Η κυβέρνηση έχει στόχους, αλλά όχι και διάθεση για αλλαγές ΤΑ ΝΕΑ , 04-07-2002
Με τις εξελίξεις γύρω από την υπόθεση της τρομοκρατίας δεν διακρίνεται μόνο φως στην άκρη του παλιοκαιρισμένου τούνελ της 17 Νοέμβρη.
Οι εξελίξεις αυτές, μαζί με τις ελπίδες και την προσμονή που δημιουργούν, ρίχνουν φως και στη «στρατηγική» που, τελικά, ακολουθείται από τον Πρωθυπουργό και την κυβερνώσα ηγετική ομάδα, κατά τη δεύτερη τετραετία.
Η άνοδος Σημίτη και η πρώτη του τετραετία συνοδεύτηκαν από την επίτευξη της εισόδου στην ΟΝΕ, την αλλαγή ρότας στα ελληνοτουρκικά και το Ελσίνκι, την απομάκρυνση από λαϊκίστικα πρότυπα. Όμως συνοδεύτηκε και από έναν ελάχιστο μεταρρυθμισμό, καθώς προωθήθηκαν ελάχιστες αλλαγές, παρότι το αίτημα του εκσυγχρονισμού που ανέδειξε τον Κ. Σημίτη αναδυόταν απ' όλους τους πόρους της ελληνικής κοινωνίας και οι αλλαγές ήταν υπερώριμες.
Ο στόχος της εισόδου στην ΟΝΕ, στον οποίο έπρεπε «να βαράνε όλα τα σφυριά», ήταν το άλλοθι γι' αυτόν τον ελάχιστο μεταρρυθμισμό, ο οποίος, έστω και εκ των υστέρων, αναγνωρίσθηκε ως πρόβλημα. Γι' αυτό, άλλωστε, εξαγγέλθηκε προεκλογικά ένα «δεύτερο κύμα εκσυγχρονισμού», ενώ περίσσεψαν οι αναφορές στην «καθημερινότητα του πολίτη».
Χρειάστηκε να «καταναλωθεί» το ήμισυ της τετραετίας για να γίνουν, πλέον, αντιληπτά ορισμένα πράγματα. Παρά τις κατά καιρούς διακηρύξεις και τα μεγάλα λόγια, όπως υποδηλώνουν και οι εξελίξεις των ημερών, οι στόχοι είναι συγκεκριμένοι: η εξάρθρωση της 17 Νοέμβρη, η ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η ευπρόσωπη άσκηση της προεδρίας της Ε.Ε., η προετοιμασία της Ολυμπιάδας του 2004, η αξιοποίηση (με όλους τους τρόπους) του Γ' ΚΠΣ.
Εν ολίγοις, η στρατηγική και της δεύτερης τετραετίας - ελέω και του πολιτικού υποκειμένου - χαρακτηρίζεται και πάλι από ελάχιστο μεταρρυθμισμό. Κι αυτό δεν διαφαίνεται μόνον εμμέσως, από την παράθεση των πέντε συγκεκριμένων στόχων, αλλά και αμέσως, από την «τύχη» που είχαν οι όποιες μεταρρυθμιστικές προσπάθειες αυτού του διαστήματος.
Κατ' αρχήν το Ασφαλιστικό, όπου, μετά τη στρατηγικού χαρακτήρα ήττα που σημειώθηκε το 2001, υπήρξε αναδίπλωση και στροφή 180 μοιρών, με αποτέλεσμα να φθάσουμε φέτος σε ένα νόμο μη-μεταρρύθμισης.
Έπειτα είναι το μέτωπο της Υγείας. Σ' αυτό η κυβέρνηση, παρά τα όποια γενικά ή ειδικά προβλήματα, πιστωνόταν εκσυγχρονιστική επιμονή. Παρόλα αυτά υπήρξε η αποπομπή Παπαδόπουλου, η οποία δεν φαίνεται να είχε σχέση μόνον ή κυρίως με τις δηλώσεις του για μελλοντική αποχώρηση. Όχι μόνο το πρόσωπο του αντικαταστάτη του αλλά και όλη η περιρρέουσα ατμόσφαιρα υποδηλώνουν πως και στο μέτωπο αυτό επελέγη ο συμβιβασμός με τα ποικίλα συμφέροντα που αντιδρούσαν.
Τέλος, έχουμε τη «μητέρα όλων των μεταρρυθμίσεων», δηλαδή το Φορολογικό. Εδώ το πρώτο «κρούσμα» σημειώθηκε όταν άρκεσαν οι πρώτες αντιδράσεις σε επίπεδο Υπουργικού Συμβουλίου, ώστε Πρωθυπουργός και αρμόδιος υπουργός να δηλώσουν «απεταξάμην» τις προτάσεις της Επιτροπής Γεωργακόπουλου, οι οποίες, ούτως ή άλλως, δεν χαρακτηρίζονταν από κάποιον ιδιαίτερο ριζοσπαστισμό.
Το δεύτερο ήλθε με την απόφαση να προχωρήσει η «μεταρρύθμιση» με δόσεις, με τελευταία αυτήν που θα περιέχεται στη φθινοπωρινή ομιλία του Πρωθυπουργού στη ΔΕΘ. Αποφασίστηκε, δηλαδή, να κοπεί η «μεταρρύθμιση» σε φέτες ώστε να βελτιωθεί το επικοινωνιακό της αποτέλεσμα, αδιαφορώντας αν έτσι χάνει τη συνολική της διάσταση και πνοή και κινδυνεύει να μετεξελιχθεί σε επιμέρους ρυθμίσεις.
Το τρίτο πρόβλημα που ενδέχεται να παρουσιαστεί είναι στον βωμό του επικοινωνιακού αποτελέσματος να ξεχαστούν οι «δόσεις» που δεν θα ήταν ευχάριστες για ορισμένους, καθώς θα προέβλεπαν τη διεύρυνση της φορολογικής βάσης ή τη φορολογική δικαιοσύνη. Σ' αυτή την περίπτωση η κυβέρνηση ελέω εκλογικού κύκλου κατά κύριο λόγο θα μείωνε τα έσοδα και τους συντελεστές, «στρώνοντας το χαλί» σε μια μελλοντική κυβέρνηση της Ν.Δ. να διατηρήσει αυτήν τη - αναντίστρεπτη - μείωση και να τη συνοδεύσει με δραστική μείωση και των δημοσίων δαπανών.
Εν ολίγοις, τα παραδείγματα του Ασφαλιστικού, της Υγείας και του Φορολογικού υποδηλώνουν πως η ανάγκη για ισχυρό μεταρρυθμισμό δεν αποτελεί ιδεοληπτική εμμονή κάποιων και πως η τακτική του ελάχιστου μεταρρυθμισμού συσσωρεύει κοινωνικό κόστος, χωρίς να εγγυάται εκλογικό όφελος.