό επίπεδο, οι περιφερειακές ολοκληρώσεις, και πρώτη μεταξύ αυτών η ευρωπαϊκή, πρέπει να συνδυαστούν με την περαιτέρω ελευθερία του εμπορίου, γιατί αν υψώσουν γύρω τους τα τείχη του προστατευτισμού θα μειώσουν τις δυνατότητες γενικής ευημερίας και θα γίνουν παράγοντες μελλοντικών πολιτικών εντάσεων. Τέλος, οι πολιτικοί και πολιτισμικοί δεσμοί μεταξύ ΗΠΑ και Ενωμένης Ευρώπης είναι πραγματικοί, αμοιβαία ωφέλιμοι και επιθυμητοί σε έναν κόσμο που έχει γίνει μικρός. Η διάρρηξή τους θα αδυνάτιζε το διεθνές βάρος αξιών και θεσμών που κανένας Ευρωπαίος δεν θα ήταν διατεθειμένος να δει να υποβαθμίζονται. Όσο τρελό είναι να εξάγεις τη «δημοκρατία» με τους βομβαρδισμούς, άλλο τόσο τρελό είναι η δημοκρατική Δύση να υιοθετεί έναν ακραίο πολιτικό - πολιτισμικό σχετικισμό που θα δικαιολογεί αυταρχικές ή απάνθρωπες πρακτικές στο όνομα τις πολιτισμικής ιδιαιτερότητας. Πόσο μάλλον στη σημερινή συγκυρία που ο μουσουλμανικός κόσμος, δηλαδή πάνω από ένα δισεκατομμύριο άνθρωποι, αρχίζει να αναζητά μια νέα σχέση του Ισλάμ με τη δημοκρατία. Από αυτή την άποψη, η εμπειρία της διεθνούς κρίσης που άρχισε στις 11 Σεπτεμβρίου είναι πολλαπλά διδακτική. Έδειξε την αστάθεια της αμερικανικής ηγεμονίας, και ταυτόχρονα έδειξε την ευρύτερη σημασία των δημοκρατικών αξιών του δυτικού πολιτισμού. Στη βάση αυτών, η Ενωμένη Ευρώπη θα μπορούσε να γίνει κήρυκας μιας δημοκρατικότερης διεθνούς τάξης πραγμάτων και προνομιακός συνομιλητής σε έναν διάλογο των Πολιτισμών.
Ο Γιάννης Βούλγαρης είναι πολιτικός επιστήμονας, ερευνητής στο Ινστιτούτο Πολιτικής Κοινωνιολογίας του Εθνικού Κέντρου Κοινωνικών Ερευνών