αεκα.gr


ΑΕΚΑ
Άρθρα

Το «αίνιγμα»

Ο πολιτικός και κοινωνικός δυναμισμός που κόχλαζε, διοχετεύτηκε σε λάθος κανάλια, ξοδεύτηκε σε άγονα χωράφια

Κανένα άλλο κόμμα της μεταπολιτευτικής Ελλάδας δεν ξάφνιασε τόσο, δεν προβλημάτισε και δεν δίχασε πολίτες και αναλυτές, όσο το ΠΑΣΟΚ. Η εξέλιξη της Μεταπολίτευσης και του ΠΑΣΟΚ συνδέονται άρρηκτα, αποτελώντας δύο όψεις της ίδιας ερμηνευτικής προσπάθειας. Σε τέτοιο βαθμό, ώστε το βασικό πρόβλημα της ερμηνείας είναι να μην υποκύψει στα σχήματα και στις έτοιμες απαντήσεις που επιβάλλει η κυριαρχία του ΠΑΣΟΚ στην πρόσφατη ιστορία μας. Γεγονός που συνέβη τόσο σε ευνοϊκά διακείμενους όσο και σε κριτικούς αυτής της κυριαρχίας. Ποικίλοι ήταν και οι χαρακτηρισμοί, οι οποίοι δόθηκαν για να συμπυκνώσουν τη «φυσιογνωμία» του: κεντρώο, λαϊκιστικό, σοσιαλιστικό - ριζοσπαστικό. ’λλες έρευνες βοήθησαν να κατανοήσουμε σημαντικές πλευρές τού φαινομένου. Το ερμηνευτικό πρόβλημα έγκειται στο ότι το ΠΑΣΟΚ υπήρξε όλα αυτά μαζί και κινήθηκε με βάση τις αντιφάσεις, τις οποίες δημιουργούσε αυτή η συνύπαρξη. ’λλωστε οι προηγούμενοι συμπυκνωμένοι«ουσιοκρατικοί» χαρακτηρισμοί που δόθηκαν δεν αρκούσαν ούτε αρκούν για να ερμηνεύσουν την πορεία και την πολιτική του ΠΑΣΟΚ. Απλούστατα, γιατί ούτε η μία ούτε η άλλη μπορούν να συναχθούν από μια ουσιοκρατική προσέγγιση. Το τι είναι και τι πολιτική πρεσβεύει ένα κεντρώο, ένα λαϊκιστικό ή ένα σοσιαλιστικό κόμμα στο τελευταίο τέταρτο του 20ού αιώνα σε μια περιφερειακή χώρα της Ευρώπης εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το πολιτικο-ιστορικό πλαίσιο μέσα στο οποίο δρα και από τις μεταβολές αυτού του πλαισίου. Η γενική αυτή διαπίστωση ισχύει και για κόμματα με πολύ ισχυρή ιδεολογική ταυτότητα, όπως τα κομμουνιστικά, αλλά είναι μεθοδολογικά καθοριστική για ένα κόμμα με ταυτότητα ασαφή, υπό διαμόρφωση και, εν πολλοίς, ετεροκαθοριζόμενη. Μέσα σε αυτή λοιπόν την οπτική το ΠΑΣΟΚ μπορεί να ερμηνευθεί με επίκεντρο τους διαφορετικούς τρόπους με τους οποίους συνδυάστηκαν οι διαφορετικές «ψυχές» του, ανάλογα με την ιστορική συγκυρία και τους δομικούς περιορισμούς που επέβαλλαν το διεθνές πλαίσιο και οι εθιμικές συνθήκες. Ο ενορχηστρωτής τής σύνθεσης ήταν αναμφισβήτητα ο Ανδρέας Παπανδρέου. Όμως, η απόλυτη εξουσία, την οποία άσκησε ακόμα και όταν τον είχαν εγκαταλείψει οι φυσικές δυνάμεις του, είχε ως αποτέλεσμα να υπερτονισθούν τα στοιχεία συνέχειας της πορείας του ΠΑΣΟΚ και να υποτιμηθούν οι στροφές, οι μεγάλες αλλαγές «πολιτικής φιλοσοφίας» που σημειώθηκαν στον χώρο αυτό από την ίδρυσή του ώς το τέλος της παπανδρεϊκής περιόδου. Στον υπερτονισμό της συνέχειας συνηγόρησε, επίσης, η ισχυρή ροπή προς τη νομή της εξουσίας, την οποία το νεαρό κόμμα γρήγορα ανέπτυξε. Και όμως, αυτό το γεγονός περισσότερο από οτιδήποτε άλλο θα έπρεπε να στρέψει την ανάλυσή μας προς το εύπλαστο, το ασυνεχές, το αναπροσαρμόσιμο της φυσιογνωμίας του. Έτσι ώστε, αντί μιας «ουσιοκρατικής» προσέγγισης, να επιλέξουμε μια διαλεκτική οπτική που να θέτει στο επίκεντρο την αλληλεπίδραση της ρευστής φυσιογνωμίας του ΠΑΣΟΚ με το ιστορικό πολιτικό πλαίσιο μέσα στο οποίο κινούνταν. Αλληλεπίδραση, η οποία συγκεκριμενοποιούνταν σε επιβραβεύσεις και σε αποτυχίες ­ συνήθως εκλογικές επιβραβεύσεις και κυβερνητικές αποτυχίες. Γιατί κατά τρόπο (εκ πρώτης όψεως) παράδοξο, τα σημαντικά γεγονότα που συνέβαλλαν στην εξέλιξη της φυσιογνωμίας του ΠΑΣΟΚ, οι σοβαρές αλλαγές πλεύσης, επιβλήθηκαν από τις αποτυχίες του, από τις επανειλημμένες διαψεύσεις των ακολουθούμενων πολιτικών, από την πρόσκρουση στους περιορισμούς τους οποίους επέβαλλαν το διεθνές ανταγωνιστικό κλίμα, οι αυξανόμενες δεσμεύσεις της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και οι εσωτερικοί δομικοί παράγοντες. Με αυτή, λοιπόν, τη διαλεκτική οπτική θα αντιμετωπίσουμε το «αίνιγμα ΠΑΣΟΚ»: ένα κόμμα σε διαδικασία παρατεταμένης διαμόρφωσης, με γνώμονα κυρίως τις διαψεύσεις του, παρά τις επιτυχίες του, το οποίο και με τις μεν και με τις δε κατόρθωσε να κατακτήσει μια στρατηγική θέση στο πολιτικο-κοινωνικό φάσμα της μεταπολιτευτικής Ελλάδας και να δημιουργήσει ένα σταθερό σύστημα εξουσίας. 

Κατά του μύθου της μοναδικότητας

Το ΠΑΣΟΚ γεννήθηκε στις 3 Σεπτεμβρίου 1974 και ανέβηκε στην εξουσία στις 18 Οκτωβρίου 1981. Η ραγδαία άνοδός του δημιούργησε και τον μύθο της μοναδικότητας του επιτεύγματος, το οποίο αποδόθηκε φυσικά στον Ανδρέα Παπανδρέου. Σωστά από τη μια, γιατί αυτός κυριολεκτικά προσωποποίησε τη σχέση του κόμματος με τις μάζες, υπερβολικά από την άλλη, γιατί το φαινόμενο δεν ήταν μοναδικό. Και στις άλλες δύο χώρες της Νότιας Ευρώπης που την ίδια περίπου περίοδο πέρασαν από τη δικτατορία στη δημοκρατία, στην Ισπανία και στην Πορτογαλία, τα αντίστοιχα σοσιαλιστικά κόμματα σημείωσαν ανάλογη ραγδαία άνοδο. Το καθένα με τη δική του ιστορία (μεγάλη το Ισπανικό Σ.Κ., μηδενική σχεδόν το ΠΑΣΟΚ και το Πορτογαλικό Σ.Κ.), με τη δική του πολιτική στη μετάβαση (πολωτική του ΠΑΣΟΚ, συναινετική το ΙΣΚ, μετριοπαθής έναντι του αριστερού ριζοσπαστικού χαρακτήρα της «επανάστασης των γαρυφάλλων» το ΠΣΚ), με διαφορετικές σχέσεις προς τα κομμουνιστικά κόμματα (μη πολιτικής συνεργασίας στην Ελλάδα και στην Ισπανία, ανταγωνιστική στην Πορτογαλία) τα σοσιαλιστικά κόμματα της Νότιας Ευρώπης κυριάρχησαν από την αρχή σχεδόν στον χώρο του Κέντρου και της Αριστεράς, εξασφαλίζοντας ταχύτατα μια ευρεία εκλογική - κοινωνική βάση. Το ΠΑΣΟΚ και το Ισπανικό Σ.Κ. σταθεροποιήθηκαν σε πολύ υψηλά επίπεδα, ενώ το Πορτογαλικό Σ.Κ. παρουσίασε μεγάλες αυξομειώσεις και αστάθεια. Η κοινή αυτή πορεία επιτυχίας δείχνει ότι τα σοσιαλιστικά κόμματα εξέφρασαν μια κοινή κοινωνική δυναμική, που η αφετηρία της πρέπει να τοποθετηθεί στον ραγδαίο εκσυγχρονισμό των χωρών αυτών κατά τη δεκαετία του '60 και, επίσης, μια κοινή πολιτική προδιάθεση των στρωμάτων τού μη δεξιού εκλογικού σώματος.

Το πώς το πέτυχαν, με ποιες επιλογές και ποια αποτελέσματα είναι ζητήματα που αφορούν τις εθνικές ιστορίες. Τοποθετημένη μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η ραγδαία άνοδος του ΠΑΣΟΚ χάνει τη μοναδικότητά της, γίνεται μέρος μιας ευρύτερης κίνησης και, κυρίως, αποσπά την ανάλυση από τις ερμηνείες που δίνουν εξαιρετικό βάρος (θετικό ή αρνητικό) στην παρουσία και την ψυχολογία του Α. Παπανδρέου ­ και υπήρξαν πάρα πολλές τέτοιες, ιδίως όσο βρισκόταν εν ζωή. 

Η «φιλοσοφία» ώς το 1985

Η όλη κυβερνητική εμπειρία του ΠΑΣΟΚ στη δεκαετία '80 μπορεί να κατανοηθεί με την ανάλυση των διαδικασιών και το εννοιολογικό πλαίσιο που χρησιμοποιήθηκε για την ερμηνεία της πολιτικής ζωής τών ανεπτυγμένων δυτικών χωρών στην περίοδο 1973-1990, και της καμπύλης που διέγραψε από την κρίση του εθνικού κεϋνσιανού μεταρρυθμισμού ώς την ηγεμονία του νεοσυντηρητισμού και του νεοφιλελευθερισμού. Είναι ευνόητο ότι στενότερες είναι οι συγγένειες με τις ιδιαίτερες συνθήκες του Νότου της ηπείρου.

Ειδικά η πρώτη τετραετία του ΠΑΣΟΚ, που εδώ εξετάζεται, μπορεί να υπαχθεί στο πρότυπο ενός εθνικού κεϋνσιανού μεταρρυθμισμού, το οποίο, ως γνωστόν, αποτέλεσε την πολιτική «ορθοδοξία» της μεταπολεμικής Ευρώπης. Σε αυτό το συγκριτικό - αναλυτικό πλαίσιο, η πολιτική του ΠΑΣΟΚ χρωματίστηκε ιδιαίτερα με τρεις τρόπους. Πρώτον, την υιοθέτηση και την παρατεταμένη εμμονή στο συγκεκριμένο πρότυπο πολιτικής, όταν πλέον ήταν εκτός φάσεως και είχαν αναιρεθεί οι προϋποθέσεις του, λόγω της διεθνοποίησης και των αναδιαρθρώσεων του καπιταλισμού.

Δεύτερον, την έντονη εθνοκεντρική σφραγίδα που της αποδόθηκε. Και, τρίτον, την έλλειψη ή την απόρριψη μιας σοσιαλιστικής/σοσιαλδημοκρατικής ­ περισσότερο ή λιγότερο ριζοσπαστικής, δεν είχε σημασία ­ ιδεολογίας και νοοτροπίας τού φορέα που κατείχε την κυβέρνηση. Διαμορφώθηκε έτσι ένα κράμα, στο οποίο συνδυάζονταν υλικά ενός εκτός φάσεως «σοσιαλδημοκρατικού» προγράμματος, μιας λαϊκιστικής διαχείρισης των αντιθέσεων και των μορφών κρίσης που από αυτό αναπήδησαν, μιας παλαιοκομματικής πελατειακής πρακτικής έναντι των θεσμών και ενός ριζοσπαστικού ιδεολογικού κομματικού λόγου, ο οποίος σε πείσμα της κοινής λογικής προσπαθούσε να δώσει αριστερή νομιμοποιητική βάση στην κυβερνητική δράση. Το κράμα συμπληρώθηκε με διάφορα υφολογικά ιδιοσυγκρασιακά παρακολουθήματα: κάποια «αντικαπιταλιστικά» πυροτεχνήματα, έναν λαϊκιστικό και πελατειακό υπερτονισμό της ενίσχυσης της ζήτησης στην οικονομία, αποφυγή θεσμοθέτησης των δημοκρατικών τριγωνικών συνεννοήσεων κράτους - εργοδοσίας - συνδικάτων.

Χρειάζεται σε αυτό το σημείο να επαναφέρω το ερμηνευτικό σχήμα που έχω προτείνει για την κατανόηση της πορείας του ΠΑΣΟΚ. Βασίζεται στον συνυπολογισμό των διαφορετικών «όψεων» που το συναπαρτίζουν· στον τρόπο που η συνύπαρξή τους περιοδικά αναπροσαρμόζεται· στις σταδιακές απαντήσεις που ψηλαφητά δίνει σε ένα παρατεταμένο πρόβλημα ταυτότητας μέσω μιας εκ των υστέρων προσαρμογής στην οποία εξαναγκάζεται, κυρίως, από τις αποτυχίες ή τις διαψεύσεις του ­ από την πρόσκρουση στα τοιχώματα της «πραγματικότητας».

Στην περίοδο 1981-85 τα υλικά που πιο πάνω αναλύθηκαν, καθόρισαν τον τρόπο συνύπαρξης των διαφορετικών «όψεων» του Κινήματος, και στο πλαίσιο αυτό η ηγεσία και ο Α. Παπανδρέου διαχειρίστηκαν την αμφισημία της φυσιογνωμίας του ΠΑΣΟΚ, παλινδρομώντας μεταξύ ενός εκπρόθεσμου επεκτατικού οικονομικού προγράμματος σοσιαλδημοκρατικής χροιάς και ενός λαϊκιστικού αντιδυτικού εθνοκεντρισμού. Το αποτέλεσμα ήταν η παράταση της διπλής συνείδησης του χώρου του ΠΑΣΟΚ, η διακυβέρνηση μέσω μιας διαδικασίας παλινδρομήσεων «σταμάτα - ξεκίνα», η ψευδεπίγραφη πόλωση της πολιτικής ζωής.

Τελικά, αυτό που διαμορφωνόταν ως «σκληρός πυρήνας» της ΠΑΣΟΚικής ταυτότητας ήταν η δημιουργία ενός μαζικού συστήματος εξουσίας και ενός στελεχικού δυναμικού με «έφεση» στη νομή της εξουσίας.

Το στοίχημα της «αναγέννησης»

Το 1985 το ΠΑΣΟΚ βγήκε από έναν εκλογικό θρίαμβο έχοντας ένα βαθύ υπαρξιακό πρόβλημα ταυτότητας. Το ίδιο είχε συμβεί το 1981. Τότε έπρεπε να προσγειώσει την πολυσυλλεκτική και ασαφή υπόσχεση της αλλαγής στην κυβερνητική πραγματικότητα. Το 1985 καλείτο να προσγειώσει την κοινωνία και να προσγειωθεί το ίδιο από την προεκλογική υπόσχεση για «καλύτερες μέρες» στη μετεκλογική αναγκαιότητα μιας πολιτικής σταθεροποίησης της οικονομίας. Όπως τότε, έτσι και τώρα η προσγείωση μπορούσε να γίνει με δύο τρόπους. «Ο ένας ήταν η συστηματική και συνειδητή βαθμιαία αναπροσαρμογή των εμφανώς δημαγωγικών ή εξωπραγματικών διακηρύξεων σε ένα ενιαίο και σχετικά συνεκτικό ιδεολογικό-προγραμματικό πλαίσιο, το οποίο θα περιέβαλλε την πολιτική τής κυβέρνησης, τη στρατηγική του κόμματος και τις πολιτικές αντιλήψεις των μελών. Ο άλλος ήταν η δημαγωγική διαχείριση των αντιθέσεων (κυρίως από τον «πρόεδρο») με στόχο την παράταση της πολυσημίας, η οποία βεβαίως θα είχε ως επίπτωση τη διαιώνιση της πολιτικοϊδεολογικής σύγχυσης και της «διπλής συνείδησης».

Στην πρώτη τετραετία, το ΠΑΣΟΚ σπατάλησε τη δυνατότητα συνεπούς αναπροσαρμογής, επιλέγοντας μια δημαγωγική και δημοσιονομικά ανεύθυνη διαχείριση της αμφισημίας και της πολυσυλλεκτικότητάς του. Αποτέλεσμα ήταν να διαμορφωθεί «ένα κράμα στο οποίο συνδυάζονταν υλικά ενός εκτός φάσεως "σοσιαλδημοκρατικού" προγράμματος, μιας λαϊκιστικής διαχείρισης των αντιθέσεων και των μορφών κρίσης που απ' αυτό αναπήδησαν, μιας παλαιοκομματικής πελατειακής πρακτικής και ενός ριζοσπαστικού ιδεολογικού κομματικού λόγου, ο οποίος προσπαθούσε να δώσει αριστερή νομιμοποιητική βάση στην κυβερνητική δράση». Μετά το 1985, εξέλιπον οι δυνατότητες μιας σπάταλης δημοσιονομικής διαχείρισης. Ο αντιδεξισμός είχε δείξει την ισχύ του, νικώντας τη «Δεξιά», ταυτόχρονα όμως είχαν φανεί και τα όριά του. Δεν έφθανε να παράγει πολιτικές, ιδεολογικό κλίμα και νοοτροπίες που να προωθούν την «αλλαγή». Το πολιτισμικο-προγραμματικό του υπόβαθρο, δηλαδή η παραδοσιακή αντιμονοπωλιακή-αντιιμπεριαλιστική κουλτούρα, καθώς επίσης και ο εθνοκεντρικός κεϋνσιανός μεταρρυθμισμός, είχαν ξεπεραστεί από τις νέες πραγματικότητες. Τα προβλήματα της σταθεροποίησης, της ανταγωνιστικότητας, της ανάπτυξης και της ενσωμάτωσης στη διαμορφούμενη ενιαία ευρωπαϊκή αγορά ­ τα προβλήματα που είχαν παραπεμφθεί στο μέλλον κατά την προηγούμενη τετραετία ­ ήλθαν τώρα στην επιφάνεια με αδυσώπητη επιτακτικότητα. Έτσι, το ΠΑΣΟΚ βρέθηκε μπροστά σε ένα κρίσιμο σταυροδρόμι. Είχε να διαλέξει όχι μόνο κάποιες κυβερνητικές πολιτικές, αλλά ταυτόχρονα να αποσαφηνίσει την ταυτότητά του, το ιδεολογικό του στίγμα, τον κομματικό του λόγο. Αυτός, άλλωστε, δεν ήταν ο τρόπος που αντιμετώπιζε τα διλήμματα της φυσιογνωμίας του;

Κοντολογίς, το ΠΑΣΟΚ βρισκόταν μπροστά σε ένα νέο «σημείο πρόσκρουσης στα τοιχώματα της πραγματικότητας» και ήταν υποχρεωμένο να αναπροσαρμόσει τη συνύπαρξη των διαφορετικών «ψυχών» του, ψηλαφώντας νέες απαντήσεις σε προβλήματα που είχε αφήσει να συσσωρευθούν. Τώρα, όμως, τα πράγματα ήταν πιο δύσκολα. Η οικονομία είχε τεντωθεί στην πρώτη τετραετία και η κυβερνητική επιτρεπτικότητα είχε διαμορφώσει μια κουλτούρα αυξημένων προσδοκιών στην κοινωνία. Η προεκλογική επαγγελία των «καλύτερων ημερών» είχε διατηρήσει τις αυταπάτες. Τώρα, το ΠΑΣΟΚ εκαλείτο να αναπροσαρμόσει την πολιτική και τη φυσιογνωμία του, διασχίζοντας τη «στενωπό της σταθεροποίησης», όπως γλαφυρά την περιέγραψε ο Α. Παπανδρέου. Όχι μόνο. Η όλη προσπάθεια έπρεπε να γίνει σε ένα νέο ιδεολογικό κλίμα που χαρακτηριζόταν από την ισχυροποίηση στην κοινωνία ενός πραγματιστικού νεοφιλελευθερισμού και σε ένα διεθνές περιβάλλον που έδινε νέες δυνατότητες, αλλά ταυτόχρονα απαιτούσε αλλαγές στρατηγικής στην εξωτερική πολιτική.

Κανονικά το ΠΑΣΟΚ δεν θα έπρεπε να αισθάνεται μόνο του σε αυτή την προσπάθεια. Όλα τα κόμματα της αντιπολίτευσης ήταν υποχρεωμένα να αντιμετωπίσουν τις νέες πραγματικότητες. Το ίδιο όμως συνέβαινε διεθνώς. Πράγματι, στη δεκαετία του '80 σχεδόν όλα τα μαζικά κόμματα της ευρωπαϊκής Αριστεράς βρέθηκαν αντιμέτωπα με τις ίδιες προκλήσεις: να αναπροσαρμόσουν τη φυσιογνωμία, τον κομματικό τους λόγο και την κοινωνική τους βάση στις νέες συνθήκες που είχε δημιουργήσει ο μετασχηματισμός τού καπιταλισμού, η ραγδαία διεθνοποίηση και η ηγεμονία του νεοφιλελεύθερου - νεοσυντηρητικού ρεύματος. Το ΠΑΣΟΚ όμως αντιμετώπιζε, πέρα από αυτές τις προκλήσεις, επιπρόσθετα προβλήματα, που πήγαζαν τόσο από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του όσο και από τις αποτυχίες των προηγούμενων πολιτικών του. Ιδίως της συνολικής οικονομικής πολιτικής που είχε εφαρμόσει. Βρισκόταν, λοιπόν, μπροστά στην ανάγκη ενός πολυδιάστατου και ταυτόχρονου αναπροσανατολισμού των κατευθύνσεων του κόμματος και της κυβέρνησης.

Σήμερα, ξέρουμε ότι το ΠΑΣΟΚ δεν μπόρεσε να πραγματοποιήσει αυτή τη στροφή. Ο ίδιος ο Α. Παπανδρέου υπήρξε ιδρυτής, αλλά δεν μπόρεσε να γίνει «επανιδρυτής» του ΠΑΣΟΚ. Παρά ταύτα, χρειάζεται να επιμείνουμε στη διελκυστίνδα που εξελίχθηκε στο ΠΑΣΟΚ, να διακρίνουμε τις διαφορετικές τάσεις που αναπτύχθηκαν στο εσωτερικό του, τα θετικά βήματα και τις οπισθοχωρήσεις, γιατί από αυτές τις ζυμώσεις προέκυψαν οι αιτίες της ήττας, αλλά και τα σπέρματα της μελλοντικής του μετεξέλιξης. Το ότι υπήρξε διελκυστίνδα δεν χωρά αμφιβολία: κατά την πρώτη διετία 1985-87 συνυπήρξαν τάσεις επαναπροσανατολισμού και εμμονές στα ήδη γνωστά. Οι κύριες ωθήσεις και κινήσεις προς την αναπροσαρμογή ήρθαν από τους χώρους της οικονομικής πολιτικής, όπου η κυβέρνηση έπρεπε να φέρει εις πέρας ένα πρόγραμμα σταθεροποίησης· της εξωτερικής πολιτικής, όπου το νέο διεθνές σκηνικό αυτονόητα επέβαλλε αναθεωρήσεις· της κομματικής ιδεολογίας, όπου τέθηκε το ζήτημα της «αναγέννησης» και της βαθιάς αναθεώρησης των συντεταγμένων ώστε, αν μη τι άλλο, να μη συγκρούονται κατά μέτωπο με τις νέες συνθήκες. Επιπλέον, την ίδια περίοδο σημειώθηκαν ρηξικέλευθες αλλαγές στα κόμματα της αντιπολίτευσης, οι οποίες υποχρέωναν το ΠΑΣΟΚ να αντιδράσει. Σε αυτά τα πεδία έγιναν βήματα, θετικές αναπροσαρμογές, οι οποίες όμως αποδείχτηκαν εύθραυστες και επιφανειακές ώστε να δρομολογήσουν μια νέα πορεία. Γρήγορα μάλιστα ενέσκηψε ο εφιάλτης της διαφθοράς του μαζικού συστήματος εξουσίας και του αντίστοιχου στελεχικού δυναμικού που είχε διαμορφωθεί. Έτσι, μαζί με συγκυριακά γεγονότα που ήρθαν για να υπενθυμίσουν τον σταθερό ρόλο του τυχαίου στην πολιτική, ήρθε ο ολετήρας της περιόδου 1988-89 και ισοπέδωσε όχι μόνο τις ζυμώσεις στο ΠΑΣΟΚ, αλλά και τον δημόσιο βίο της χώρας καθαυτόν.

Η δυσκολία της ανανέωσης

Στην Ελλάδα της Μεταπολίτευσης 1974-1990, παράλληλα με την εμπέδωση της Δημοκρατίας και την εναλλαγή των κομμάτων στην εξουσία, πραγματοποιήθηκε μια μεγάλη κοινωνική, πολιτική και ιδεολογική αναμόχλευση, που έφθασε στα έγκατα της κοινωνίας. Είπαμε ότι ο κοινός τόπος «ρεβάνς των ηττημένων του Εμφυλίου», που συχνά χρησιμοποιήθηκε εκείνη την περίοδο για να αποδώσει την ιστορική σημασία της αλλαγής, δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Επρόκειτο για ένα μεγάλο κύμα στο οποίο συνέρευσε από τη μια η πολιτική αποφασιστικότητα όσων είχαν αδικηθεί (ή πίστευαν ότι είχαν αδικηθεί) από τις εξουσιαστικές δομές της μετεμφυλιακής Ελλάδας και, από την άλλη, ο κοινωνικός δυναμισμός των στρωμάτων που ωθήθηκαν από τον εκσυγχρονισμό της χώρας στη δεκαετία του '60 και έπειτα. Τούτο το κύμα έφερε το ΠΑΣΟΚ στην εξουσία. Αυτό καθαυτό το γεγονός ήταν μια ανανέωση για την ελληνική κοινωνία. Νέο πολιτικό προσωπικό, διεύρυνση της συμμετοχής, νέα στελέχη στις τοπικές κοινωνίες και τις κοινωνικές οργανώσεις, νέες κοινωνικές και ιδεολογικές αναφορές του πολιτικού λόγου, νέες δυνατότητες ιστορικής αυτογνωσίας. Βέβαια, σχεδόν από την αρχή φάνηκε ότι οι μακροχρόνιες εθνικές αμαρτίες θα εξακολουθούσαν να μας κατατρύχουν. Η Δημόσια Διοίκηση έμεινε φέουδο του κυβερνητικού κόμματος, τα κομματικά - κρατικά - ιδιωτικά πελατειακά δίκτυα συνέχισαν τη δράση τους, ορισμένα μάλιστα πύκνωσαν. Αλλά, τουλάχιστον, αναμοχλεύτηκαν και άλλαξαν οι φορείς, οι πάτρωνες, οι πελάτες και οι διαδικασίες διασύνδεσης.

Δυστυχώς, η μεγάλη αυτή ιστορική, κοινωνική, πολιτική αναμόχλευση εξάντλησε τη δυναμική της στην ίδια της την πραγματοποίηση. Η σημασία της έγκειται στο γεγονός καθαυτό. Από 'κεί και πέρα αποτέλεσε μια χαμένη ευκαιρία. Οι επιτεύξεις και οι συνέπειές της στην πολιτική, οικονομική και κοινωνική ζωή υπολείφθηκαν όχι μόνο των μεγάλων προσδοκιών που εξέθρεψε, αλλά και των μετριοπαθέστερων ελπίδων που γέννησε στη μεγάλη πλειοψηφία των πολιτών. Ο πολιτικός και κοινωνικός δυναμισμός που κόχλαζε, διοχετεύτηκε σε λάθος κανάλια, ξοδεύτηκε σε άγονα χωράφια. Ήταν ένας ριζοσπαστισμός χωρίς μεταρρυθμίσεις. Αυτός ίσως είναι ο ακριβέστερος προσδιορισμός της ευκαιρίας που χάθηκε. Ο κύριος φορέας της πολιτικής δυναμικής και της αντίστοιχης κοινωνικής αναμόχλευσης, το ΠΑΣΟΚ, αυτοκαταναλώθηκε στη διαχείριση των δικών του αντιφάσεων, διασπαθίζοντας ενέργεια, δυνάμεις και χάρισμα. Όπως και με το ευρύτερο κύμα που το ανέδειξε, η σημασία του συνίσταται στο ότι έγινε, ότι συγκρότησε τον κεντροαριστερό χώρο σε σταθερό κόμμα και ότι, παρά τη μεγάλη κρίση που πέρασε τη διετία 1988-89, διατήρησε στο εσωτερικό του δυνάμεις που θα το αναζωογονούσαν στην επόμενη δεκαετία.

Γενικότερα, η Ελλάδα έδειξε μια μειωμένη ικανότητα κατανόησης των αλλαγών που σημειώνονταν στο διεθνές οικονομικό και πολιτικό περιβάλλον, από τα τέλη της δεκαετίας του '70 και κατά τη δεκαετία του '80. Αποτέλεσμα ήταν η εμφανής δυσκολία να προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα, πραγματοποιώντας τις κατάλληλες εσωτερικές αναπροσαρμογές και αναδιαρθρώσεις. Όπως είδαμε, αυτό φάνηκε ιδιαίτερα στο επίπεδο της οικονομικής πολιτικής, αλλά η διαπίστωση μπορεί να γενικευθεί και να περιλάβει το «πνεύμα της εποχής». Στις εξελισσόμενες αλλαγές, η χώρα έμοιαζε να βλέπει μόνο κινδύνους, χωρίς νέες δυνατότητες, και γι' αυτό έρεπε στη δομική ακινησία. Έμοιαζε να καταβάλλει μια κοπιώδη, ασταθή, ευκαιριακή και περιοδικά αναιρούμενη προσπάθεια προσαρμογής στους νέους περιορισμούς που επέβαλλαν ο διεθνής ανταγωνισμός, η παγκοσμιοποίηση και το γεωπολιτικό περιβάλλον. Ή, ιδωμένο από την αντίθετη μεριά, φαινόταν να έκανε απόπειρες υπεκφυγής των διεθνών περιορισμών, για λόγους πολιτικού κόστους ή αφελούς ιδεολογικού βολονταρισμού, που στη συνέχεια εξελισσόταν σε ατελέσφορη παθητική αποδοχή τής «ροής των πραγμάτων». Σαν η χώρα να περνούσε μια περίοδο κατά την οποία η ιστορία και οι εμπειρίες του μεταπολεμικού παρελθόντος να ασκούσαν πολύ μεγάλο βάρος στις συλλογικές παραστάσεις των ηγεσιών και των πολιτών· σαν οι εμπειρίες εκείνες να ήταν ακόμα ελλιπώς επεξεργασμένες, ώστε να ενισχύσουν το «εγώ» της χώρας και να αφήσουν μεγαλύτερα περιθώρια στη διορατικότητα, στην «όσφρηση» του μέλλοντος που ερχόταν με ταχύτητα. Σαν η Ελλάδα να χρωστούσε στο παρελθόν της και να μην περίσσευαν πολλά να επενδύσει στο μέλλον της. Κολλημένη στη μέση (stuck in the middle): Οι οικονομολόγοι χρησιμοποιούν αυτόν τον όρο για να περιγράψουν την κατάσταση μιας χώρας που άφησε πίσω της ένα χαμηλότερο επίπεδο ανάπτυξης, αλλά δυσκολεύεται να φθάσει ένα ανώτερο. Τέτοια ήταν η σχέση της μεταπολιτευτικής Ελλάδας με τον ιστορικό της χρόνο.

Το κείμενο του Γιάννη Βούλγαρη είναι προδημοσίευση από το βιβλίο «Η Ελλάδα της Μεταπολίτευσης 1974 -1990» που θα κυκλοφορήσει εντός των ημερών από τις εκδόσεις ΘΕΜΕΛΙΟ

Ο Γιάννης Βούλγαρης είναι πολιτικός επιστήμονας, ερευνητής στο Ινστιτούτο Πολιτικής Κοινωνιολογίας του Εθνικού Κέντρου Κοινωνικών Ερευνών

Πατρίδα για τους Παλαιστίνιους, ασφάλεια για το Ισραήλ

(ΒΡΑΔΥΝΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ, 21/4/02)

Οι δραματικές εξελίξεις στη Μ. Ανατολή συγκλονίζουν ολόκληρη την ανθρωπότητα καθώς συνεχίζεται η απίστευτη αιματοχυσία. Αποδεικνύεται για μία ακόμα φορά ότι οι ηγεμονιστικές επιδιώξεις, ο εθνικιστικός και ο θρησκευτικός φανατισμός καθώς και η μισαλλοδοξία οδηγούν σε ανεξέλεγκτη βία με τραγικές συνέπειες.

To στοίχημα της συνεργασίας

Του Βασίλη Δεληγκάρη, ΕΘΝΟΣ, 13/9/03

H αλλαγή του εκλογικού νόμου μπορεί να συμβάλλει ουσιαστικά στην ανανέωση και τον εκσυγχρονισμό του πολιτικού συστήματος και φαίνεται πως η κυβέρνηση και ο Κ. Σημίτης προσωπικά, είναι αποφασισμένοι να προχωρήσουν στις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις.

Τα κόμματα της Αριστεράς θα έπρεπε να εκμεταλλευθούν το γεγονός. Με τον προτεινόμενο νέο εκλογικό νόμο ανοίγει η πόρτα για κυβερνήσεις συνεργασίας Όταν φυσάει ευνοϊκός άνεμος, άνεμος αλλαγής, δεν χτίζουμε ανεμοφράκτες αλλά ανεμόμυλους.

Η αμηχανία και ο συνωστισμός στον «ενδιάμεσο χώρο»

Σήμερα περνάμε όχι απλώς μια «κοιλιά», αλλά μια βαθύτερη αμηχανία προσανατολισμού τόσο της κοινωνίας όσο και των κομμάτων

Η στάση της Ν.Λουλέ και ο ΣΥΝ

Σχολιάζοντας εκ μέρους της ΑΕΚΑ τις σημερινές δηλώσεις του προέδρου του ΣΥΝ για το θέμα της Ν. Λουλέ, ο Θόδωρος Τσίκας, εκπρόσωπος Τύπου και μέλος της Γραμματείας της Ανανεωτικής Εκσυγχρονιστικής Κίνησης της Αριστεράς έκανε την εξής δήλωση:

Η μεγάλη σύμπτωση των αντιπολιτευτικών στόχων της ηγεσίας του ΣΥΝ με τη ΝΔ κατά τα τελευταία χρόνια, δημιούργησε το κλίμα για ιδιόρρυθμες πολιτικές συμπεριφορές όπως αυτή της Ν. Λουλέ.