Ομιλία του Γ. Καρυπίδη
σε εκδήλωση στη Θεσσαλονίκη (Τρίτη 10/7/2001, Ολύμπιον),
με θέμα: «Η προοπτική του εκσυγχρονιστικού εγχειρήματος»
Η πολιτική δεν είναι κόλπο. Η πολιτική δεν είναι επικοινωνιακή τεχνική. Αντανακλά και ταυτόχρονα καθορίζεται από πραγματικές (υλικές) μεταβολές στην κοινωνική δομή.
Από αυτή τη σκοπιά μια πρώτη επισήμανση. Στη βάση των πολιτικών εξελίξεων τα τελευταία χρόνια, βρίσκεται η κρίση, το αδιέξοδο και τέλος η αποδιάρθρωση του πολιτικού και κοινωνικού συνασπισμού, που εξέφρασε από το 1974 το ΠΑΣΟΚ και που του επέτρεψε να κυβερνήσει επί σειρά ετών. Ενός κοινωνικού συνασπισμού, αρθρωμένου κατά βάση γύρω από τον Δημόσιο και τον ευρύτερο Δημόσιο τομέα, με εργαλεία ένα κράτος παροχών και μια εκτατική δημοσιονομική πολιτική και που αποκτούσε επίσης ιδεολογική συνοχή μέσω μιας λαϊκίστικης μυθολογίας.
Αποτέλεσμα των αδιεξόδων αυτού του συνασπισμού ήταν η άνοδος του Σημίτη στην εξουσία και η απόπειρα συγκρότησης ενός νέου κοινωνικού-οικονομικού μπλόκ εξουσίας, περισσότερο προσαρμοσμένου στις βαθιές αλλαγές που συμβαίνουν αντικειμενικά στην παραγωγή, στην οικονομία γενικά και την κοινωνία, στα πλαίσια της κυριαρχίας των νέων τεχνολογιών, της παγκοσμιοποίησης και της Ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Πρόκειται βέβαια για το αίτημα του εκσυγχρονισμού.
Υπάρχει λοιπόν μια ουσιώδης τομή στη συνέχεια των κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ, μια ουσιώδης διαφοροποίηση που η κατανόησή της (σε αντίθεση με τις συνήθεις συναισθηματικές αδράνειες και τους συνακόλουθους μύθους, είναι (η κατανόηση αυτή) εξαιρετικής σημασίας αναλυτική προϋπόθεση, για πολιτική δράση.
΄Όμως πράγματι ο εκσυγχρονισμός αποτελεί το μεγάλο ζητούμενο για την ελληνική κοινωνία, στην οποία συνεχίζει να εκκρεμεί μια συνθετική απάντηση που θα δώσει τέλος στον ιστορικό μετεωρισμό της χώρας μεταξύ Δύσης και Ανατολής, Ευρωπαϊσμού-εθνοκεντρισμού, κράτους δικαίου-κράτους πελατών, ανεκτικότητας-αυταρχισμού, κοσμικής-θεοκρατικής κοινωνίας. ΄Όλα αυτά συμπυκνώνονται στο δίλημα: εκσυγχρονισμός ή καθυστέρηση.
Ο εκσυγχρονισμός λοιπόν δεν είναι ουδέτερη (πολιτικά) διαδικασία ούτε κυρίως τεχνοκρατικό ζήτημα. ΄Αλλωστε, ακόμη και στα πλαίσιά του αναπτύσσεται ισχυρή μάχη συμφερόντων. Η παρέμβαση της Αριστεράς και ιδιαίτερα της Ανανεωτικής Αριστεράς οφείλει να τείνει στο να προσδώσει στον εκσυγχρονισμό δημοκρατικό περιεχόμενο. Δηλαδή να πετύχει μέσω αυτού, την παράλληλη ενδυνάμωση, επέκταση και εμβάθυνση των ατομικών, κοινωνικών και οικονομικών δικαιωμάτων των πολιτών. Να πετύχει τη μετατόπιση των ισορροπιών πολιτικής και οικονομικής ισχύος, προς όφελος του λαού. Η Αριστερά λοιπόν καλείται να ξανασυνδέσει στη σκέψη και τη δράση της την ανάπτυξη με την κοινωνική δικαιοσύνη, εγκαταλείποντας τις ηττοπαθείς και τελικά πρωτόγονες αντιλήψεις που φέρουν σε αντιπαράθεση τις δύο αυτές διαδικασίες και που μοιραία καταλήγουν στο ατελέσφορο σχήμα: Η Αριστερά ασχολείται με την κοινωνική δικαιοσύνη και συγκρούεται με τον καπιταλισμό που ασχολείται με την ανάπτυξη ή αλλιώς ο σοσιαλισμός διεκδικεί να μοιράσει αυτά που παράγει ο καπιταλισμός.: σχήμα οξύμωρο και συνταγή βέβαιης ήττας. ΄Αλλωστε σ΄αυτή τη σύνδεση ανάπτυξης και κοινωνικής απελευθέρωσης στηρίχτηκαν ιστορικά και οι θεωρητικές αφετηρίες της σοσιαλιστικής αριστεράς (και ας το ξέχασαν αυτό, τόσο το ΚΚΕ, όσο και ο ΣΥΝ).
΄Όμως ο εκσυγχρονισμός συναντά ισχυρές αντιστάσεις σ’ όλα τα επίπεδα.
α) Στο κοινωνικό-οικονομικό πεδίο, οι αντιστάσεις συγκροτούνται από την ανησυχία (δικαιολογημένη ή όχι) τμημάτων του πληθυσμού που αισθάνονται ότι απειλείται η σημερινή θέση τους στην κοινωνική διάρθρωση. Πράγματι, ομάδες και στρώματα καλούνται να αναπροσαρμοστούν στις νέες συνθήκες, αλλιώς αντικειμενικά κινδυνεύουν με περιθωριοποίηση. Αλλά και στο ανώτερο οικονομικό επίπεδο, υπάρχουν συμφέροντα που σαφώς συνδέονται με τη γενική καθυστέρηση της χώρας, τον (αντιαναπτυξιακά) διογκωμένο κρατικό μηχανισμό και τις παραδοσιακές σχέσεις διαπλοκής. Και αυτά τα συμφέροντα επίσης απειλούνται από την εφαρμογή ενός εκσυγχρονιστικού προγράμματος.
β) Στο επίπεδο της ιδεολογίας οι αντιστάσεις συγκροτούνται στη βάση ενός ανερχόμενου εθνικισμού (ελληνοχριστιανικού εν πολλοίς), που τόσο καθαρά εκφράστηκε στο Μακεδονικό στην υπόθεση Οτσαλάν, στο Γιουγκοσλαβικό, στις λαοσυνάξεις (συλλαλητήρια) της Εκκλησίας για τις ταυτότητες. Διαμορφώνεται λοιπόν μια αντιευρωπαϊκή, αντιαναπτυξιακή, αντιδημοκρατική ιδεολογία της “καθ’ ημάς Ανατολής” Η υποτιθέμενη δυνατότητα εθνικού δρόμου ανάπτυξης αποτελεί το “ζωτικό της ψεύδος”. Η συνάντηση αυτής της ιδεολογίας με τα φτωχά στρώματα που απειλούνται με περιθωριοποίηση αλλά και τις ανώτερες οικονομικά ομάδες της κατεστημένης καθυστέρησης , παράγουν ένα εκρηκτικό μείγμα, επικίνδυνο για την πολιτική ζωή και την πρόοδο του τόπου.
γ) Στο πολιτικό πεδίο οι αντιστάσεις συγκροτούνται από την αδράνεια των παραδοσιακών αντιθέσεων, που αν και έχουν πάψει από καιρό να λειτουργούν, εξακολουθούν εντούτοις να διαμορφώνουν, σε μεγάλο βαθμό, τον πολιτικό χάρτη, παράγοντας συγχύσεις και αντιφάσεις. Απαιτείται ριζική αναδιάταξη του πολιτικού σκηνικού. Κλειδί αποτελεί η μετεξέλιξη του ΠΑΣΟΚ αλλά και η ανασυγκρότηση της Ανανεωτικής Αριστεράς.
Η ίδια η πορεία του εκσυγχρονιστικού εγχειρήματος μετά το ΄96 βάζει επιτακτικά το ζήτημα του πολιτικού υποκειμένου του εκσυγχρονισμού. Η πρώτη τετραετία Σημίτη είναι κυρίως αφιερωμένη στο δύσκολο και μεγάλο στόχο της εισόδου της χώρας στην ΟΝΕ. Η επίτευξη αυτού του στόχου αποτέλεσε κορυφαία στιγμή για την ανάπτυξη και τον εκσυγχρονισμό του τόπου και δικαίωσε αναμφίβολα την κυβερνητική πολιτική. ΄Όμως οι απαιτούμενες ριζικές μεταρρυθμισεις στο κράτος και την κοινωνία - ανεργία, παιδεία, υγεία, κοινωνική ασφάλιση, δημόσιες υπηρεσίες, εργασιακές σχέσεις, περιβάλλον, διεύρυνση της δημοκρατίας – έμειναν σε εκκρεμότητα. Είτε γιατί, προκειμένου να επιτευχθεί η είσοδος στην ΟΝΕ, επελέγη η συρρίκνωση της ατζέντας στα απολύτως απαραίτητα, είτε γιατί αυτό επέβαλλαν οι εσωτερικές ισορροπίες του ΠΑΣΟΚ. Με άλλα λόγια, μόλις έφυγε από μπροστά μας ο στόχος της ΟΝΕ, φάνηκε πιο καθαρά η ζοφερή πραγματικότητα των τραγικών καθυστερήσεων της ελληνικής κοινωνίας σ’ όλους σχεδόν τους τομείς και κυρίως στο Δημόσιο. Στη δεύτερη τετραετία, όλα αυτά δεν μπορούσαν να παρακαμφθούν. Και για την επίλυσή τους δεν υπάρχουν πια λεπτομερείς, μετρήσιμες υποχρεωτικές οδηγίες έξωθεν. Δεν επαρκούν μόνο εκ των άνω παρεμβάσεις, αλλά είναι αναγκαία η στήριξη και οι κινητοποιήσεις από τα κάτω. Προϋποθέτουν ρήξεις, αλλά και συμμαχίες. ΄Επρεπε λοιπόν το εκσυγχρονιστικό εγχείρημα να μεταβληθεί σ’ ένα συνολικό όραμα αλλαγής, σε συνεκτικό σχέδιο μεταρρυθμίσεων εφ’ όλης της ύλης, σε κίνημα διανοητικής, ηθικής και αξιακής επαναθεμελίωσης της κοινωνίας, με τη συμμετοχή της. Αντ’ αυτών από την αρχή σχεδόν της δεύτερης τετραετίας εμφανίστηκαν στοιχεία κόπωσης και κάμψης. Από το περασμένο φθινόπωρο ήδη άρχισε να εκπέμπεται σήμα κινδύνου για το εκσυγχρονιστικό εγχείρημα (ΑΕΚΑ). ΄Ηταν φανερό το αρνητικό κλίμα που διαμορφώνονταν στην κοινωνία από τις καθυστερήσεις και τις ανεπάρκειες του κυβερνητικού έργου αλλά και την έκρηξη προσωπικών στρατηγικών και αντιπαραθέσεων στο εσωτερικό του ΠΑΣΟΚ. Η αποδιάρθρωση και η συντηρητική αναδίπλωση της Ανανεωτικής Αριστεράς επέτεινε τα αδιέξοδα. Η κατάσταση επιδεινώθηκε παραπέρα με αποκορύφωμα το ασφαλιστικό που άνοιξε τους ασκούς του Αιόλου και έφερε στην επιφάνεια με εκρηκτικό τρόπο τις παθογένειες του ευρύτερου πολιτικού σκηνικού αλλά και του κυβερνητικού κόμματος. Υπάρχει πλέον ορατός ο κίνδυνος εξάντλησης της προωθητικής δύναμης του εκσυχρονιστικού εγχειρήματος που ξεκίνησε με το Σημίτη το ΄96.
Μπροστά μας ανοίγονται καθαρά δύο δρόμοι. Και είναι σαφές πού οδηγεί ο καθένας. Ο πρώτος είναι ο δρόμος της ανασύνταξης και της αντεπίθεσης. Ο δρόμος ενός “δεύτερου κύματος” εκσυγχρονισμού, όπου ο εκσυγχρονισμός γίνεται όραμα και κίνημα συνολικής αλλαγής και ευρύ μεταρρυθμιστικό σχέδιο. Γιατί πράγματι χρειάζεται αριστερή στροφή, αλλά αριστερή στροφή είναι η μεταρρυθμιστική στροφή. Η στρατηγική του ισχυρού μεταρρυθμισμού είναι η απάντηση στην κρίση. Αυτή η στρατηγική μπορεί να συγκεντρώσει δυνάμεις, να αναστρέψει την κατάσταση, να οδηγήσει σε νέα εκλογική νίκη. Ο δεύτερος δρόμος είναι ο δρόμος της αναβολής των μεγάλων τομών, η επιστροφή “εντός των τειχών”, η καθήλωση με μίζερες ισορροπίες και εσωκομματικούς συμβιβασμούς και οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια σε καθαρή ήττα. Η τελευταία πρωτοβουλία του Σημίτη, για την επίσπευση του Συνεδρίου του ΠΑΣΟΚ, θα κριθεί στα πλαίσια ακριβώς αυτού του διλήματος. Ενταγμένη η πρωτοβουλία σ’ ένα γενικό σχέδιο αντεπίθεσης και ισχυρού μεταρρυθμισμού μπορεί να αποδειχθεί αφετηρία για ένα νέο ξεκίνημα. Αν εγκλωβιστεί όμως σε ανούσιους συμβιβασμούς και κινήσεις εσωτερικής ανακατανομής αρμοδιοτήτων χωρίς γενικότερες μεταβολές τότε απλώς γρήγορα θα ξεφουσκώσει.
Είναι εντελώς φανερό ότι τίθεται ζήτημα πολιτικού υποκείμενου του εκσυγχρονισμού. Φάνηκε ότι η προσπάθεια μετεξέλιξης εκ των άνω του ΠΑΣΟΚ σε φορέα του εκσυγχρονισμού, δεν απέδωσε τα αναγκαία. Ουσιαστικά σήμερα έχουμε μια κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ εκσυγχρονιστική (έστω με ταλαντεύσεις και καθυστερήσεις) και ένα κόμμα ΠΑΣΟΚ το οποίο, παρά το γεγονός ότι συγκεντρώνει μεγάλο όγκο εκσυγχρονιστικών δυνάμεων, παραμένει ιδεολογικά ανομοιογενές, ετερόκλητο άθροισμα δυνάμεων, που τελικά ισορροπεί σε θέση ουδέτερη, ασαφή, μερικές φορές συντηρητική. Παράλληλα η σταδιακή, παθητική ενσωμάτωση του κόμματος, στο κράτος, προσδίδει στο ΠΑΣΟΚ, μοιραία, χαρακτηριστικά καθεστωτισμού. Το κόμμα είναι πιο πίσω από την κυβέρνησή του.
Πρέπει να παραδεχτούμε ότι:
α) Η επίλυση του προβλήματος του πολιτικού υποκειμένου, βρίσκεται στη σύνδεση του εκσυγχρονισμού με την ιδέα της Κεντροαριστεράς. ΄Ετσι θα διαμορφωθεί ένα μεγάλο πλειοψηφικό ρεύμα το οποίο θα ηγεμονεύει όχι μόνο στο Κοινοβούλιο, αλλά και ιδεολογικά, στην “κοινωνία των πολιτών”.
β) Οι δυνάμεις που συγκροτούν τον πολιτικό πόλο της Κεντροαριστεράς είναι μια πραγματική πανσπερμία, όπου υπάρχουν διαφορετικές ταχύτητες, διαφορετικές ιστορικότητες, διαφορετικά εν τέλει συμφέροντα. Τα παραπάνω υποχρεώνουν στην πλουραλιστική έκφραση του πολιτικού υποκειμένου. Η μονολιθικότητα (η μονοκομματική έκφραση) εγκυμονεί τον κίνδυνο της συρρίκνωσης και της ουδετεροποίησης του υποκειμένου, καθώς το πολυσυλλεκτικό (αλλά συγκεντρωτικό) κόμμα τείνει να λειτουργεί ως “προκρούστια κλίνη”. Αντίθετα ο πλουραλιστικός πόλος επιτρέπει την έκφραση όλων των υπαρκτών δυνάμεων, προσδίδει το μεγαλύτερο δυνατό εύρος στην παράταξη, υποχρεώνει σε προωθητικούς συμβιβασμούς, υγιείς, ανοιχτούς ενώπιον της κοινωνίας. ΠΡΟΎΠΟΘΕΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΑ ΠΑΡΑΠΑΝΩ ΕΙΝΑΙ Η ΜΕΤΕΞΕΛΙΞΗ ΤΟΥ ΠΑΣΟΚ ΚΑΙ Η ΑΝΑΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗ ΤΗΣ ΑΝΑΝΕΩΤΙΚΗΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑΣ.
α) Η μετεξέλιξη του ΠΑΣΟΚ σε σύγχρονο ευρωπαϊκό σοσιαλδημοκρατικό κόμμα, δεν οδηγεί υποχρεωτικά σε μείωση της επιρροής του, όπως κινδυνολογούν ορισμένοι. Το αντίθετο! Σε κάθε περίπτωση όμως, αυτή η μετεξέλιξη, θα επιτρέψει στο ΠΑΣΟΚ να παρέμβει εποικοδομητικά (να παίξει τον κεντρικό ρόλο) στην συγκρότηση του μεγάλου πλουραλιστικού μετώπου της Κεντροαριστεράς για τον εκσυγχρονισμό. Ο αδιέξοδος δικομματισμός θα μεταβληθεί, τότε, σε γόνιμο διπολισμό. Η ενδυνάμωση του ΠΑΣΟΚ δεν μπορεί λοιπόν να προέλθει από προπαγανδιστικά τρύκ από την ανάσυρση παλαιών μύθων του λαϊκισμού, από εσωστρεφείς, πολιτικά ουδέτερους συμψηφισμούς. Η ενδυνάμωση αυτή μπορεί να προέλθει μέσω της συγκρότησης και της αντίστοιχης ενδυνάμωσης της μεγάλης παράταξης της Κεντροαριστεράς και της προώθησης του εκσυγρονισμού.
β) Στην ίδια κατεύθυνση (της ανασυγκρότησής του μέσω της Κεντροαριστεράς) θα ΄πρεπε να κινηθεί επίσης και ο χώρος που ιστορικά ορίστηκε ως χώρος της Ανανεωτικής Αριστεράς. Δυστυχώς, όσον αφορά στον ΣΥΝ, η μικροκομματική φοβικότητα που ανέπτυξε μπροστά στο εκσυγχρονιστικό ρεύμα του ΄96 (υπέστη πλήρη στρατηγικό αιφνιδιασμό) οδήγησε αυτό το κόμμα σε νεοκομμουνιστική, αντιεκσυγχρονιστική αναδίπλωση, αλλά και συρρίκνωση. Επρόκειτο για αρνητική εξέλιξη. ΄Όμως ο ευρύς χώρος της Ανανεωτικής Αριστεράς, έστω κατακερματισμένος και διάχυτος σήμερα, διαθέτει δυναμική, απολύτως χρήσιμη και αναγκαία για το εκσυγχρονιστικό εγχείρημα. Για την αποκατάσταση της ενότητάς του και την ένταξή του στην μεγάλη παράταξη της Κεντροαριστεράς εργάζεται σήμερα το ΦΟΡΟΥΜ της εκσυγχρονιστικής και οικολογικής Αριστεράς, καθώς και η ΑΕΚΑ, την οποία έχω την τιμή να εκπροσωπώ σήμερα.