Του Θόδωρου Τσίκα, ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ,21-7-03
Με αρκετή καθυστέρηση η κυβέρνηση αποφάσισε να ανοίξει επιτέλους ο διάλογος για την αλλαγή του σημερινού απαράδεκτου εκλογικού νόμου. Βεβαίως κάλλιο αργά, παρά ποτέ!
Για αυτό το μείζον θέμα οφείλουν όλες οι πολιτικές δυνάμεις της χώρας να συμμετάσχουν με υπευθυνότητα στο διάλογο και να τοποθετηθούν με σαφήνεια και συγκεκριμένες προτάσεις. Άρνηση για διάλογο, υπεκφυγές, γενικολογίες και μηδενιστικές τοποθετήσεις είναι ανεπίτρεπτες και οδηγούν σε υποβάθμιση της δημόσιας ζωής. Κυρίως όμως εκθέτουν, όσους τηρούν μια τέτοια στάση. Δυστυχώς ακούστηκαν ήδη αντίστοιχες φωνές. Ας ελπίσουμε ότι θα επανεξετάσουν τη στάση τους όσοι τις εξέπεμψαν.
Η αλλαγή του εκλογικού νόμου αποτελεί το «κλειδί» για την αναγκαία αναμόρφωση του πολιτικού συστήματος και για τη μετάβαση σε μια νέα μεταπολίτευση. Οι κυβερνητικές προτάσεις προσφέρουν ένα θετικό πλαίσιο αρχών για ουσιαστικό διάλογο ενώ απομένει το κύριο, που είναι ο τρόπος εφαρμογής τους. Σε αυτό το πεδίο πρέπει να αξιοποιηθεί το «γερμανικό» εκλογικό σύστημα που έχουν κατά καιρούς προτείνει πολιτικές προσωπικότητες από το ΠΑΣΟΚ, τη ΝΔ και την ευρύτερη Αριστερά καθώς και ανεξάρτητοι πολιτικοί.
Η εφαρμογή του «γερμανικού» εκλογικού συστήματος ή παραλλαγής του θα αποτελούσε τομή για την ελληνική πολιτική ζωή. Στη χώρα μας θα μπορούσε να εφαρμοστεί με την εκλογή 100 εδρών από πανελλαδικό ψηφοδέλτιο με το σύστημα της «λίστας» με απλή αναλογική και 200 εδρών από μονοεδρικές (ή ολιγοεδρικές) περιφέρειες. Η εκλογή στις μικρές περιφέρειες εξασφαλίζει την έκφραση των τοπικών ιδιαιτεροτήτων χωρίς όμως παλαιοκομματικές πρακτικές, διότι στην περίπτωση των μονοεδρικών εξαλείφεται ο εσωτερικός ανταγωνισμός μεταξύ των υποψηφίων του ιδίου κόμματος. Πολιτικοποιείται η εκλογική μάχη καθώς ο μοναδικός υποψήφιος του κάθε κόμματος προβάλλει το πρόγραμμα του πολιτικού σχηματισμού του.
Με την καθιέρωση μονοεδρικών ή ολιγοεδρικών περιφερειών η σχέση του πολιτικού με τον ψηφοφόρο γίνεται στενή και επομένως δεν απαιτούνται τεράστια ποσά για δημοσιότητα και εκλογική εκστρατεία που ωθεί σε σχέσεις εξάρτησης από οικονομικά συμφέροντα. Όσοι σηκώνουν τη σημαία κατά της διαπλοκής, δεν μπορούν να παραβλέπουν αυτή την πραγματικότητα.
Στη μονοεδρική περιφέρεια το κάθε κόμμα είναι υποχρεωμένο να τοποθετήσει υποψήφιο ευρύτερης αποδοχής διότι αλλιώς κινδυνεύει να χάσει την έδρα, ενώ στην πανεθνική «λίστα» μπορεί να αξιοποιήσει νέους υποψηφίους. Προωθείται η ανανέωση και η αξιοκρατία του πολιτικού προσωπικού αλλά και ο εκδημοκρατισμός των κομμάτων καθώς επιβάλλεται σχεδόν να αναδεικνύονται οι υποψήφιοι από τα μέλη του κόμματος τοπικά ή πανεθνικά.
Ο ψηφοφόρος μπορεί να εκλέγει βουλευτή διαφορετικού κόμματος από αυτό που ψηφίζει στην πανελλαδική κάλπη. Πέραν της ενίσχυσης των επιλογών των ψηφοφόρων, αυτό ευνοεί ανεξάρτητους υποψήφιους ή μικρότερα κόμματα που μπορούν να εκλέξουν προσωπικότητες κύρους. Υπάρχει επίσης μηχανισμός εξομάλυνσης ώστε να αντιστοιχείται σε μεγάλο βαθμό το ποσοστό κάθε κόμματος και οι συνολικές έδρες του.
Το μεγαλύτερο όμως προσόν του «γερμανικού» συστήματος είναι ότι διαμορφώνει δυνατότητες ευρύτερων εκλογικών συνεργασιών. Ένα κόμμα μπορεί είτε να κατεβάσει αυτόνομη πανεθνική «λίστα» και να συνεργαστεί σε περιφέρειες είτε να συνεργαστεί στην πανεθνική «λίστα» είτε να συνδυάσει αυτές τις εκδοχές. Αλλά και χωρίς προεκλογική σύμπραξη δημιουργούνται συνθήκες για κυβερνήσεις συνεργασίας.