αεκα.gr


ΑΕΚΑ
Άρθρα

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΙΚΕΣ ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΕΣ Α.Ε.Κ.Α.

Ιούνιος2000

 

Α. ‘Ενας κόσμος που αλλάζει

 

 

Α1. Ο ρόλος της σύγχρονης αριστεράς

 

Ζούμε σε μεταβατική εποχή, σε εποχή ρευστότητας. Οι παλιές βεβαιότητες στις σχέσεις παραγωγής ,στο περιβάλλον εργασίας, στις διεθνείς οικονομικές σχέσεις, στις διεθνείς σχέσεις, μέρα με τη μέρα ανατρέπονται.

Αν το νέο πλαίσιο του καιρού μας σφραγίζεται από τη διάχυση ενός νέου παραγωγικού υποδείγματος εντάσεων πληροφορίας και ευελιξίας, εξίσου σημαντική παράμετρο αποτελούν οι αλλαγές στη διεθνή αγορά, αλλαγές που συνήθως ονομάζουμε παγκοσμιοποίηση. Η διαδικασία της παγκοσμιοποίησης αναφέρεται σε δύο συνυφασμένα φαινόμενα. Πρώτον, στην αύξηση του διεθνούς ανταγωνισμού. Και δεύτερον, στην πρωτοφανή αύξηση της διεθνούς αλληλεξάρτησης.

Η αριστερά της ανανέωσης, ως λιγότερο προσκολλημένη σε δόγματα, βρίσκεται σε καλύτερη θέση προκειμένου να κατανοήσει τις πολυπλοκότητες και τις αντιφάσεις ενός κόσμου που αλλάζει. Η αριστερά της ανανέωσης είναι το αναντικατάστατο ευρηματικό πολιτικό υποκείμενο που έχουν ανάγκη οι ενεργοί πολίτες της εποχής μας. Την έχουν ανάγκη προκειμένου η αποκρυστάλλωση της νέας εποχής να προσλάβει περισσότερο ανθρώπινο πρόσωπο από εκείνο που θα εξασφάλιζαν οι τυφλές και ασυντόνιστες δυνάμεις της αγοράς. Ανθρώπινο πρόσωπο σημαίνει δύο πράγματα: 1) Να ενδυναμωθεί η αυτενέργεια και η δυνατότητα των ανθρώπων, ώστε να κάνουν τη ζωή τους όπως τη θέλουν, 2) να θωρακιστούν οι πλέον ευάλωτες κατηγορίες από τους καταναγκασμούς της ανέχειας και της περιθωριοποίησης, επειδή μία δημιουργική κοινωνία ευκαιριών και ευημερίας δεν μπορεί παρά να είναι μία συνεκτική κοινωνία με αλληλεγγύη και σεβασμό στον άνθρωπο.

 

Α2. Παγκοσμιοποίηση - Διεθνής συνωμοσία ή νέα γη της επαγγελίας;

 

Αν η παγκοσμιοποίηση ήταν η γη της επαγγελίας ή το αντίθετό της, ένας νέος μεσαίωνας, τότε δεν θα υπήρχε κανένα περιθώριο στρατηγικής αντίδρασης και πράξης: οι επιλογές θα ασφυκτιούσαν μεταξύ παθητικής εξύμνησης και εξίσου παθητικής καταγγελίας. Όμως, δεν είναι έτσι τα πράγματα. Υπάρχει περιθώριο ανάληψης πρωτοβουλιών, πεδίο πολιτικής παρέμβασης, για την αντιμετώπιση των πλέον αποσταθεροποιητικών και κοινωνικά επώδυνων πλευρών της διαδικασίας αυτής. Η ισχυρότερη αποσταθεροποιητική επίδραση στην εποχή της παγκοσμιοποίησης προκαλείται από τις βραχυχρόνιες κινήσεις κεφαλαίων διεθνώς. Η πρωτοφανής και ραγδαία αύξηση του όγκου τους έχει δημιουργήσει ευπάθεια,  αστάθεια και αβεβαιότητα που συχνά υποθηκεύουν τα εργαλεία άσκησης πολιτικής και καλλιεργούν μυωπικά βραχείς ορίζοντες στην οικονομία. Όμως, δεν πρόκειται για φαινόμενο εξ ορισμού εκτός ελέγχου. Η αστάθεια του διεθνούς οικονομικού συστήματος μπορεί και πρέπει να αντιμετωπιστεί με συντονισμένες πρωτοβουλίες όπως για παράδειγμα την εφαρμογή του φόρου Tobin και μέτρων ελέγχου των τυφλών και αποσταθεροποιητικών δυνάμεων μιας σπασμωδικής αγοράς.

Στην κατάσταση που είχε παγιωθεί από τον πόλεμο και μετά η Ελλάδα ήταν μία χώρα στην περιφέρεια των βιομηχανικών κολοσσών, καταδικασμένη όπως φαινόταν σε ρόλο κομπάρσου στη διεθνή οικονομική σκηνή. Το ζητούμενο είναι ο ρόλος της στη νέα εποχή - την εποχή της παγκοσμιοποίησης;

 

Α3. Πέντε πεδία δράσης.

Πεδίο Πρώτο: Το άτομο και η κοινωνία

Η παγκοσμιοποίηση απαιτεί ένα κοινωνικό κράτος ενεργό, στο οποίο επιθετικές πολιτικές καθιστούν την κοινωνική προστασία και την κοινωνική συνοχή όπλα στην ενδυνάμωση της ανταγωνιστικότητας. Ένα πραγματικό κοινωνικό κράτος  για να εγγυάται κοινωνικά δικαιώματα και όχι να κατοχυρώνει προνόμια του ενός σε βάρος του άλλου. Ένα κοινωνικό κράτος που θα ενδυναμώνει τη σύνδεση του ατόμου με την κοινωνία και θα στηρίζει μία νέα συλλογικότητα.

 

Πεδίο Δεύτερο: Η κοινωνία και το κράτος.

Η αναποτελεσματικότητα και ο αναχρονισμός του κρατικού μηχανισμού σήμερα είναι εμπόδιο στη σύμπτυξη συλλογικοτήτων και αντί να αποτελεί παράγοντα αλληλεγγύης, το σημερινό κράτος ενισχύει τον ατομικισμό και την ιδιώτευση. Η αναμόρφωση της δημόσιας διοίκησης, άρα έχει πολύ μεγαλύτερη από δημοσιονομική σημασία. Το κράτος δεν πρέπει να συρρικνωθεί ή να καταργηθεί. Αντίθετα, απαιτείται ως ο απαραίτητος δημιουργικός και εφευρετικός πόλος που να ενισχύει τις πρωτοβουλίες της κοινωνίας και των ατόμων αντί να τις καταπνίγει και να τις ποδηγετεί. Το κράτος υπάρχει για την κοινωνία και όχι η κοινωνία για το κράτος.

 

Πεδίο Τρίτο: Το σήμερα και το αύριο

Κάθε γενιά κρίνεται από την κληρονομιά που αφήνει στην επόμενη. Στην οικονομία, δεν είναι θεμιτό να κατοχυρώνουμε τη σημερινή ευημερία σε βάρος του μέλλοντος. Η ανάπτυξη είναι χρέος μας στην επόμενη γενιά, αλλά η χρηματοδότηση της ανάπτυξης πρέπει να βασίζεται σε υγιείς αποταμιευτικές βάσεις. Η σωστή ανάπτυξη του χρηματιστηρίου και των κεφαλαιαγορών εντάσσονται σε αυτό το πεδίο και, δυνητικά, μπορεί να αποτελέσει εξυγιαντικό παράγοντα. Η κληρονομιά των επόμενων γενιών, όμως, περιλαμβάνει κάτι περισσότερο από την εύρωστη οικονομία: Το περιβάλλον, αλλά και ο πολιτισμός αποτελούν κρίκους διασύνδεσής μας με την επόμενη γενιά.

 

Πεδίο Τέταρτο: Η Ελλάδα στην Ευρώπη.

Η Ελλάδα έχει τη δυνατότητα να διεκδικήσει μία προνομιούχο θέση στον ευρωπαϊκό καταμερισμό εργασίας. Η ρευστότητα που υπάρχει σήμερα πρέπει να εκληφθεί κυρίως ως ευκαιρία αναβάθμισης και να μην εκφυλιστεί σε προθάλαμο συστηματικής υστέρησης επιδόσεων. Η επικείμενη διεύρυνση της Ε.Ε. σημαίνει ότι οι εξελίξεις δεν θα μας περιμένουν για πολύ ακόμη….

 

Πεδίο Πέμπτο: Η Ευρώπη στον κόσμο.

Την εποχή της παγκοσμιοποίησης η Ευρώπη ως σύνολο μπορεί να διαδραματίσει πρωταγωνιστικό ρόλο, πολλαπλάσιο αυτού των μεμονωμένων κρατών και κυρίως των μικρότερων. Για να γίνει πραγματικότητα αυτή η δυνατότητα, όμως, απαιτείται από όλα τα κράτη μέλη, συνεχής προσήλωση στην ομοσπονδιακή ευρωπαϊκή ιδέα. Αυτό σημαίνει αναπόφευκτα ότι η επίτευξη των μακροχρόνιων στόχων μπορεί να συνεπάγεται και υποχωρήσεις σε βραχυχρόνιες επιδιώξεις.

 

 

Β. Μια νέα οικονομική πολιτική

 

Β1. Όπως, ήδη, έχουμε τονίσει τα τελευταία δέκα χρόνια άλλαξαν δραστικά οι όροι λειτουργίας της παγκόσμιας οικονομίας. Με την κατάρρευση των καθεστώτων του συστήματος που ιστορικά ονομάστηκε υπαρκτός σοσιαλισμός, επικράτησε, χωρίς κανένα συγκροτημένο αντίπαλο πλέον, ο καπιταλισμός. Η νέα δυναμική που του προσδίδει η παγκοσμιοποίηση των αγορών με την ταχύτατη ανάπτυξη των τεχνολογιών της πληροφορίας και της γνώσης, καθιστά σήμερα αδύνατη σε εθνική κλίμακα, ακόμα και για μεγάλα κράτη, την επιτυχή αντίσταση στους όρους που επιβάλλει. Η αποδυνάμωση της πολιτικής, καθώς αυτή εξακολουθεί σε μεγάλο βαθμό να καθορίζεται από εθνικά συμφέροντα και επομένως να ασκείται με εθνικούς ορίζοντες, αφήνει τις παγκοσμιοποιημένες αγορές να λειτουργούν σχεδόν χωρίς ρυθμίσεις. Αυτή η λειτουργία, ιδίως των αγορών κεφαλαίου, ενέχει μόνιμα σοβαρούς κινδύνους αποσταθεροποίησης όλου του συστήματος. Η αποτροπή μιας παγκόσμιας κρίσης το 1998, μετά τη χρηματοοικονομική κατάρρευση της Νοτιοανατολικής Ασίας και της Ρωσίας, διόλου δεν διασφαλίζει από ισχυρότερους κλονισμούς στο άμεσο μέλλον, που θα μπορούσαν τώρα να προέλθουν από την καρδιά του συστήματος, την υπερβολική άνοδο στα χρηματιστήρια των ΗΠΑ, αλλά και ευρωπαϊκών χωρών. Παράλληλα οξύνει τις ανισότητες στην κατανομή του πλούτου, της απασχόλησης και του εισοδήματος, εκρηκτικά ανάμεσα στις αναπτυγμένες και τις φτωχές χώρες, αλλά, ηπιότερα και στο εσωτερικό των ανεπτυγμένων οικονομιών, όπου λειτουργούν ακόμα οι μηχανισμοί προστασίας του κοινωνικού κράτους.

 

Β2. Η επικίνδυνη αυτή εξέλιξη βρίσκεται σε πρόδηλη αντίθεση με τις καινούργιες δυνατότητες που παρέχει η ανάπτυξη των επιστημών και των νέων τεχνολογιών στο έδαφος της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας. Για πρώτη φορά στην ιστορία των κοινωνιών είναι σήμερα δυνατό να σχεδιασθεί αποτελεσματικά η εξάλειψη της φτώχειας, της πείνας, των επιδημιών, του αναλφαβητισμού, των περιβαλλοντικών καταστροφών, να δημιουργηθούν προϋποθέσεις για την ευημερία όλων των δισεκατομμυρίων των κατοίκων της γης. Η νέα επανάσταση στις τεχνολογίες της πληροφορίας και στη γνώση, μάλιστα, δεν καθιστά ένα τέτοιο δρόμο μόνο δυνατό, τον εμπεριέχει στην εσωτερική της λογική, στην ίδια της τη δυναμική. Γιατί, καθώς η παραγωγική διαδικασία στηρίζεται πλέον ολοένα περισσότερο στη διάδοση των πληροφοριών και της γνώσης, αναιρείται η υλική βάση για τις ιεραρχίες, τους καταμερισμούς εργασίας και τις μονοπωλιακές εξουσίες του παρελθόντος. Για να αρθούν όμως τα ισχυρά εμπόδια που θέτουν επιμέρους εδραιωμένα συμφέροντα σ΄ αυτό το δρόμο, απαιτούνται παρεμβάσεις που θα αποκαταστήσουν το ρόλο της πολιτικής εκεί όπου βρίσκεται και η οικονομία, στο παγκόσμιο επίπεδο, που θα δαμάσουν τη λειτουργία των αγορών και θα ενισχύσουν τη συνεργασία μεταξύ των εθνών. Πρώτος στόχος επομένως των όπου γης αριστερών είναι να δουλέψουν σ΄ αυτή την κατεύθυνση, έχοντας κατά νου την απώτερη ανάγκη να εκφραστούν συλλογικά τα συμφέροντα των δισεκατομμυρίων ανθρώπων που πλήττονται και απειλούνται από τη σημερινή κατάσταση πραγμάτων.

 

Β3. Έργο της Αριστεράς είναι να καταδείξει στην κοινωνία ότι η εθνική περιχαράκωση για την υπεράσπιση του χθες ενάντια στις ισχυρές δυνάμεις της παγκοσμιοποίησης, οδηγεί σε μάχες οπισθοφυλακής, καταδικασμένες να χαθούν. Για όσους ζουν και δρουν στην Ευρώπη, προτεραιότητα έχει η διαμόρφωση μιας ενιαίας πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης για μιαν οικολογικά συμβατή ανάπτυξη και για την απασχόληση, που θα ενισχύει την ανταγωνιστικότητα της ευρωπαϊκής οικονομίας στο σύνολό της, αλλά και το πολιτικό βάρος της ΕΕ για τις παρεμβάσεις που απαιτούνται στην παγκόσμια σκηνή. Μια ενιαία ευρωπαϊκή οικονομική πολιτική, αναγκαίο συμπλήρωμα της Νομισματικής Ένωσης που ήδη πραγματοποιήθηκε, ταυτόχρονα θα αντλεί τους αναγκαίους πόρους για επενδύσεις στην εκπαίδευση, στις νέες τεχνολογίες και στις υποδομές, για την κάλυψη των κοινωνικών αναγκών που πολλαπλασιάζονται με τις ραγδαίες αλλαγές στη διάρθρωση της παραγωγής, καθώς και για τη γενναιόδωρη χρηματοδότηση της διεύρυνσης με πολύ ταχύτερους ρυθμούς προς τις χώρες της Κεντρικής, Ανατολικής και Νοτιοανατολικής Ευρώπης, πολλές από τις οποίες αντιμετωπίζουν σήμερα οξύτατα προβλήματα, μετά την κατάρρευση των προηγούμενων οικονομικών τους δομών. Αυτό σημαίνει τη μεταφορά φορολογικών πόρων από το εθνικό στο ευρωπαϊκό επίπεδο, για να μπορεί να καταρτίζεται ένας επαρκής κοινοτικός προϋπολογισμός, με ευρείες αναδιανεμητικές δυνατότητες και για να μπορεί να εφαρμόζεται μια αποτελεσματική ευρωπαϊκή δημοσιονομική πολιτική. Μπορεί επίσης να σημαίνει την καθιέρωση νέων ενιαίων ευρωπαϊκών φορολογιών, ενός πράσινου φόρου στα καύσιμα, μιας ενιαίας φορολόγησης των χρηματιστηριακών κερδών (προσεκτικής, ώστε να μην οδηγήσει σε φυγή κεφαλαίων, σε σύγκριση όμως με το φορολογικό καθεστώς στις ΗΠΑ υπάρχουν ουσιαστικά περιθώρια), ακόμα και μιας ενιαίας φορολογικής πολιτικής για την εργασία που να αίρει εμπόδια που υφίστανται σήμερα για τη διεύρυνση της απασχόλησης λόγω του υψηλού της κόστους. Η πρόταξη των εθνικών - κρατικών συμφερόντων ακόμα σήμερα, από τις ίδιες τις σοσιαλδημοκρατικές κυβερνήσεις που πλειοψηφούν στην Ευρωπαϊκή Ένωση, έχει οδηγήσει στα ορατά αδιέξοδα που είναι δυνατόν να ξεπερασθούν μόνο σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Οι δυνάμεις της Αριστεράς οφείλουν να πιέσουν τις κυβερνήσεις σ΄ αυτήν την κατεύθυνση και παράλληλα να αγωνισθούν μέσα στις κοινωνίες τους για έναν πιο προωθημένο συντονισμό των συνδικάτων των εργαζομένων σε μια ευρωπαϊκή στρατηγική που θα εκφράζει και τα συμφέροντα των ολοένα πολυπληθέστερων εργαζομένων με άτυπες ή επισφαλείς μορφές απασχόλησης και των ανέργων, για να ανακτήσουν τη διαπραγματευτική τους δύναμη, που έχει υποχωρήσει κατακόρυφα τα τελευταία χρόνια. Αντίστοιχα να αγωνισθούν για το συντονισμό των οργανώσεων των αγορών, στην προοπτική μιας σύγχρονης, ανταγωνιστικής γεωργίας, που θα διεκδικεί επιδοτήσεις, όχι για τη συντήρηση των παρωχημένων και έκδηλα επιβλαβών για τη φύση και την υγεία των καταναλωτών μεθόδων παραγωγής, αλλά και για την οικολογική τους προσαρμογή. Και στο πλαίσιο αυτό να αγωνισθούν για την ανάπτυξη τοπικών πρωτοβουλιών για την οικολογικά συμβατή οικονομική ανάπτυξη και την απασχόληση.

 

Β4. Οι ραγδαίες αλλαγές στην παγκόσμια οικονομία αυτή τη δεκαετία έχουν μεταβάλει δραστικά της συνθήκες ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας και τους όρους για την άσκηση οικονομικής πολιτικής. Σήμερα, μικρές αλλά και μεγαλύτερες οικονομίες με εγγενείς ανισορροπίες, εφόσον βρίσκονται έξω από ευρύτερες ολοκληρώσεις, πληρώνουν πολύ ακριβά την αστάθεια των παγκόσμιων χρηματοοικονομικών αγορών. ‘Εχει, έτσι, επιβεβαιωθεί πέρα από κάθε αμφισβήτηση η ορθότητα της εθνικής επιλογής του 1992, να προσχωρήσει η Ελλάδα στη Συνθήκη του Μάαστριχτ για την ίδρυση της ευρωπαϊκής οικονομικής και νομισματικής ένωσης. Η αναγκαστική πειθαρχία που επέβαλαν τα κριτήρια της ονομαστικής σύγκλισης επέτρεψαν να αποκατασταθεί η μακροοικονομική σταθερότητα, ύστερα από δύο δεκαετίες υψηλού πληθωρισμού, μεγάλων ελλειμμάτων και διογκούμενου δημόσιου χρέους, η οποία με τη σειρά της καθιστά πλέον διατηρήσιμους ρυθμούς μεγέθυνσης του ΑΕΠ πάνω από 3%. Στη μεγέθυνση αυτή σημαντική είναι η συμβολή των ευρωπαϊκών πόρων του Κοινοτικού Πλαισίου Στήριξης των Κοινοτικών Πρωτοβουλιών και του Ταμείου Συνοχής, που επίσης άμβλυναν σε μεγάλα βαθμό το κοινωνικό κόστος της μακροοικονομικής προσαρμογής. Τα τελευταία πέντε χρόνια στάθηκε δυνατό να προχωρήσει η προσαρμογή χωρίς νέες μειώσεις στους μισθούς, τις συντάξεις και τις δημόσιες κοινωνικές δαπάνες (αντίθετα με κάποιες, αλλού μεγαλύτερες και αλλού μικρές αυξήσεις), με τη συνεχιζόμενη στήριξη των αγροτικών εισοδημάτων, με σημαντική αύξηση των επενδύσεων και με περιορισμένη άνοδο της ανεργίας. Η ένταξη στο ευρώ το 2001 φαίνεται σχεδόν βέβαιη.

 

Β5. Η πολιτική που καθόρισε αυτή την πορεία, στηρίχθηκε σε δύο άξονες: στο βαθμιαίο άνοιγμα και απελευθέρωση των αγορών και σε μια ατελή προσπάθεια εξυγίανσης των οικονομικών του δημόσιου τομέα με την αύξηση των εσόδων (διεύρυνση της φορολογικής βάσης, βελτίωση των μηχανισμών σύλληψης της φοροδιαφυγής, ιδιωτικοποιήσεις και μετοχοποιήσεις δημοσίων επιχειρήσεων) και με τη συγκράτηση των δαπανών. Σε συνδυασμό οι δύο αυτές επιλογές άρχισαν να μειώνουν το ρόλο του κράτους στην οικονομία που είχε υπάρξει καθοριστικός όλη τη μεταπολεμική περίοδο. Και συνέτειναν στην ισχυρή ανάπτυξη ιδιωτικών επιχειρηματικών δραστηριοτήτων, κατά πρώτο λόγο στο χρηματοοικονομικό τομέα (τράπεζες), στις τηλεπικοινωνίες και την πληροφορική, αλλά και σε μια σειρά κλάδους της μεταποίησης και στις κατασκευές. Κορυφαία εκδήλωση αυτής της εξέλιξης είναι η πρωτοφανής άνοδος του χρηματιστηρίου, από το οποίο αντλήθηκαν πόροι για την ανάπτυξη αυτή (περίπου 3 τρις. δραχμές το 1999) αλλά που συμπαρασύρει τους τελευταίους μήνες στο παιχνίδι του βραχυπρόθεσμου και ευκαιριακού κέρδους, με όλους τους κινδύνους που αυτό συνεπάγεται, εκατοντάδες χιλιάδες μικρούς επενδυτές, οι οποίοι, ως άτομα, μέσα από αυτό το δρόμο, αισθάνονται να γίνονται τώρα κατά κάποιον τρόπο συμμέτοχοι στην καπιταλιστική ανάπτυξη. Όμως η βαθμιαία απόσυρση της κρατικής προστατευτικής ομπρέλας, ο αναγκαστικός φραγμός στις προσλήψεις στο δημόσιο και στις κρατικές επιδοτήσεις, βιώθηκε ιδιαίτερα επώδυνα από εκείνες τις κοινωνικές κατηγορίες που δύσκολα μπορούσαν να αντεπεξέλθουν σε ανταγωνιστικές συνθήκες αγοράς. Παράλληλα αποκαλύφθηκε η έλλειψη αυτόνομων φορέων εκπροσώπησης συλλογικών συμφερόντων, ικανών να διαπραγματευθούν αποτελεσματικά τις κοινωνικά αναγκαίες διαρθρωτικές αλλαγές, καθώς οι φορείς που κατ΄ όνομα εκπροσωπούν τους εργαζομένους, τους δημόσιους υπαλλήλους, τους αγρότες, κλπ είχαν τη δεκαετία του ’80 σε τέτοιο βαθμό συνταυτισθεί με την τότε κρατική και κομματική πολιτική, που να αδυνατούν σήμερα να προωθήσουν το εύρος των συμφερόντων που από τη θέση τους όφειλαν να εκφράζουν. Αποκαλύφθηκε συνακόλουθα ο κατακερματισμός των συμφερόντων, η παντελής απουσία εκπροσώπησης των πιο αδύναμων κοινωνικών κατηγοριών, των ανέργων και των περιστασιακά απασχολουμένων, των πάνω από μισό εκατομμύριο μεταναστών εργατών στη χώρα μας, ο πολύ χαμηλός βαθμός κοινωνικής αλληλεγγύης. Οι αγώνες που αναπτύχθηκαν, μερικές φορές με ιδιαίτερο δυναμισμό, στη διάρκεια αυτής της δεκαετίας, όλοι, λίγο ως πολύ, με την υποστήριξη των κομμάτων της Αριστεράς, αλλά και της Νέας Δημοκρατίας, αποσκοπούσαν στην υπεράσπιση κεκτημένων επιμέρους συμφερόντων της την απόσπαση περισσότερων κρατικών πόρων για τα συμφέροντα αυτά, χωρίς να καταστεί δυνατή μια πραγματική προωθητική τους άρθρωση με τις ευρύτερες ανάγκες της κοινωνίας. Στον δημόσιο τομέα, οι πελατειακές συναλλαγές και οι παραοικονομικές δραστηριότητες των ίδιων των λειτουργών του, πολιτικών και τεχνοκρατών, δεν σταμάτησαν. Επιμέρους βελτιώσεις επιχειρήθηκαν, προωθούνται. Αλλά η προγραμματική ανεπάρκεια της κυβερνητικής πολιτικής σε συνδυασμό με όλες αυτές τις κοινωνικές και πολιτικές πρακτικές, ματαίωσε τις αναγκαίες μεγάλες μεταρρυθμίσεις στη δημόσια διοίκηση, υγεία και παιδεία, στις συγκοινωνίες και τις μεταφορές, που θα αναβάθμιζαν ουσιαστικά τα συλλογικά αγαθά που παρέχει το κράτος σε όλους τους πολίτες, ανάμεσα σ΄ αυτά και το περιβάλλον. Ο εκσυγχρονισμός και η ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας έχει αφεθεί κατά κύριο λόγο στις δυνάμεις της αγοράς, με το κράτος σε έναν επικουρικό ρόλο: την όχι πάντοτε αποδοτική διανομή μεγάλου μέρους των κοινοτικών πόρων, την αναπαραγωγή των αναγκαίων αλλά ανεπαρκών υπηρεσιών του, την ελλιπή κάλυψη κάποιων από τις πιο οξυμένες ανάγκες των κοινωνικά ασθενέστερων.

 

Β6. Σ΄ αυτές τις συνθήκες βασικές επιδιώξεις ενός αριστερού κόμματος δεν μπορεί παρά να είναι η συλλογική έκφραση των συμφερόντων των εργαζομένων, με ιδιαίτερο βάρος στις ασθενέστερες και πολυπληθείς κατηγορίες που δεν έχουν σχεδόν καθόλου εκπροσώπηση: χαμηλόμισθοι εργάτες, περιστασιακά απασχολούμενοι, άνεργοι, μετανάστες, και στην αναβάθμιση των συλλογικών αγαθών: υγεία, παιδεία, περιβάλλον, με επανενεργοποίηση της κοινωνικής αλληλεγγύης, έχοντας σαν στόχο ανάπτυξη που θα περιορίζει αντί να εντείνει τις ανισότητες, δημιουργώντας ευκαιρίες για όλους και θα βελτιώνει την ποιότητα των παρεχόμενων αγαθών.

Προγραμματικοί στόχοι - κλειδιά που υπηρετούν τις βασικές αυτές επιδιώξεις είναι:

-         Μια ριζική φορολογική μεταρρύθμιση που θα υπάγει όλα τα ατομικά εισοδήματα από μισθούς, επαγγελματικές αμοιβές, επιχειρηματική δραστηριότητα, ενοίκια αλλά και από τόκους, μερίσματα, χρηματιστηριακά κέρδη, σε μιαν ενιαία, προοδευτική, αλλά πολύ ευρύτερη από τη σημερινή, φορολογική κλίμακα. Με τον τρόπο αυτό θα προκύψει μια ουσιαστική ελάφρυνση για τα εισοδήματα από εργασία και μία επιβάρυνση στα εισοδήματα από κεφάλαιο. Συνολικά όμως θα αυξηθούν τα δημόσια έσοδα, αφού θα υπαχθούν στην προοδευτική φορολόγηση τα εισοδήματα από κεφάλαιο, που σήμερα είτε φορολογούνται ανεξαρτήτως ύψους, με ένα χαμηλό ενιαίο συντελεστή μέχρι 15%, είτε παραμένουν εντελώς αφορολόγητα.

-         Η προώθηση του 35ωρου εργασίας στον δημόσιο και στον ιδιωτικό τομέα

-         Μια μεταρρύθμιση στην αγορά εργασίας που θα αναγνωρίζει και θα κατοχυρώνει  όλες τις άτυπες και ευέλικτες μορφές απασχόλησης, αντί να τις ξορκίζει στην παραοικονομία, αφήνοντας εκατοντάδες χιλιάδες εργαζόμενους χωρίς ασφαλιστική κάλυψη και νομική προστασία. Η υπεράσπιση των δικαιωμάτων των εργαζομένων δεν γίνεται αποτελεσματικά με άκαμπτους νόμους, που έτσι κι αλλιώς παρακάμπτονται τελικά από την αγορά, αλλά με την ενίσχυση της διαπραγματευτικής τους δύναμης στον τόπο δουλειάς, στον κλάδο, στην χώρα. Αλλά αυτό προϋποθέτει την αποκόλληση από τις παγιωμένες πρακτικές του κρατικού συνδικαλισμού, την αναζήτηση αποτελεσματικών μορφών οργάνωσης και δράσης. Η νομιμοποίηση των μεταναστών, που είναι ανάγκη να επιταχυνθεί και να ολοκληρωθεί, μην αφήνοντας κανέναν απ΄έξω, απαιτεί τη διεύρυνση και την αναδιάρθρωση των συλλογικών διαπραγματεύσεων και συμβάσεων με την συμμετοχή τους.

-         Η συνολική μεταρρύθμιση του κοινωνικοασφαλιστικού συστήματος με την προσθήκη της ασφάλισης όλων των μεταναστών και των απασχολουμένων σε άτυπες μορφές, που αφήνει περιθώρια για τη μείωση των υψηλών ασφαλιστικών εισφορών στην παρούσα φάση, διευκολύνοντας τη διεύρυνση της απασχόλησης.

-         Η κινητοποίηση των δυνάμεων της τοπικής αυτοδιοίκησης Α΄ και Β΄ βαθμού και των παραγωγικών οργανώσεων (επιχειρήσεων, εργαζομένων, αγροτών, επαγγελματιών) για το Γ΄ Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης και τις Κοινοτικές Πρωτοβουλίες. Το βασικό σχέδιο έχει ήδη καταρτισθεί από την κυβέρνηση, με ελάχιστη συμμετοχή άλλων φορέων, οπότε τα περιθώρια για αλλαγές μέχρι την τελική έγκρισή του από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή την άνοιξη του 2000 είναι μικρά. Παρ΄όλα αυτά η ενεργός συμμετοχή, έστω και σ΄ αυτή τη φάση, των τοπικών κοινωνιών στην εξειδίκευση των δράσεων μπορεί να βελτιώσει σημαντικά το αναπτυξιακό αποτέλεσμα. Και στην ίδια λογική, μονιμότερα, η ενίσχυση τοπικών πρωτοβουλιών για την ανάπτυξη και τη διεύρυνση της απασχόλησης με οικολογικά κριτήρια, για την ανταγωνιστική παραγωγή προϊόντων και υπηρεσιών, η ενίσχυση της αυτό-οργάνωσης και της συνεργασίας.

-         Η κινητοποίηση των εργαζομένων στους οργανισμούς και τις επιχειρήσεις του δημόσιου τομέα, στα σχολεία, τα εκπαιδευτικά ιδρύματα, τα νοσοκομεία, τις διοικητικές υπηρεσίες, για την καταπολέμηση της γραφειοκρατίας, για τη βελτίωση της οικονομικής αποδοτικότητας των μονάδων τους, για τη βελτίωση της ποιότητας των υπηρεσιών που παράγουν, για τη συμμετοχή τους στη λήψη των αποφάσεων που αφορούν τη δουλειά τους, για να γίνει η δουλειά τους πιο δημιουργική και πιο ικανοποιητική για τους ίδιους. Μια τέτοια κινητοποίηση είναι ένα καλό βήμα για να ξεκινήσουν οι αναγκαίες μεταρρυθμίσεις, που ως τώρα έχουν αποτύχει από τα πάνω.

-         Η κινητοποίηση των εργαζομένων στις μεγάλες μονάδες του ιδιωτικού τομέα για καλύτερη πληροφόρηση και διαφάνεια, για την μετεκπαίδευσή τους σε νέες τεχνολογίες, για την παραγωγική επέκταση και την αύξηση της απασχόλησης, όπου αυτό φαίνεται δυνατό.

-         Η απαίτηση ο κρατικός προϋπολογισμός να κατατίθεται ως σχέδιο από την κυβέρνηση στη Βουλή, ώστε να μπορούν να συζητούνται και να τροποποιούνται τα διάφορα κονδύλια, να μεταφέρονται δαπάνες από έναν τομέα σε άλλον, ή να προστίθενται δαπάνες εφόσον προβλεφθούν αντίστοιχα πρόσθετα έσοδα, όπως συμβαίνει στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες. Έτσι τα κόμματα και οι βουλευτές θα μπορούν να συμμετέχουν στην τελική διαμόρφωση του προϋπολογισμού. Καθώς το βάρος της εξυπηρέτησης του χρέους στον προϋπολογισμό μειώνεται μετά την είσοδο μας στην ΟΝΕ, θα υπάρχουν τα περιθώρια για μια πολύ πιο προωθημένη ανακατανομή πόρων υπέρ των συλλογικών αγαθών και των κοινωνικά ασθενέστερων, και από την κεντρική διοίκηση στην τοπική αυτοδιοίκηση. Με την αναγκαία φορολογική μεταρρύθμιση τα περιθώρια γίνονται ευρύτερα. Για την καλύτερη ικανοποίηση των κοινωνικών αναγκών δεν φτάνει μόνο η αύξηση κονδυλίων αλλά απαιτείται η βελτίωση της ποιότητας των παρεχόμενων αγαθών και υπηρεσιών. Χρειάζεται κινητοποίηση για κοινωνικές αλλαγές.

 

Β7. Κρίσιμο στοιχείο μιας νέας οικονομικής πολιτικής είναι η γεωργία, η οποία βρίσκεται μπροστά σε καθοριστικής σημασίας εξελίξεις τόσο σε ευρωπαϊκό, όσο και σε παγκόσμιο επίπεδο. Η νέα μεταρρύθμιση της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής, που συνοδεύεται από σημαντικές αλλαγές στον χαρακτήρα της Κ.Α.Π. και στους τρόπους χρηματοδότησης της γεωργίας συνυπάρχει πλέον σε εθνικό επίπεδο με τις μεγάλες καθυστερήσεις που έχουν σημειωθεί στον αγροτικό μας τομέα. Τα επόμενα χρόνια, η ελληνική γεωργία, θα πρέπει όχι μόνο να επιβιώσει αλλά και να αναπτυχθεί σε ένα νέο περιβάλλον. Το άνοιγμα των αγορών, η όξυνση του ανταγωνισμού και η σταδιακή μείωση της στήριξης των αγροτικών προϊόντων είναι πλέον γεγονότα, όπως γεγονός είναι επίσης η διαμόρφωση των νέων καταναλωτικών προτύπων αλλά και η εμφάνιση νέων αγορών. Το ερώτημα το οποίο τίθεται είναι «πως αντιμετωπίζεται η νέα αυτή κατάσταση». Η λύση δεν βρίσκεται σε προσπάθειες συντήρησης πολιτικών που εκ των πραγμάτων αποδεικνύονται αναποτελεσματικές για την αντιμετώπιση της νέας πραγματικότητας. Το μέλλον της ελληνικής γεωργίας και η σχετική της θέση στην ευρωπαϊκή και τη διεθνή αγορά εξαρτώνται καθοριστικά από την μεταρρύθμιση της με στόχο την προσαρμογή της στις νέες συνθήκες ανταγωνισμού που διαμορφώνονται.

 

Στην προηγούμενη χρονική περίοδο, από το 1981 και μετά, ο αγροτικός τομέας της οικονομίας, απορρόφησε σημαντικά κονδύλια από τα κοινοτικά ταμεία χωρίς όμως να μπορέσει να αναστρέψει τα ελλείμματα και τις διαρθρωτικές του αδυναμίες. Το γεωργικό εισόδημα εξακολουθεί να διαμορφώνεται κατά 45% από τις επιδοτήσεις και τους προστατευτικούς μηχανισμούς της Κ.Α.Π. Η διάθεση των αγροτικών μας προϊόντων, οι επενδύσεις στον πρωτογενή τομέα, το ελλειμματικό εμπορικό ισοζύγιο, η σταδιακή συρρίκνωση του αγροτικού πληθυσμού εξακολουθούν να αποτελούν –σχεδόν 20 χρόνια μετά την ένταξη της χώρας στην Ε.Ο.Κ.- τα κυρίαρχα προβλήματα του χώρου. Οι προεκλογικές εξαγγελίες, όλων των κυβερνήσεων, για τον θεσμικό εκσυγχρονισμό του αγροτικού τομέα παραμένουν υποσχέσεις και οι όποιες νομοθετικές προσπάθειες καταβλήθηκαν την τελευταία τριετία αποτελούν ουσιαστικά ανολοκλήρωτες προτάσεις. Κάθε φορά που έρχεται νομοσχέδιο του Υπουργείου Γεωργίας για ψήφιση στη Βουλή επιβεβαιώνει αφετηριακές πολιτικές επιλογές της ανανεωτικής αριστεράς για τον αγροτικό τομέα (φορολόγηση αγροτικού εισοδήματος, δημιουργία Ταμείου Συντάξεως των Αγροτών, δημιουργία Μητρώου Αγροτών, νόμος για την θέσπιση κινήτρων για τους Νέους Αγρότες, δημιουργία Τράπεζας Γης, Οργανισμοί Διεπαγγελματικής Συνεργασίας). Όμως, η πρόχειρη νομική τους έκφραση καθώς και ο τρόπος εφαρμογής τους τις καθιστά ουσιαστικά χωρίς περιεχόμενο.

 

Στα πλαίσια της νέας Κοινής Αγροτικής Πολιτικής, αποφασίστηκε η ανάπτυξη  συνεκτικής πολιτικής για την ύπαιθρο. Θα πρέπει λοιπόν, να ενισχυθεί ο πολυλειτουργικός ρόλος της γεωργίας ως τομέας που έχει κυρίαρχο ρόλο στην ανάπτυξη και την κοινωνικο-οικονομική συνοχή της υπαίθρου, στην απασχόληση και στην διατήρηση του περιβάλλοντος. Στα πλαίσια της νέας πολιτικής η Επιτροπή θέτει σειρά στόχων για την ΚΑΠ: ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας, ασφάλεια και ποιότητα των ειδών διατροφής, εξασφάλιση επαρκούς βιοτικού επιπέδου και σταθεροποίηση του αγροτικού εισοδήματος, ενσωμάτωση στην ΚΑΠ των περιβαλλοντικών στόχων, δημιουργία εναλλακτικών μορφών απασχόλησης για τους αγρότες και απλοποίηση της κοινοτικής νομοθεσίας και ζητήματα περιβαλλοντικής προστασίας. Είναι όμως βέβαιο ότι χωρίς μια οικονομικά ισχυρή, ζωντανή και ελκυστική ύπαιθρο, με ισόρροπη ανάπτυξη των τοπικών κοινωνιών, διατήρηση του πληθυσμού και με προσέγγιση εισοδημάτων και τρόπου ζωής των κατοίκων της υπαίθρου και των πόλεων, ούτε ανάπτυξη ούτε ανταγωνιστικότητα πρόκειται να επιτευχθεί. 

 

Θα πρέπει να σχεδιαστεί συγκεκριμένη Εθνική Πολιτική σε ζητήματα στρατηγικής για την ύπαιθρο που θα λειτουργούν ταυτόχρονα και στην κατεύθυνση της ανάπτυξης της γεωργίας. Είναι επιτακτική η ανάγκη εσωτερικού διαλόγου για την ιεράρχηση των ελληνικών προτεραιοτήτων που θα παίρνει υπ’ όψη την νέα ισχυροποιημένη θέση των Φορέων της Περιφέρειας και τον ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο τους στον σχεδιασμό. Η ανάπτυξη του αγροτικού τομέα πρέπει να αντιμετωπιστεί ως κύριο συστατικό στοιχείο της ανάπτυξης της υπαίθρου και ο πρώτος στόχος που πρέπει να τεθεί είναι η άρση των ανεπαρκειών, αδυναμιών και καθυστερήσεων που εντοπίζονται τόσο σε διαρθρωτικό όσο και σε θεσμικό επίπεδο. Η αύξηση της ανταγωνιστικότητας των αγροτικών προϊόντων μπορεί και πρέπει να πραγματοποιηθεί, χωρίς να καταργηθεί η στήριξη της γεωργίας, με σεβασμό στο περιβάλλον και την αειφορία.

 

 

Γ.Κοινωνική πολιτική

 

Γ1. Η επιτακτικότητα της μεταρρύθμισης

 

Το κοινωνικό κράτος αποτελεί για την Αριστερά ένα κρίσιμο πεδίο προγραμματικής και πολιτικής αντιπαράθεσης. Αυτό είναι φυσικό: όχι μόνο επειδή οι θεσμοί του είναι συχνά αποφασιστικοί για την προστασία του εισοδήματος κοινωνικών ομάδων που η Αριστερά θέλει να εκφράζει, αλλά και επειδή η ίδια η Αριστερά έχει διαδραματίσει ενεργό ρόλο στους αγώνες που οδήγησαν στη δημιουργία και επέκτασή του. Κοιτάζοντας προς τα πίσω, η έμπρακτη εκδήλωση της κοινωνικής αλληλεγγύης και η ιστορική απαίτηση μιας δικαιότερης κοινωνίας είναι αποτυπωμένες στους θεσμούς του κοινωνικού κράτους. Κοιτάζοντας προς τα εμπρός, η «στρατηγική της ισότητας» της Αριστεράς (ισότητας ευκαιριών και δικαιωμάτων) δεν μπορεί παρά να έχει προνομιακό σημείο εκκίνησης το κοινωνικό κράτος. Σήμερα που το κοινωνικό κράτος δέχεται ιδεολογική και πολιτική επίθεση, η Αριστερά οφείλει να το υπερασπίζεται, υπογραμμίζοντας την «κατευναστική» του επίδραση στις οξείες εντάσεις που γεννά η εξέλιξη της κοινωνίας.

Ωστόσο, το κοινωνικό κράτος στην Ελλάδα δεν φέρνει μόνο τα σημάδια των αγώνων της Αριστεράς. Φέρνει επίσης τα σημάδια της συνεπούς επιδίωξης αυταρχικών κυβερνήσεων να χρησιμοποιήσουν την πατερναλιστική και επιλεκτική διανομή κοινωνικών παροχών ως αντιστάθμισμα των πολιτικών διακρίσεων. Φέρνει τέλος τα σημάδια μιας συγκεκριμένης «επεκτατικής» πολιτικής που δεν εντάχθηκε ποτέ σε ένα σχέδιο μεταρρυθμίσεων μακράς πνοής και για αυτό γρήγορα κατέληξε να εντείνει τα πελατειακά χαρακτηριστικά και τις στρεβλώσεις του συστήματος που είχε κληρονομήσει.

Το ιδιόμορφο αποτέλεσμα αυτής της αντιφατικής διαδικασίας γέννησης και ωρίμανσης του κοινωνικού κράτους στην Ελλάδα είναι φανερό στις σημερινές του ανισορροπίες. Το σύστημα κοινωνικής προστασίας είναι αρκετά γενναιόδωρο ως προς τις συντάξεις, αλλά απέχει σχεδόν ολοκληρωτικά από την κάλυψη σύγχρονων αναγκών, όπως η αντιμετώπιση της μακρόχρονης ανεργίας ή της φτώχειας. Στο εσωτερικό του συστήματος συντάξεων, χάρη στο θεσμικό κατακερματισμό του, επικρατούν σημαντικές ανισότητες μεταξύ όσων ανήκουν στον «προστατευμένο τομέα» (σταθερή απασχόληση στην επίσημη οικονομία, προστατευμένες θέσεις εργασίας, μεγάλο ποσοστό συμμετοχής στα εργατικά συνδικάτα) και όσων βρίσκονται «απ΄ έξω» (μακροχρόνια άνεργοι, εργαζόμενοι σε άτυπες μορφές απασχόλησης μερικής ή εποχιακής βάσης, το εργατικό δυναμικό της παραοικονομίας). Η κατάληξη των ανισορροπιών του συστήματος είναι από τη μια η γενναία επιδότηση των ομάδων υψηλού εισοδήματος από το κοινωνικό σύνολο και από την άλλη η αποτυχία του να εξασφαλίσει ένα αποδεκτό επίπεδο διαβίωσης στα ασθενέστερα στρώματα.

Η επιτακτικότητα της μεταρρύθμισης για την Αριστερά απορρέει κυρίως από την ανάγκη διόρθωσης των αδικιών και ανισοτήτων που το κοινωνικό κράτος γεννά ή αποτυγχάνει να εμποδίσει. Η κρίση χρηματοδότησης είναι επίσης μία σοβαρή πλευρά του ζητήματος, αλλά και αυτή αποτελεί πρωτίστως ένα πρόβλημα κοινωνικής δικαιοσύνης και διανομής πόρων μεταξύ της σημερινής γενιάς και όλων των επομένων: δηλ. ένα πρόβλημα αλληλεγγύης των γενεών.

 

Γ2. Η πολιτική της κυβέρνησης

 

Παρά τα θετικά δείγματα, καθώς και το γεγονός ότι η κοινωνική δαπάνη τα τελευταία χρόνια αυξάνεται ταχύτερα από τον πληθωρισμό, η κυβερνητική πολιτική ήταν κατώτερη των μεταρρυθμιστικών προσδοκιών της Αριστεράς και των αναγκών της συγκυρίας.

Ο νόμος για την υγεία του 1997 δεν περιόρισε τη δυσαρέσκεια των πολιτών από την ποιότητα των υπηρεσιών του ΕΣΥ, την κακοδιοίκηση και τη σπατάλη, ούτε τα εκφυλιστικά φαινόμενα εμπορευματοποίησης της περίθαλψης μέσα στα δημόσια νοσοκομεία. Οι διατάξεις του νόμου για την επέκταση στην πρωτοβάθμια περίθαλψη αποδείχθηκαν ανεφάρμοστες και έμειναν κενό γράμμα.

Λιγότερο θεαματική, αλλά περισσότερο κρίσιμη υπήρξε η υποχώρηση της κυβέρνησης από τη συνταξιοδοτική μεταρρύθμιση που η ίδια είχε εξαγγείλει. Η κυβέρνηση επέλεξε όχι την ανοιχτή δημόσια συζήτηση γύρω από τις διαθέσιμες επιλογές, αλλά την αναδίπλωση και τη μετάθεση του ζητήματος για το μέλλον. Πρόκειται για μία στρατηγική μυωπική, αφού παραβλέπει την κρισιμότητα της εξασφάλισης κοινωνικής συναίνεσης γύρω από ένα πειστικό και συνεκτικό σχέδιο μεταρρύθμισης, υποσκάπτοντας έτσι τις ίδιες τις πιθανότητες επιτυχίας του.

Οι κυβερνήσεις Σημίτη από το 1996 έως σήμερα έδωσαν μερικά δείγματα στροφής της κοινωνικής πολιτικής στην κατεύθυνσή της (περιορισμένης) μείωσης των ανισορροπιών του συστήματος: Πιο συγκεκριμένα: Η θεσμοθέτηση του Επιδόματος Κοινωνικής Αλληλεγγύης Συνταξιούχων και η σταδιακή αύξησή του βελτίωσαν το εισόδημα των χαμηλοσυνταξιούχων πιο αποτελεσματικά από το προηγούμενο σύστημα της σύνδεσης των κατώτατων συντάξεων με το ημερομίσθιο του ανειδίκευτου εργάτη.

Η μετεξέλιξη του ΟΓΑ σε ταμείο κύριας ασφάλισης (παλαιά ιδέα της Αριστεράς) θέτει τέρμα στο χωριστό καθεστώς των αγροτών και τις χαμηλότερες παροχές που αυτό έδινε, επεκτείνοντας την κοινωνική ασφάλιση σε όλες τις επαγγελματικές κατηγορίες.

Η εφαρμογή του προγράμματος «Βοήθεια στο Σπίτι» έδωσε ενθαρρυντικά αποτελέσματα. Παραμένει, όμως, ακόμα σε πειραματικό επίπεδο.

Η αύξηση του ποσού κατά της διάρκειας καταβολής του επιδόματος 3ου παιδιού περιόρισε κάπως τα μεγάλα κενά της κοινωνικής προστασίας στο πεδίο της οικογενειακής πολιτικής. Όμως, η κινητήρια δύναμη της κρατικής παρέμβασης δείχνει να παραμένει μία φυλετική και αντιδραστική αντίληψη περί «δημογραφικού κινδύνου», και λιγότερο η κοινωνικοποίηση της ανατροφής των παιδιών δια της συμμετοχής της πολιτείας στο κόστος.

 

Γ3. Τι πρέπει να αποφεύγει η Αριστερά.

 

Η Αριστερά δεν πρέπει να παραβλέπει τις ανισορροπίες που χαρακτηρίζουν το σύστημα κοινωνικής προστασίας στη χώρα μας. Η διατήρηση των συνταξιοδοτικών προνομίων που απολαμβάνουν κάποιες κοινωνικές ομάδες καταδικάζει άλλες κοινωνικές ομάδες σε παροχές φτώχειας ή τις αποκλείει εντελώς από το σύστημα. Η παραγνώριση του ιστορικού αιτήματος της ριζικής μεταρρύθμισης του κράτους πελατειακών παροχών και οικοδόμησης ενός σύγχρονου κοινωνικού κράτους, αποκαλύπτει ένα βαθύ συντηρητισμό.

Ο ανασχεδιασμός ειδικά του συστήματος των συντάξεων είναι αναπόφευκτος: από τη μια το σύστημα δεν είναι βιώσιμο στη σημερινό του μορφή, ενώ από την άλλη η μεταρρύθμιση είναι αναγκαία για τη διόρθωση ανισοτήτων που αδυνατεί να αντιμετωπίσει και εν μέρει το ίδιο προκαλεί.

 

Γ4. Η πρόταση μας

 

Η πρόταση μας συνοψίζεται στη δράση: ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο για ένα ανανεωμένο κοινωνικό κράτος στον 21ο αιώνα. Τα θεμέλια της πρότασης είναι δύο: η αναγνώριση των κοινωνικών δικαιωμάτων του πολίτη και η επαναδιατύπωση του ρόλου της κοινωνικής ασφάλισης.

 

·        Κοινωνικά δικαιώματα του πολίτη.

 

Το όραμα της Αριστεράς είναι ένα σύστημα κοινωνικής προστασίας που υπερβαίνει την κοινωνική ασφάλιση, αφού εγγυάται μία βασική δέσμη παροχών και υπηρεσιών με τη μορφή κοινωνικών δικαιωμάτων του πολίτη, όχι ασφαλιστικών δικαιωμάτων των εργαζομένων και των οικογενειών τους.

Τα κοινωνικά δικαιώματα του πολίτη σήμερα περιορίζονται στη δωρεάν εκπαίδευση και τη δωρεάν πρόσβαση σε κρατικές υπηρεσίες υγείας, αφού μόνο αυτά είναι ανεξάρτητα από την επαγγελματική ιδιότητα του δικαιούχου, την ασφάλιση σε κάποιο ταμείο και τη συμπλήρωση του αναγκαίου αριθμού ενσήμων.

Μία διευρυμένη «χάρτα κοινωνικών δικαιωμάτων του πολίτη» οφείλει να συμπεριλαμβάνει την επιδότηση ή επαγγελματική κατάρτιση όλων των ανέργων, τη στεγαστική ενίσχυση όλων των νέων ζευγαριών ανάλογα με τις ανάγκες τους, την εξασφάλιση θέσεων σε βρεφονηπιακούς σταθμούς για τα παιδιά όλων των γυναικών που εργάζονται ή θα ήθελαν να εργαστούν, μία βασική σύνταξη σε όλους τους ηλικιωμένους - καθώς και τη θεσμοθέτηση στη χώρα μας (μόνη χώρα στην Ε.Ε. που δεν το έχει  θεσμοθετήσει ακόμη) ενός «ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος» για όσους δεν μπορούν να εργαστούν λόγω ανεργίας ή αναπηρίας και δεν διαθέτουν άλλους πόρους που να εξασφαλίζουν ένα ελάχιστον επίπεδο διαβίωσης.

 

 

·        Επαναδιατύπωση του ρόλου της κοινωνικής ασφάλισης.

 

Η χρηματοδότηση της παραπάνω βασικής δέσμης παροχής δεν μπορεί να γίνει από εισφορές κοινωνικής ασφάλισης, ούτε οι δικαιούχοι πρέπει να περιορίζονται σε ασφαλισμένους των ταμείων με τον απαιτούμενο αριθμό ενσήμων. Βασικές παροχές σε όλους του πολίτες μπορούν να χρηματοδοτούνται μόνο από τη γενική φορολογία. Αυτό επιβάλει επανεξέταση της κοινωνικής αποτελεσματικότητας της κρατικής δαπάνης, μεταξύ άλλων και των ποσών τα οποία σήμερα μεταφέρονται από τον κρατικό προϋπολογισμό στα ταμεία ασφάλισης.

Η κρατική ενίσχυση της κοινωνικής ασφάλισης (1.360 δις δρχ. ή 3,8% του ΑΕΠ το 1998) και άνισα κατανέμεται και χρηματοδοτεί λειτουργίες που τα ταμεία δεν είναι ούτως ή άλλως σε θέση να επιτελέσουν με επιτυχία. Η κατάργηση της κρατικής ενίσχυσης των ταμείων και η ταυτόχρονη ίδρυση ενός Ταμείου Κοινωνικής Πολιτικής το οποίο «προικοδοτείται» με τους πόρους αυτούς θα επιτρέψει τη συστηματική αντιμετώπιση «μη ασφαλίσιμων» κοινωνικών κινδύνων, όπως της ανεργίας, της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού. Σημαντικό μέρος των πόρων του Ταμείου θα διοχετεύεται στη χρηματοδότηση μιας Εθνικής Σύνταξης με ενιαία κριτήρια η οποία θα συμπληρώνει τις αναγκαστικά μειωμένες συντάξεις που θα χορηγούν τα ταμεία με αποκλειστικά δικούς τους πόρους.

Η κατάργηση της κρατικής ενίσχυσης θα διευκολύνει την απεξάρτηση των ταμείων από το κράτος, την αποκατάσταση της αυτονομίας τους, καθώς και την εμφάνιση ενός αυθεντικού συστήματος κοινωνικής ασφάλισης: διοικήσεις των ταμείων που αντιπροσωπεύουν τους ασφαλισμένους και λογοδοτούν σε αυτούς, μεγαλύτερα περιθώρια χειρισμών σε θέματα πολιτικής των ταμείων, περιορισμός του κράτους σε ένα ρυθμιστικό ρόλο καθορισμού του πλαισίου λειτουργίας του συστήματος.

 

Γ5. Η αλλαγή του συσχετισμού δυνάμεων.

 

Το κύριο πρόβλημα της μετάβασης από το σημερινό πελατειακό κράτος παροχών προς ένα σύγχρονο, δίκαιο και βιώσιμο κοινωνικό κράτος δεν είναι τόσο το δημοσιονομικό κόστος της μεταρρύθμισης, όσο η πολύπλευρη κρίση προγράμματος, αλλά και αντιπροσωπευτικότητας βασικών πολιτικών θεσμών της χώρας μας, όπως είναι τα κόμματα και τα συνδικάτα. Τα εμπόδια για την εφαρμογή της πρότασης δεν είναι τόσο οικονομικά όσο πολιτικά: οι ομάδες που ευνοούνται από το σημερινό σύστημα αντιστέκονται σε κάθε απόπειρα ουσιαστικής αλλαγής του και αναγορεύουν τη διατήρηση των κεκτημένων τους σε ύψιστη αρχή - ακόμη και με τίμημα της όξυνση των κοινωνικών ανισοτήτων, την υπονόμευση της βιωσιμότητας του συστήματος, τη συνεχή μετάθεση του ζητήματος, τη μετακύλιση του κόστους της αναπόφευκτης προσαρμογής στις νεώτερες γενιές.

 

Αντίθετα, ωφελημένοι από τη μεταρρύθμιση θα ήταν διάφορες κοινωνικές ομάδες με μικρή πολιτική δύναμη, χωρίς οργάνωση και εκπροσώπηση στον κοινωνικό διάλογο. Στις  ομάδες αυτές συγκαταλέγονται τα ασθενέστερα μέλη της «κοινώνιας των δύο τρίτων», όσοι σήμερα αποκλείονται από το σύστημα οινωνικής προστασίας παρότι το χρειάζονται περισσότερο: μακροχρόνια άνεργοι, γυναίκες με διακεκομμένο ιστορικό απασχόλησης ή εκτός ενεργού πληθυσμού, κοινωνικά αποκλεισμένοι κάθε είδους. Στην κατηγορία αυτή ανήκουν επίσης οι νέοι που πληρώνουν το κόστος της «διατήρησης των κεκτημένων» προηγουμένων γενεών.

Η πολιτική της Αριστεράς πρέπει να στοχεύει στην αλλαγή του συσχετισμού δυνάμεων ώστε να γίνει εφικτή η μεταρρύθμιση του κοινωνικού κράτους σε προοδευτική κατεύθυνση. Η συγκρότηση του απαιτούμενου νέου συνασπισμού δυνάμεων επιβάλλει την κινητοποίηση όλων εκείνων που αδικούνται από το σημερινό σύστημα και έχουν να κερδίσουν από τη μεταρρύθμιση (νέοι, γυναίκες, άνεργοι, κοινωνικά αποκλεισμένοι). Προϋποθέτει επίσης την εγκατάλειψη εκ μέρους των συνδικάτων σημερινών θέσεων βραχυπρόθεσμης διατήρησης των κεκτημένων. Η αναγνώριση της ανάγκης μεταρρύθμισης στο όνομα της κοινωνικής δικαιοσύνης θα δώσει στο συνδικάτο το ηθικό δικαίωμα εκπροσώπησης του συνόλου των εργαζομένων ανεξάρτητα από ηλικία, τομέα της οικονομίας, εργασιακό καθεστώς, συνδικαλιστικής συμμετοχής κ.τ.λ.

Η υπέρβαση των εμποδίων είναι  εξαιρετικά δύσκολο στοίχημα. Για να κερδηθεί απαιτείται η κινητοποίηση των ζωντανών δυνάμεων της ελληνικής κοινωνίας. Το καθήκον της σύγχρονης δημοκρατικής Αριστεράς είναι να συμβάλει στην οικοδόμηση μιας κοινωνικής πλειοψηφίας υπέρ της μεταρρύθμισης και να ρίξει το βάρος της ώστε αυτή να μην εκφυλιστεί σε ένα απλό «δημοσιονομικό νοικοκύρεμα» που αρνείται την ανάγκη αναδιανομής - ή, ακόμα χειρότερα, ρίχνει και πάλι τα βάρη στους ασθενέστερους, στους αποκλεισμένους και στους απόντες.

 

 

Δ. Η Ελλάδα στον κόσμο με νέα πολιτική

 

Δ1 Σ΄ ένα κόσμο που αλλάζει

Η έλευση του 21ου αιώνα πραγματοποιείται μέσα σε ραγδαία μεταβαλλόμενες συνθήκες, έναν νέον και διαφορετικό κόσμο. Το τέλος του διπολισμού και της ισορροπίας του τρόμου δημιούργησε νέες σημαντικές δυνατότητες και προκλήσεις. Ταυτοχρόνως μέσα στη ρευστότητα που δημιουργήθηκε παλιοί και νέοι κίνδυνοι αναδύονται. Τα τεράστια προβλήματα που μας κληροδότησε ο διπολικός κόσμος ξεσπούν σήμερα με εκρηκτικό τρόπο. Εθνικισμοί, θρησκευτικοί φονταμενταλισμοί, καταπατήσεις ανθρωπίνων και μειονοτικών δικαιωμάτων, η νέα φτώχεια, το χάσμα Βορρά- Νότου, η διασπορά πυρηνικών όπλων, η καταστροφή του περιβάλλοντος.

Είναι φανερό ότι στα οικουμενικά αυτά προβλήματα δεν μπορούν να υπάρξουν λύσεις μέσα στο έθνος- κράτος του οποίου ο ρόλος αντικειμενικά αποδυναμώνεται. Αντιλήψεις που κηρύσσουν την επιστροφή σε αυτό για να αντιμετωπιστεί η «λαίλαπα της παγκοσμιοποίησης» είναι αδιέξοδες.

Η παγκοσμιοποίηση μπορεί να δώσει νέους ορίζοντες στους αγώνες και τα ιδανικά της σύγχρονης αριστεράς. Χωρίς περιχαρακώσεις και εθνοκεντρισμούς, η σύγχρονη αριστερά μπορεί και πρέπει να βρει τις νέες απαντήσεις, αξιοποιώντας τις δυνατότητες που υπάρχουν για την εδραίωση της δικαιοσύνης, τη γενικής ασφάλειας και της διεθνούς νομιμότητας.

Η τάση για ανοικτά σύνορα, οι νέες δυνατότητες για επικοινωνία δημιουργούν τη βάση για να δοθεί υπόσταση στην ανάγκη για έναν νέο διεθνισμό, για πολύμορφους αγώνες με στόχο τον εκδημοκρατισμό των διεθνών σχέσεων, για μια δίκαιη, ειρηνική και οικολογική παγκόσμια τάξη με εγγυητή έναν ισχυρό και μεταρρυθμισμένο ΟΗΕ που να διαθέτει τους πόρους,  τις αρμοδιότητες  και τους μηχανισμούς  για να επιβάλλει τη βούληση της διεθνούς κοινότητας.

Στο ερώτημα πώς αντιμετωπίζονται ο μονοπολισμός  των ΗΠΑ στις διεθνείς σχέσεις, οι βλέψεις άλλων χωρών για περιφερειακές ηγεμονίες, η καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων από αυταρχικά καθεστώτα, απαντάμε: Μέσα από την πολιτική διεύθυνση και διαχείριση της παγκοσμιοποίησης, αυτό που ο Γκορμπατσόφ αποκαλούσε «παγκόσμια κυβέρνηση». Με τη δημιουργία διεθνών πολιτικών θεσμών που να ρυθμίζουν τη λειτουργία του φαινομένου της παγκόσμιας αλληλεξάρτησης. Έναν πολυπολικό κόσμο μέσα από τον εκδημοκρατισμό και συντονισμό των διεθνών οργανισμών, ένα νέο σύστημα διεθνών σχέσεων, τις περιφερειακές ολοκληρώσεις. Την οικοδόμηση ενός αποκεντρωμένου συστήματος παγκόσμιας ασφάλειας με πολιτική, οικονομική, οικολογική και ανθρώπινη διάσταση.

Οι σημερινοί διεθνείς συσχετισμοί δεν είναι αναλλοίωτοι. Οι αντιλήψεις που κηρύσσουν το αναπόφευκτο της υποταγής στα κελεύσματα των ισχυρών, καθώς και αυτές που καλούν σε εθνική περιχαράκωση, είτε στο όνομα των «εθνικών αξιών», είτε στη βάση ενός παρωχημένου αντι-ιμπεριαλισμού, πρέπει να ηττηθούν. Η σύγχρονη αριστερά αποβλέπει στη συνάρθρωση πολιτικών σχηματισμών, κοινωνικών κινημάτων, μη κυβερνητικών οργανώσεων, δυνάμεων της εργασίας, του πολιτισμού και της οικολογίας σε διεθνές υποκείμενο αλλαγών και μεταρρυθμίσεων. Με τολμηρές παρεμβάσεις και οργανική σύνδεση των εθνικών στόχων με τις περιφερειακές ολοκληρώσεις και τον οικουμενικό ορίζοντα.

 

Δ2. Σε μια Ευρώπη που αλλάζει

 

Η μετάβαση από τον μονοπολισμό σε ένα πολυπολικό κόσμο απαιτεί βεβαίως μια ισχυρή και αυτόνομη Ευρωπαϊκή Ένωση, με σχέσεις ισότιμης συνεργασίας με τις ΗΠΑ και αλληλέγγυα προς τις αναπτυσσόμενες χώρες. Κάτι τέτοιο μπορεί να επιτευχθεί με την επιτάχυνση της πολιτικής ενοποίησης σε ομοσπονδιακή κατεύθυνση καθώς και με τη διαμόρφωση ενιαίας εξωτερικής πολιτικής και άμυνας δια μέσου της ενσωμάτωσης της ΔυτικοΕυρωπαικής Ένωσης (ΔΕΕ) στην ΕΕ και την μετατροπή της σε αμυντικό βραχίονα της Ευρώπης.

Τα οξυμένα κοινωνικά, αναπτυξιακά και περιβαλλοντικά προβλήματα της Ευρώπης καθώς και η κατοχύρωση της ως ισχυρού παράγοντα στις διεθνείς εξελίξεις απαιτούν χειρισμό και λύσεις που μόνο «περισσότερη Ευρώπη» μπορεί υπό προϋποθέσεις να παράγει. Η ομοσπονδιακή προοπτική της Ευρώπης είναι το προνομιακό πεδίο για την επίτευξη των στόχων μας. Η εμπέδωση της κοινωνικής δικαιοσύνης, η κατοχύρωση της ισότητας και η σφυρηλάτηση της κοινωνικής αλληλεγγύης μπορούν να υπάρξουν στις σύγχρονες συνθήκες μόνο μέσα από υπερεθνικές πολιτικές και ολοκληρώσεις.

Σε μια εποχή που ο εθνικισμός σηκώνει κεφάλι, ο απομονωτισμός και η περιχαράκωση φαίνονται ως ασφαλή καταφύγια, η σύγχρονη ευρωπαιστική αριστερά δεν μπορεί να ταλαντεύεται. Τα δύσκολα προβλήματα της Ευρώπης δεν αντιμετωπίζονται με τη φυγή στο παρελθόν, με την επιστροφή στον εθνικό απομονωτισμό, την άρνηση ή την επιβράδυνση της οικονομικής και νομισματικής ενοποίησης, τη φοβία απέναντι στην πολιτική ενοποίηση, την άρνηση τελικά του κοινοτικού κεκτημένου.

Πρέπει να προχωρήσει άμεσα η ισχυρότερη δυνατή πολιτικοποίηση της Ευρωπαϊκής Ενοποίησης. Η αναγκαία πολιτική και οικονομική ενοποίηση να αποκτήσει εκ νέου δυναμισμό και να επαναδεσμευτούν στην υπόθεση αυτή μεγάλα τμήματα του πληθυσμού της Ευρώπης που αποστασιοποιήθηκαν και έγιναν ευάλωτα σε εθνικιστικές και άλλες δημαγωγίες.

Η πολιτικά ενοποιημένη Ευρώπη δεν μπορεί να προσεγγίζεται αμυντικά, απλά σαν απάντηση στην αμερικάνικη και ιαπωνική οικονομική κυριαρχία. Ο ανταγωνισμός αναπτύσσεται στη βάση της καθολικής εξάρτησης. Δεν επιδιώκουμε ένα «φρούριο Ευρώπη», δεν θέλουμε να αντικαταστήσουμε τους τοπικισμούς και τους εθνικούς κατακερματισμούς με έναν ευρύτερο ευρωπαϊκό απομονωτισμό. Στόχος μας είναι μια Ευρώπη ανοικτή στην πολυπολιτισμικότητα, τη διαφορετικότητα και την εθνική ιδιομορφία, μια Ευρώπη των δικαιωμάτων, του ασύλου στους απόκληρους της οικονομικής και πολιτικής καταπίεσης, μια Ευρώπη που βαθαίνοντας την ενοποίησή της θα επεκτείνεται στο κεντρικό και ανατολικό τμήμα της καθώς και στα Βαλκάνια, συμπεριλαμβανομένης της Κύπρου και της Τουρκίας.

Η Ενωμένη Ευρώπη αποτελεί για τη χώρα μας το κεντρικό πεδίο παρέμβασης για την ανάπτυξη της και για την ενίσχυση των διεθνών ερεισμάτων και του διεθνούς ρόλου της. Η προσπάθεια για ισότιμη παρουσία στις ευρωπαϊκές εξελίξεις δεν μπορεί παρά να αποτελεί τον κύριο άξονα των πρωτοβουλιών της.

 

 

 

Δ3. Εξωτερική πολιτική

 

Δ3.1 Ελληνοτουρκικές σχέσεις

 

Η κυβέρνηση δεν έχει κατορθώσει να χαράξει μία σαφή στρατηγική στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Παρά τις διακηρύξεις τις, τα επιμέρους θετικά βήματα, όπως η διακήρυξη της Μαδρίτης και η έναρξη ελληνοτουρκικού διαλόγου σε θέματα δευτερευούσης σημασίας δεν έχουν συντεθεί σε μία συνολική πολιτική προς την Τουρκία. Μία πολιτική που δεν μπορεί να προωθηθεί παρά μόνο μέσω ενός απευθείας ελληνοτουρκικού διαλόγου - πάντα στα πλαίσια του διεθνούς δικαίου - για τα ουσιαστικά προβλήματα.

Η βελτίωση των ελληνοτουρκικών σχέσεων είναι μία συγκεκριμένη πολιτική που απαιτεί συγκεκριμένες προϋποθέσεις, ωθεί σε σαφείς κινήσεις, έχει συγκεκριμένα αποτελέσματα. Μία συμφωνία για αμοιβαία και ισόρροπη μείωση των στρατιωτικών δαπανών και εξοπλισμών των δύο χωρών, για αναλογική και ουσιαστική μείωση των ενόπλων δυνάμεών τους, καθώς και για αποφυγή ενεργειών που θεωρούνται αμοιβαία ως προκλήσεις, θα συνέβαλε στη διαμόρφωση ενός νέου θετικού κλίματος.

Ένα τέτοιο κλίμα θα επιτρέψει στις δύο χώρες μέχρι να μπορέσουν να γεφυρώσουν τις διαφορές τους να μάθουν να ζουν ειρηνικά με τα προβλήματά τους. Έτσι θα μπορέσει να επιτευχθεί ο στόχος για σύναψη Συμφώνου Φιλίας και Συνεργασίας.

 

Δ3.2 Ευρωπαϊκή προοπτική Τουρκίας

 

Συμφέρον της Ελλάδας είναι να ακολουθήσει η Τουρκία ευρωπαϊκή κατεύθυνση και να μην παραμείνει καθυστερημένη χώρα της Ανατολής. Η Ε.Ε. αποτελεί ένα θεσμικό και πολιτικό πλαίσιο το οποίο μπορεί να διευκολύνει την αλλαγή εσωτερικών συσχετισμών στη γειτονική χώρα, αλλαγή στην κατεύθυνση του εκδημοκρατισμού και του σεβασμού των αρχών του διεθνούς δικαίου.

Δεν επιθυμούμε την απομόνωση της Τουρκίας και την αποκοπή της από τις ευρωπαϊκές εξελίξεις. Οι προϋποθέσεις που τίθενται ισχύουν για όλους όσους επιθυμούν την ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

Τα ελληνικά «βέτο» στις ευρωπαϊκές χρηματοδοτήσεις προς την Τουρκία και στις ευρω-τουρκικές σχέσεις, απομόνωσαν τη χώρα μας. Εγιναν όπλο εναντίον της. Σε τελική ανάλυση έβλαψαν και τις δύο χώρες. Η Ελλάδα δεν πρέπει να εμφανίζεται ως εμπόδιο στην ευρωπαϊκή προοπτική της γειτονικής χώρας, πρέπει αντίθετα με τόλμη να προχωρήσει στην επιλογή να εμπλακεί η Τουρκία στις ευρωπαϊκές εξελίξεις. Ορθώς συμφώνησε στην ονομασία της Τουρκίας ως υποψήφιας χώρας προς ένταξη στην Ε.Ε. Ένα τέτοιο καθεστώς δεν έχει καμία πρακτική διαφορά από το σημερινό επίπεδο των ευρω-τουρκικών σχέσεων. Μπορεί όμως να αξιοποιηθεί για την ανάπτυξη της γειτονικής χώρας, την κατοχύρωση των ανθρωπίνων και μειονοτικών δικαιωμάτων στο εσωτερικό της και τη βελτίωση της διεθνούς συμπεριφοράς της. Μπορεί επίσης να διευκολύνει την ενταξιακή προοπτική της Κύπρου στην Ε.Ε.

Η ενταξιακή προοπτική της Κύπρου στην Ε.Ε. είναι σημαντική εξέλιξη. Μπορεί να επιδράσει καταλυτικά στις διαδικασίες επίλυσης του Κυπριακού. Πρέπει να υπάρξει σαφής πολιτική βούληση για να βρεθεί λύση μέσα από την αξιοποίηση της διεθνούς κινητικότητας και τη συμμετοχή στις διακοινοτικές συνομιλιες, στα πλαίσια του ΟΗΕ με στόχο μία διζωνική - δικοινοτική ομοσπονδία.

Ενταξιακές διαπραγματεύσεις και πορεία επίλυσης του Κυπριακού θα προχωρούν παράλληλα και θα επιδρούν η μία στην άλλη. Απορρίπτουμε τη θέση ότι η ενταξιακή προοπτική της Κύπρου πρέπει να έχει ως προϋπόθεση την επίλυση του πολιτικού της προβλήματος. Απορρίπτουμε, όμως, και τη χρησιμοποίησή της (όπως ουσιαστικά κάνουν υπερπατριωτικοί κύκλοι σε Αθήνα και Λευκωσία) ως άλλοθι για μη - λύση. Κάτι τέτοιο θα νομιμοποιούσε τα διχοτομικά τετελεσμένα.

Η ένταξη της Κύπρου στην Ε.Ε. θα είναι επωφελής και για τις δύο κοινότητες του νησιού. Είναι εφικτή και επιβεβλημένη η εξεύρεση κατάλληλης «φόρμουλας» για συμμετοχή των Τουρκοκυπρίων στις ενταξιακές διαπραγματεύσεις.

Η διαπλοκή του Κυπριακού με τις Ελληνοτουρκικές σχέσεις δεν πρέπει να εμποδίζει την εξομάλυνση των σχέσεων αυτών. Διότι η εξομάλυνση αυτή μπορεί να συμβάλει σε μία δίκαιη, σταθερή και βιώσιμη λύση του Κυπριακού.

 

Δ3.3 Τα προβλήματα στο Αιγαίο

 

Τα προβλήματα στο Αιγαίο αποτελούν ασφαλώς το «σκληρό πυρήνα» των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Η κάθε πλευρά ισχυρίζεται ότι έχει το απόλυτο δίκαιο και ότι η άλλη είναι πάντα προκλητική και βρίσκεται εν αδίκω.

Οι δύο χώρες πρέπει να ξεφύγουν από τη λογική του μηδενικού αθροίσματος σύμφωνα με την οποία ότι κερδίζει ο ένας το χάνει ο άλλος. Πρέπει να εδραιωθεί η πεποίθηση ότι είναι δυνατόν να εξευρεθούν λύσεις που μπορεί να εξυπηρετήσουν τα συμφέροντα και των δύο χωρών.

Στις σύγχρονες συνθήκες η αντίληψη ότι πρέπει να λαμβάνονται υπόψη τα συμφέροντα και το αίσθημα ασφάλειας του γείτονα είναι κεντρική.

Το Αιγαίο είναι ελληνικό κατά 41%. Είναι κυρίως διεθνές (κατά 50%) και τριτευόντως τουρκικό (κατά 9%). Η Τουρκία ως παράκτια χώρα έχει σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο νόμιμα συμφέροντα στο διεθνή εναέριο χώρο και στα διεθνή ύδατα. Επομένως η αντίληψη «δε συζητούμε τίποτα» στερείται σοβαρών ερεισμάτων. Ειρηνική επίλυση διαφορών σημαίνει διάλογος, διαβούλευση, διαπραγμάτευση. Η χώρα μας θα μπορούσε να προτείνει μία σειρά από ρυθμίσεις στα θέματα των χωρικών υδάτων και του εναερίου χώρου που θα αφαιρούσαν ένα σημαντικό στοιχείο έντασης στις διμερείς σχέσεις, θα εκτόνωσαν πιέσεις για παραχωρήσεις σε άλλα θέματα του φημολογούμενου «πακέτου» ελληνοτουρκικών προβλημάτων και θα άνοιγαν το δρόμο για αξιοποίηση του πλούτου του Αιγαίου, που τόση ανάγκη έχουν οι οικονομίες των δύο χωρών. Αυτό θα προϋπόθετε συμφωνία με την Τουρκία στη βάση του διεθνούς δικαίου, ώστε να αναγνωριστεί αμοιβαία και τελεσίδικα το status του Αιγαίου.

Η διαμόρφωση, μετά από μία δύσκολη πορεία, κλίματος φιλίας στο Αιγαίο θα επιτρέψει εκλογικεύσεις των νομικών ρυθμίσεων που θα στηρίζονται όχι σε απειλές και φόβους αλλά σε μία ψύχραιμη εκτίμηση της γεωπολιτικής πραγματικότητας.

Το δικαίωμα που μας δίνει το Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας για επέκταση των χωρικών υδάτων στα 12 ν.μ. δεν θα μπορέσει να εφαρμοστεί λόγω αντίθεσης όλων των κρατών με ναυτιλιακά συμφέροντα στην περιοχή και ισχυρό διεθνή ρόλο. Δεν είναι τυχαίο ότι καμμία ελληνική κυβέρνηση δεν το εφάρμοσε μέχρι τώρα. Κινδυνεύουμε λοιπόν καθώς προχωρεί ο χρόνος να χάσουμε κάθε διαπραγματευτική αξία του δικαιώματος αυτού.

Το εύρος των 10 ν.μ. του εναέριου χώρου της χώρας που καθιερώθηκε μονομερώς με ένα απλό Προεδρικό Διάταγμα το 1931 για την αστυνόμευση της πολιτικής αεροπορίας αποτελεί διεθνή μοναδικότητα, δεν έχει αναγνωριστεί από κανένα από τα ισχυρά κράτη, που επιμένουν στην εναρμόνιση του με τα χωρικά μας ύδατα.

Έχει ωριμάσει η διαπίστωση σε ευρύ φάσμα δυνάμεων στη χώρα μας πως η αναντιστοιχία του εύρους του εναέριου χώρου με τον υποκείμενο θαλάσσιο δημιουργεί περιπλοκές, αποτελεί μόνιμη πηγή έντασης στο Αιγαίο και δεν συγκεντρώνει τη διεθνή υποστήριξη. Λύση θα μπορούσε να είναι η εναρμόνιση του ενάεριου και θαλάσσιου χώρου. Αυτή θα ήταν δυνατό να εφαρμοστεί σε διαφορετικό εύρος κατά τόπους (από 6 ν.μ. έως 12 ν.μ.) ανάλογα με τη γεωφυσική διαμόρφωση των ακτών και των νησιωτικών, συμπλεγμάτων.

Θα μπορούσαν επίσης να υπάρχουν συγκεκριμένα σημεία ελεύθερης διέλευσης (αεροδιάδρομοι) των τουρκικών αεροσκαφών προς το διεθνή εναέριο χώρο, ώστε να μη γίνονται αερομαχίες.

Μετά από αυτές τις ρυθμίσεις θα μπορούσε να υπογραφεί συνυποσχετικό για προσφυγή στη Χάγη για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας. Αφού επιτευχθεί η οριοθέτηση μπορεί να υπάρξει κοινή εξερεύνηση και κοινή εκμετάλλευση των κοιτασμάτων.

Για να φτάσουμε σε μία τέτοια συμφωνία η ελληνική κυβέρνηση θα μπορούσε να πάρει την πρωτοβουλία να καταθέσεις τις εξής προτάσεις των οποίων η υλοποίηση θα έθετε τέρμα σε ορισμένες εκκρεμότητες και θα βελτίωνε το κλίμα.

- Να γίνει διάλογος, ώστε να χαραχθεί οριογραμμή στα θαλάσσια όρια του Αιγαίου βορείως των Δωδεκανήσων.

-         Να παραταθεί χρονικά καθόλη τη διάρκεια του έτους, το «μορατόριουμ» των μεγάλης κλίμακας πολυδάπανων στρατιωτικών ασκήσεων που ισχύει για τους θερινούς μήνες.

-         Να συναφθεί ελληνοτουρκική συμφωνία αποκλιμάκωσης των εξοπλισμών υπό διεθνείς εγγυήσεις.

-         Να γίνει αμοιβαία αποστρατικοποοίηση των ελληνικών νησιών του Ανατολ. Αιγαίου και των απέναντι τουρκικών ακτών.

 

Δ3.4 Βαλκάνια

 

Μετά τις δραματικές εξελίξεις στη Γιουγκοσλαβία και με δεδομένη την πολιτική αστάθεια και τις εύθραυστες ισορροπίες που υπάρχουν σε άλλες βαλκανικές χώρες, έρχεται σε πρώτη προτεραιότητα η συνολική ανασυγκρότηση των Βαλκανίων, της Σερβίας συμπεριλαμβανομένης.

Η Ελλάδα εκ των πραγμάτων πρέπει και μπορεί να παίξει πρωταγωνιστικό ρόλο σ΄αυτή τη φάση, προβάλλοντας παράλληλα τον μεσομακροπρόθεσμο στόχο της ένταξης όλων των Βαλκανικών χωρών στην Ε.Ε.

 

 

Ε. Για τα ανθρώπινα δικαιώματα

 

Ε1 Τα ανθρώπινα δικαιώματα είναι παγκόσμιες και καθολικές αξίες και έχουν απόλυτο χαρακτήρα.

Δεν μπορεί να σχετικοποιούνται στη βάση γεωγραφικών περιοχών και πολιτιστικών παραδόσεων, ούτε η υπεράσπισή τους να εξαρτάται από εθνικές, θρησκευτικές, ταξικές, «αντιϊμπεριαλιστικές» ή άλλες σκοπιμότητες ή από οικονομικά και κρατικά συμφέροντα.

Τα θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα, όπως αυτά διατυπώνονται στην Οικουμενική Διακήρυξη του ΟΗΕ και στη διεθνή νομοθεσία, είναι παγκόσμια και οφείλουν να γίνονται σεβαστά από όλες τις κυβερνήσεις, τα πολιτικά κόμματα και τις πολιτικές οργανώσεις όλου του κόσμου. Πιστεύει ότι τα ανθρώπινα δικαιώματα, όπως καταγράφονται στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση και στα συναφή ευρωπαϊκά κείμενα αποτελούν πανευρωπαϊκές αξίες.

Τα ανθρώπινα δικαιώματα είναι αδιαίρετα. Δεν μπορεί να υπάρξει ικανοποίηση των ατομικών και πολιτικών δικαιωμάτων, αν δεν ικανοποιούνται τα οικονομικά, κοινωνικά και πολιτιστικά δικαιώματα και το αντίστροφο.

Υπερασπιζόμαστε τα δικαιώματα για ένα ανθρώπινο περιβάλλον και για ανθρώπινες συνθήκες διαβίωσης, για προστασία της ιδιωτικής ζωής, για έλεγχο των εφαρμογών της βιοϊατρικής και γενικά τα δικαιώματα που η ανάγκη τους αναδεικνύεται από την ανάπτυξη της τεχνολογίας.

 

Ε2 Καμία κυβέρνηση και καμία πολιτική οργάνωση δεν μπορεί να προβαίνει σε μαζικές και σοβαρές παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων πολιτών της ή αλλοδαπών, για οποιοδήποτε λόγο. Εάν αυτό συμβεί, η διεθνής κοινότητα με τα συλλογικά, θεσμοθετημένα όργανά της, οφείλει να παρεμβαίνει, με κριτήρια ενιαία και με τρόπους που θα προστατεύουν όλα τα ανθρώπινα δικαιώματα.

Διαπιστώνουμε το σοβαρό έλλειμμα που υπάρχει σε αυτόν τον τομέα στα όργανα της διεθνούς κοινότητας και ιδιαίτερα την επιλεκτική ή προσχηματική χρήση της προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων για σκοπούς που εξυπηρετούν ποικίλα συμφέροντα. Για το λόγο αυτόν αγωνιζόμαστε για την αντιπροσωπευτικότερη σύνθεση και τη δημοκρατικότερη λειτουργία των διεθνών οργάνων.

Σε καμμία περίπτωση η στάση της Αριστεράς δεν μπορεί να είναι αμυντική. Δεν μπορεί η Αριστερά να υπερασπίζεται την παρωχημένη απολυτότητα του δικαιώματος στην εθνική και κρατική κυριαρχία. Εκείνο που πρέπει να απαιτήσει είναι ο εκδημοκρατισμός των διεθνών οργανισμών, με τέτοιο τρόπο, ώστε σε οριακές περιπτώσεις εξόφθαλμης, βάναυσης και μαζικής παραβίασης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, να κάμπτεται η αρχή της απόλυτης εθνικής κυριαρχίας, να είναι κυρίαρχη αξία η υπεράσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, αλλά να γίνεται μέσα από συλλογικότητες που θα εγγυώνται το δημοκρατικό χαρακτήρα λήψης των αποφάσεων και την αποτροπή της χρησιμοποίησης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων ως προσχήματος για την εξυπηρέτηση πολιτικών ισχύος, για την εξυπηρέτηση οικονομικών και γεωπολιτικών συμφερόντων και για την άσκηση κρατικής πολιτικής.

 

Ε3 Αναπτύσσουμε σχέσεις και στηρίζουμε τη δράση και τα αιτήματα των μη κυβερνητικών οργανώσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

Αν τον περασμένο αιώνα το βασικό πρόβλημα της Δημοκρατίας ήταν η κατοχύρωση του δικαιώματος της πλειοψηφίας να κυβερνά σήμερα θα λέγαμε ότι το πρόβλημα έγκειται στην κατοχύρωση του δικαιώματος των μειοψηφιών να διαφυλάσσουν τη διαφορετικότητά τους.

Για να χαρακτηρισθεί σήμερα μία κοινωνία δημοκρατική δεν αρκεί να έχει κατοχυρώσει τη λαϊκή κυριαρχία, τους αντιπροσωπευτικούς θεσμούς, τον πολυκομματισμό και τα στοιχειώδη ανθρώπινα δικαιώματα.

Βασικό κριτήριο δημοκρατικότητας σήμερα είναι για τις κοινωνίες ο σεβασμός των δικαιωμάτων των μειονοτήτων και των μειοψηφιών, η κατοχύρωση του δικαιώματος στη διαφορετικότητα.

Οι κίνδυνοι για τη διαφορετικότητα σήμερα είναι αυξημένοι.

Η αναβίωση των εθνικισμών οδηγεί σε λογικές εθνικής καθαρότητας και έχει σαν αποτέλεσμα εθνοκαθάρσεις, γενοκτονίες, καταπίεση των εθνικών μειονοτήτων, υπονόμευση της συνύπαρξης των λαών.

Η επανεμφάνιση του θρησκευτικού φανατισμού έχει κάνει ορατά φαινόμενα θρησκευτικής μισαλλοδοξίας και διωγμών κατά των αλλοθρήσκων, των ετεροδόξων ή των άθεων και των αγνωστικιστών.

Η απόλυτη κυριαρχία των ΜΜΕ προκαλεί κοινωνική ομογενοποίηση και ομοιομορφία συμπεριφορών θέτοντας σε κίνδυνο τη διαφορετικότητα των τρόπων ζωής, τους διαφορετικούς πολιτισμούς, τις πολιτικές μειοψηφίες που ξεφεύγουν από τον επιβαλλόμενο μέσο όρο, τις εναλλακτικές κοινωνικές πρακτικές.

Ένας νέος πουριτανισμός αμφισβητεί τα δικαιώματα των σεξουαλικών μειοψηφιών και τις κατακτήσεις του φεμινιστικού κινήματος.

Η προστασία της δημόσιας υγείας γίνεται πρόσχημα για την επιβολή ομοιόμορφων συμπεριφορών (ποινικοποίηση ναρκωτικών, αντικαπνιστική υστερία, περιορισμοί λόγω AIDS στη σεξουαλική ελευθερία κ.λ.π.).

Τα σύγχρονα φαινόμενα μετανάστευσης οδηγούν στην επανεμφάνιση. του ρατσισμού και της ξενοφοβίας.

Είναι φανερό λοιπόν όταν αν θέλουμε να διαφυλάξουμε και να εμβαθύνουμε τη δημοκρατία, οφείλουμε να αντιμετωπίσουμε ριζοσπαστικά, τολμηρά και αποφασιστικά τα παραπάνω προβλήματα.

Η πολιτική και νομική σκέψη αν θέλει να είναι δημοκρατική οφείλει να στρέψει την προσοχή της στην αναζήτηση πολιτικών μεθόδων και νομικών ρυθμίσεων για την προστασία των μειονοτήτων, των μειοψηφιών και του δικαιώματος στη διαφορετικότητα.

Σαν μία πρώτη συμβολή για την αντιμετώπιση του ζητήματος στην ελληνική πραγματικότητα καταθέτουμε κάποιες πρώτες προτάσεις νομοθετικών ρυθμίσεων:

 

-         Απόλυτος συνταγματικός χωρισμός κράτους - εκκλησίας.

-         Κατοχύρωση της ανεξιθρησκίας και της ισότιμης συμμετοχής στο κράτος και την κοινωνία όλων των θρησκευτικών ομάδων και των άθεων.

-         Νομιμοποίηση όλων των ξένων μεταναστών, που βρίσκονται στη χώρα μας και παροχή σ΄ αυτούς των ίδιων αστικών, εργασιακών, ασφαλιστικών και συνδικαλιστικών δικαιωμάτων με τους Έλληνες πολίτες.

-         Αναγνώριση όλων των εθνοτικών, γλωσσικών και πολιτιστικών μειονοτήτων και κατοχύρωση των δικαιωμάτων που προβλέπει γι΄ αυτές ο ΟΑΣΕ (πρώην ΔΑΣΕ).

-         Συνταγματική κατοχύρωση του δικαιώματος στη φυλετική, εθνική, θρησκευτική, γλωσσική, πολιτιστική, σεξουαλική κ.λ.π. διαφορετικότητα.

-         Ψήφιση νόμου κατά των διακρίσεων που να προβλέπει κυρώσεις για διακριτή συμπεριφορά κράτους, φορέων και πολιτών.

-         Συνταγματική κατοχύρωση της σεξουαλικής ελευθερίας.

-         Αποποινικοποίηση της χρήσης ναρκωτικών και αντιαπαγορευτική  πολιτική.

-         Νομοθετικές ρυθμίσεις για την κατοχύρωση στα ΜΜΕ ιδεολογικού, πολιτικού, κοινωνικού και πολιτιστικού πλουραλισμού.

-         Καθιέρωση μαθημάτων αντιρατσιστικής αγωγής στην πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμια εκπαίδευση.

-         Υπεράσπιση των ευάλωτων ομάδων των πολιτών, όπως οι Ρομά (τσιγγάνοι), οι ανιθαγενείς, οι άστεγοι, οι κοινωνικά αποκλεισμένοι, τοξικοεξαρτημένοι κ.λ.π.

-         Μεταρρύθμιση της νομοθεσίας για τους αντιρρησίες συνείδησης, ώστε η εναλλακτική θητεία να είναι προσπελάσιμη από όλους, οποτεδήποτε και να μην έχει τιμωρητικό χαρακτήρα.

-         Συμμόρφωση με τη διεθνή νομοθεσία σε θέμα παροχής ασύλου σε πολιτικούς πρόσφυγες.

 

Ε4 Ειδικότερα για τις εθνικές μειονότητες

 

Στα Βαλκάνια είναι αδύνατον να χαράξει κανείς πολιτική ερήμην του ζητήματος των εθνικών μειονοτήτων-αυτό σημαίνει των εθνικών μειονοτήτων και εντός της Ελλάδας. Η ορθολογική αντιμετώπιση του ζητήματος απαιτεί να καταπολεμηθεί η αντίληψη που κυριαρχεί στην περιοχή ότι οι εθνικές μειονότητες συνιστούν ζήτημα «εθνικής ασφάλειας», ότι αυτές οι μειονότητες είναι εξ ορισμού «δούρειοι ίπποι» ξένων συνωμοσιών και συνεπώς πρέπει να υπόκεινται σε καθεστώς ιδιότυπης ομηρίας. Χρειάζεται να υιοθετήσουμε τα εξής:

 

- Απέναντι στη μυθολογία των «φαντασιακών ολοτήτων» να προβάλλουμε τον σεβασμό των πολιτικών και ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της πολυπολιτισμικότητας.

- Να αντιτάξουμε τα δημοκρατικά δικαιώματα στη νοοτροπία και πρακτική της «συλλογικής ευθύνης», και να απεξαρτήσουμε την αντιμετώπιση των μειονοτήτων μέσα στην ελληνική επικράτεια από την αντίστοιχη στάση άλλων κυβερνήσεων απέναντι σε ελληνικές μειονότητες.

- Χωρίς καθόλου να αγνοούμε τις ιστορικές συνθήκες διαμόρφωσης εθνικής συνείδησης να μην κάνουμε σύγχυση μεταξύ ιστορίας, εθνολογίας ή γλωσσολογίας με την πολιτική και να αναγνωρίσουμε το δικαίωμα του εθνικού και εθνοτικού αυτοπροσδιορισμού ως δικαίωμα των άμεσα ενδιαφερομένων χωρίς αναφορές σε γενεαλογικά δένδρα.

Διατηρώντας το δικαίωμά μας να έχουμε τη δική μας ανεξάρτητη τοποθέτηση ή κριτική στάση, να αναγνωρίσουμε το δικαίωμα Ελλήνων πολιτών να αυτοπροσδιορίζονται όπως αυτοί επιθυμούν, και να υιοθετήσουμε τη γνωμοδότηση του Διαρκούς Δικαστηρίου Διεθνούς Δικαιοσύνης (31 Ιουλίου 1930) ότι η ύπαρξη μειονοτήτων είναι «ζήτημα γεγονότων και όχι ζήτημα νομοθεσίας». Να υποστηρίξουμε, με τους όρους που είναι  διεθνώς αποδεκτοί, δηλαδή το σεβασμό και το απαραβίαστο των συνόρων, τα εξής:

1.      Τη μεταφορά των αρμοδιοτήτων για μειονοτικά ζητήματα από το υπουργείο Εξωτερικών στα υπουργεί Εσωτερικών, Πολιτισμού και Παιδείας.

2.      Τη γνήσια καταγραφή των μειονοτήτων μέσω αδιάβλητης απογραφής που θα περιλαμβάνει ερωτήματα σχετικά με εθνότητα, θρήσκευμα, γλώσσα. Έτσι πρέπει να γίνει η Απογραφή του 2001.

3.      Δεδομένου ότι η ελληνική νομοθεσία είναι επαρκής για την αντιμετώπιση παρανόμων πράξεων, να ζητήσουμε την πλήρη κατάργηση κάθε διοικητικού ή νομοθετικού μέτρου που αναφέρεται ειδικά σε «αλλογενείς». Η κατάργηση του άρθρου 19 είναι θετική και πρέπει να συνοδευτεί από την κατάργηση και του άρθρου 20.

4.      Να καταργηθεί η ισχύουσα διάκριση σε βάρος των πολιτικών προσφύγων που εξαιρέθηκαν από την ευεργετική νομοθεσία για την εξάλειψη των συνεπειών του εμφυλίου πολέμου. Να επιφυλαχθεί γι΄αυτούς εντελώς ισότιμη μεταχείριση με τους υπόλοιπους πολιτικούς πρόσφυγες σε θέματα επαναπατρισμού, ιθαγένειας, περιουσιών.

5.      Να ζητήσουμε την άμεση επικύρωση της Σύμβασης Πλαισίου του Συμβουλίου της Ευρώπης για την προστασία των εθνικών μειονοτήτων - την οποία η Ελλάδα ήδη υπέγραψε - χωρίς τροπολογίες ή επιφυλάξεις και την εναρμόνιση της ελληνικής νομοθεσίας με αυτήν και με τις άλλες σχετικές διεθνείς συμβάσεις.

6.      Να υποστηρίξουμε την εφαρμογή μέτρων «θετικών διακρίσεων» όπως προβλέπονται από διεθνείς συμφωνίες τις οποίες έχει υπογράψει η Ελλάδα σχετικά με τη διατήρηση του πολιτισμού της γλώσσας, των παραδόσεων των μειονοτήτων.

 

 

Στ. Νέα οικολογική πραγματικότητα

 

Σήμερα, νέα προβλήματα αναδεικνύονται τα οποία απαιτούν καινοτόμες λύσεις, τέτοιες που δε θα αντιγράφουν ξεπερασμένα εργαλεία διαχείρισης του περιβάλλοντος, αλλά και δεν θα αγνοούν υπαρκτά προβλήματα.

Είμαστε υποχρεωμένοι, να δημιουργήσουμε το δικό μας, αριστερό, πρόγραμμα οικολογικής ανασυγκρότησης.

 

Στ1. Οικολογική προσέγγιση της οικονομίας

 

Η οικολογική πρόνοια και ο περιβαλλοντικός σχεδιασμός αποδεικνύονται αναγκαία χαρακτηριστικά μιας σύγχρονης θεώρησης της πολιτικής και της οικονομίας. Η οικολογική πρόνοια είναι ο άλλος τρόπος να δεις την οικονομία και δεν είναι απλά και μόνο θέμα ποιότητας ζωής. Ο περιβαλλοντικός σχεδιασμός εξοικονομεί πόρους, είναι οικονομικά ανταποδοτικός. Η ιδέα της εισαγωγής περιβαλλοντικών εργαλείων στην οικονομία είναι πλέον ώριμη.

Η διαρκής ανάγκη και αγωνία της οικολογικής σκέψης είναι να προσεγγίσει την ανάπτυξη με παραμέτρους ευρύτερων χαρακτηριστικών της κοινωνίας, όπως πολιτιστικές, φυσικά χαρακτηριστικά, ιδιαιτερότητες και πολυμορφία, δεξιότητες, συλλογικές αξίες. Οι παράμετροι αυτές συνθέτουν το πλαίσιο δυνατοτήτων και εργαλείων για την κατάκτηση οικονομικών δεικτών.

 

Στ2. Αξιοποίηση των τοπικών και εθνικών ιδιαιτεροτήτων

 

Έχει πολλαπλώς αποδειχθεί ότι η Ελλάδα υποτιμά σταθερά  τα συγκριτικά της πλεονεκτήματα τα οποία θα μπορούσαν να αποτελούν κινητήρια δύναμη της οικονομικής ανάπτυξης υπό το πρίσμα της σύγχρονης θεώρησης των πραγμάτων.

Στην περίπτωση του διατροφικού προβλήματος που παρουσιάστηκε με έντονο τρόπο στην Ευρώπη και γενικότερα στον ανεπτυγμένο κόσμο, η Ελλάδα πλεονεκτεί ανεξαρτήτως των αιτίων που οδήγησαν σε αυτό το πλεονέκτημα. Η θετική αυτή ιδιαιτερότητα της Ελλάδας είναι αξιοποιήσιμη και ως οικονομικό όφελος.

Το φυσικό πλεονέκτημα του κλίματος που η παραδοσιακή αντίληψη το θέλει συνυφασμένο με τον τουρισμό, μπορεί να είναι αξιοποιήσιμο για τις ανανεώσιμες μορφές ενέργειας. Οι εναλλακτικές πηγές μπορούν να αποτελέσουν αιχμή της οικονομικής παρουσίας της χώρας μας στην Ευρώπη και τα Βαλκάνια σήμερα, για παραγωγή και εξαγωγή γνώσης και τεχνολογίας.

Η γεωμορφολογία της Ελλάδας σε συνδυασμό με το κλίμα μπορεί να βοηθήσει στην ανάδειξη του εναλλακτικού τουρισμο, ενός τουρισμού απόλυτα προσαρμοσμένου στις τοπικές, γεωγραφικές, μορφολογικές, πολιτιστικές, περιβαλλοντικές δυνατότητες και ιδιομορφίες της χώρας.

 

Στ3. Φορολογική μεταρρύθμιση με οικολογικά εργαλεία

 

Η φορολογική μεταρρύθμιση οφείλει να είναι το ισχυρό εργαλείο για οικονομική αποτελεσματικότητα, κοινωνική δικαιοσύνη και περιβαλλοντική πρόνοια ταυτόχρονα. Το τρίπτυχο αυτό πρέπει να ενυπάρχει και να συνυπάρχει στη λογική του φορολογικού συστήματος από το στάδιο του  σχεδιασμού. Ο φορολογικός σχεδιασμός θα γίνεται με ευρύτερο ορίζοντα και στόχους που αντέχουν στο χρόνο και προσεγγίζουν τα σύγχρονα προβλήματα και αξίες.

 

Στ4.Οικολογικός εκσυγχρονισμός

 

Το αίτημα του προοδευτικού εκσυγχρονισμού έχει σαφή συγκρουσιακό χαρακτήρα και έρχεται σε ευθεία αντίθεση και με το πολιτικό σύστημα και με τους θεσμούς και με παραδοσιακές αναπτυξιακές λογικές, με αντιλήψεις παγιωμένες, με συνδικαλιστικές πρακτικές, με τις κυρίαρχες αξίες του υπερκαταναλωτισμού και γρήγορου πλουτισμού.

Η εισαγωγή στην εκσυγχρονιστική λογική του συνόλου των διαθεσίμων εργαλείων δηλαδή θεσμικών, φορολογικών, περιβαλλοντικών, χωροταξικών, πολεοδομικών, μπορεί να αναδείξει το πλήρες πρόσωπο του εκσυγχρονισμού, πέρα από δαιμονολογίες και αφορισμούς ή από απλουστευτικές, επιδερμικές προσεγγίσεις.

Σήμερα, στην Ελλάδα έχουμε πρώτιστο χρέος να μην αγνοούμε τον προβληματισμό και τις δράσεις που έχουν αναληφθεί παγκοσμίως για τον οικολογικό εκσυγχρονισμό κοινωνίας και οικονομίας.

 

Ανάγκη διαμόρφωσης ενός πολύχρωμου προοδευτικού πλειοψηφικού ρεύματος

Ο επικεφαλής της Ανανεωτικής Εκσυγχρονιστικής Κίνησης της Αριστεράς, Νίκος Μπίστης έκανε μια πρώτη αποτίμηση του εκλογικού αποτελέσματος μιλώντας στο ραδιοσταθμό ΕΡΑ/ΝΕΤ 105,8 (Γιάννη Παντελάκη, Χρύσα Ρουμελιώτη) όπου μεταξύ άλλων τόνισε:

Η στάση της Ν.Λουλέ και ο ΣΥΝ

 Σχολιάζοντας εκ μέρους της ΑΕΚΑ τις σημερινές δηλώσεις του προέδρου του ΣΥΝ για το θέμα της Ν. Λουλέ, ο Θόδωρος Τσίκας, εκπρόσωπος Τύπου και μέλος της Γραμματείας της Ανανεωτικής Εκσυγχρονιστικής Κίνησης της Αριστεράς έκανε την εξής δήλωση:

... Για την επόμενη ημέρα

Eρμηνεία της αντίφασης μεταξύ κομματικής και κυβερνητικής αλλαγής

του Θαν. Γεωργακόπουλου, ΤΑ ΝΕΑ , 10-07-2003