Ένα μεγάλο ρεύμα του Συντηρητισμού βλέπει με εχθρότητα την παγκοσμιοποίηση. Προσπαθεί να οχυρωθεί πίσω από το εθνικό μεταμορφώνοντάς το συνήθως σε εθνικιστικό
Αδικημένη χρονιά το 2001. Πραγματική αρχή του αιώνα και της νέας χιλιετίας γιορτάστηκε σαν να ήταν ένας χρόνος συνηθισμένος. Θύμα της αταβιστικής προσκόλλησής μας στο δεκαδικό σύστημα, πριν ακόμα έρθει, του είχε κλέψει όλη την αίγλη το ολοστρόγγυλο 2000. Έχοντας τουλάχιστον γλιτώσει τον ορυμαγδό των «αφιερωμάτων» που μας είχαν κατακλύσει πέρσι τέτοιες ημέρες, ζήσαμε απλώς τη γιορτή: χιλιάδες άνθρωποι σε δεκάδες πρωτεύουσες του κόσμου να μετράνε μαζί τα τελευταία δευτερόλεπτα του παλιού και να ζητωκραυγάζουν την έλευση του νέου χρόνου. Το «πλανητικό χωριό» γιορτάζει. Και όπως κάθε γιορτή σφίγγει τους δεσμούς με τον διπλανό μας, την ομάδα, την οικογένεια, την πατρίδα, έτσι και οι διεθνείς γιορτές δείχνουν την ανθρώπινη όψη της παγκοσμιοποίησης: εκείνη στην οποία οι άνθρωποι δεν καθορίζονται από τα συμφέροντα και από την ισχύ, αλλά καταφθάνουν γενναιόδωροι,μέτοχοι σε μια κοινή περιπέτεια.
Η γιορτή όμως είναι εξαίρεση. Καθημερινότητα είναι ο δημόσιος λόγος που επικεντρώνεται στην άλλη όψη της παγκοσμιοποίησης, την «αντικειμενική»: στη φρενήρη κυκλοφορία του χρήματος στα διεθνή χρηματιστήρια, στις μεταφορές της τεχνολογίας και των εμπορευμάτων από τη μία άκρη της γης στην άλλη, στην ταυτόχρονη μετάδοση της εικόνας σε όλον τον πλανήτη, στη βραδύτερη και αραιότερη κίνηση των ανθρώπων άλλοτε με τη χαρά του τουρίστα και άλλοτε με την οδύνη του μετανάστη. Πάνω σε αυτό το υλικό πλέγμα στηρίζονται υπερεθνικές οργανώσεις στρατιωτικές, πολιτικές, οικονομικές, οικολογικές, διεθνούς αλληλεγγύης που προσπαθούν να οργανώσουν, να κυβερνήσουν και να κυριαρχήσουν πάνω σε μια πραγματικότητα που υπερβαίνει με επιταχυνόμενο ρυθμό τις διαστάσεις των δεδομένων εθνικών κρατών.
Ο τρόπος που οι βασικές ιδεολογίες αντιμετωπίζουν αυτές τις εξελίξεις διαφέρει. Ένα μεγάλο ρεύμα του Συντηρητισμού βλέπει με εχθρότητα την παγκοσμιοποίηση. Προσπαθεί να οχυρωθεί πίσω από το εθνικόμεταμορφώνοντάς το συνήθως σε εθνικιστικό· υποστηρίζει μια κλειστή, αυτάρκη και ανιστορική αντίληψη της παράδοσης που μοιραία υποβιβάζει τους πολιτισμούς σε γραμμές περιχαράκωσης και αιτίες σύγκρουσης· νιώθει φοβία απέναντι στον διαφορετικό, στον ξένο, στον αλλόθρησκο τροφοδοτώντας έτσι τη μισαλλοδοξία· προτείνει μια έννοια της ταυτότητας απλοποιητική, μονοδιάστατη και επομένως αποκλείουσα· στις ακραίες του εκφράσεις ο συντηρητισμός λοιδορεί την ίδια την κατάκτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ξαναθυμάται την αντιπαλότητά του στον Διαφωτισμό και στις «ιδέες του 1789» (έτος της Γαλλικής Δημοκρατικής Επανάστασης). Κοντολογίς, η κριτική αυτή στην παγκοσμιοποίηση επαναφέρει βασικά επιχειρήματα τα οποία ο Συντηρητισμός είχε παλαιότερα χρησιμοποιήσει για να αντιστρατευτεί τη ροπή προς την οικουμενικότητα που χαρακτήρισε τον σύγχρονο κόσμο. Στη μεγάλη ηθική, πολιτική και φιλοσοφική πορεία προς την αυτονομία και την ελευθερία του ατόμου, την ισότητα των ανθρώπων και των πολιτών, ο Συντηρητισμός είδε περισσότερο από οτιδήποτε άλλο το ξερίζωμα του ανθρώπου από τις συνθήκες εκείνες που του προσέφεραν υλική και υπαρξιακή ασφάλεια. Στην οικουμενικότητα αντιπαρέθεσε τη μερικότητα. Θεωρώντας αφηρημένη νοητική κατασκευή τον ’νθρωπο, τον Πολίτη της κλασικής φιλελεύθερης σκέψης, αντιπαρέθεσε τον συγκεκριμένοάνθρωπο, τον δεμένο με τη «γη» και την παράδοση, τον εγκιβωτισμένο στην κοινωνική ιεραρχία και στις πρωτογενείς κοινότητες, καχύποπτο ή εχθρικό προς την αλλαγή, έτοιμο να συντηρήσει το υπάρχον.
Στην αντίθετη άκρη βρίσκεται η αντίληψη του Νεοφιλελευθερισμού, ο οποίος εμφορείται από μια γραμμική και μονοσήμαντα αισιόδοξη εικόνα της παγκοσμιοποίησης. Εδώ, το βασικό δόγμα είναι υπέρβαση των οικονομικών συνόρων, αλλά κυρίως των πολιτικών - κρατικών περιορισμών στην ελεύθερη κίνηση των αγορών. Επομένως η παγκοσμιοποίηση μοιάζει με το όριο στο οποίο τείνει νομοτελειακά η επέκταση της οικονομίας της αγοράς. Επιπρόσθετα όμως αποτελεί μια «εξωτερική» δύναμη, η οποία νικηφόρα γκρεμίζει τα οχυρά που μάταια προσπαθούν να ορθώσουν ή να διατηρήσουν οι κρατικές εξουσίες. Πρόκειται για το ιδεολογικό σεκόντο της λογικής του καπιταλισμού και του αμερικανικού κοινωνικού μοντέλου, ενώ παράλληλα επαναφέρει την παλιά αισιοδοξία ότι η «αόρατος χειρ» της αγοράς, όταν αφήνεται απερίσπαστη, γεννάει πλούτο και ευημερία χωρίς να διαταράσσει την κοινωνική συνοχή. Στο αντίθετο άκρο κινείται και η «ανθρωπολογία» του νεοφιλελευθερισμού. Αν ο συντηρητισμός ήθελε να κρατήσει τον συγκεκριμένο άνθρωπο δεμένο μέσα στο πλέγμα των πρωτογενών κοινωνικών θεσμών, ο νεοφιλελευθερισμός απογυμνώνει το άτομο περιορίζοντάς το στον homo economicus που διαθέτει τα ελάχιστα απαραίτητα προκειμένου να συναλλαγεί ορθολογικά στην κοινωνία της αγοράς.
Ανάμεσα σε αυτούς τους δύο πόλους κινείται μια τρίτη αντίληψη, η οποία τείνει να γίνει πλειοψηφική και στην ελληνική κοινωνία. Σε αυτήν συγκλίνουν νοοτροπίες και αξίες που πηγάζουν από τον δημοκρατικό σοσιαλισμό, τον κοινωνικό φιλελευθερισμό, τον μετριοπαθή σκεπτικιστικό συντηρητισμό, τον ακτιβισμό πολλών μη κυβερνητικών οργανώσεων και κινήσεων της κοινωνίας των πολιτών. Ελάχιστος κοινός τόπος όλων είναι μια ρεαλιστική θεώρηση της παγκοσμιοποίησης ως αντιφατική διαδικασία που περιέχει κινδύνους και δυνατότητες· που τροφοδοτεί την ισοπεδωτική ομοιομορφία αλλά μπορεί να αναδείξει και την εθνική ή πολιτισμική διαφορετικότητα· που οξύνει ανισότητες αλλά μπορεί επίσης να βελτιώσει το βιοτικό επίπεδο των λαών και των καθυστερημένων περιοχών. Με άλλα λόγια, η παγκοσμιοποίηση αντιμετωπίζεται σαν μια σύνθετη συγκρουσιακή πραγματικότητα στην οποία συμπλέκονται αντικειμενικές διαδικασίες, εναλλακτικές πολιτικές επιλογές, αντιπαρατιθέμενες ιδεολογίες. Η κατεύθυνση που θα πάρει αποτελεί το επίδικο αντικείμενο της σύγχρονης Πολιτικής, το οποίο διακυβεύεται ταυτόχρονα στο εθνικό, στο τοπικό και στο υπερεθνικό επίπεδο. Στην Ελλάδα, στην Κέρκυρα, στην Ευρώπη και στον Κόσμο ταυτόχρονα. Πάνω σε αυτό συγκροτούνται εκ νέου, σχεδόν σιωπηρά ακόμα, τα μεγάλα ρεύματα συντήρησης και προόδου, Δεξιάς και Αριστεράς που θα δώσουν μορφή στην Πολιτική τις επόμενες δεκαετίες.
Πέρα από την πολιτική, αυτή η ρεαλιστική θεώρηση της παγκοσμιοποίησης έχει ορισμένες κοινές πολιτισμικές προϋποθέσεις και νοοτροπίες.
* Βλέπει το εθνικό κράτος ως μία από τις μορφές που πήρε μέσα στην ιστορία η οργάνωση της πολιτικής εξουσίας, καρπό της Νεωτερικότητας, προορισμένο να αναμορφωθεί τώρα που τα προβλήματα ξεπερνούν τις διαστάσεις του. Σέβεται όμως ταυτόχρονα το ιστορικό βάρος του θεσμού, τις εξαιρετικές συναισθηματικές φορτίσεις που το περιβάλλουν, τον αναντικατάστατο προς το παρόν ρόλο που παίζει στη δημοκρατική νομιμοποίηση των πολιτικών αποφάσεων.
* Βλέπει στην Ενωμένη Ευρώπη ένα ιστορικά μοναδικό δημοκρατικό σχέδιο συναινετικής οικοδόμησης ενός νέου πολιτικού - οικονομικού υποκειμένου, ικανού προοπτικά να πρωταγωνιστεί στην κατεύθυνση που θα πάρει η παγκοσμιοποίηση.
* Βλέπει ότι η εθνική ταυτότητα δεν είναι η μοναδική που έχουμε ως άνθρωποι ούτε μένει ίδια μέσα στον χρόνο ούτε αποκλείει τους δεσμούς και την επικοινωνία με τις άλλες «εθνικές ταυτότητες». Ο άνθρωπος ανέκαθεν βίωνε και συμμετείχε ταυτόχρονα σε διαφορετικές ταυτότητες χωρίς η μία να ακυρώνει την άλλη. Αποκτούσε νέες προσθέτοντας χωρίς αναγκαστικά να αφαιρεί. Ο τρόπος συναρμογής, οι εσωτερικές εντάσεις και συγκρούσεις, καθώς επίσης το βάρος της καθεμιάς άλλαζαν μέσα στον χρόνο. Ο χριστιανός αρβανίτης υδραίος, πριν από την Επανάσταση, πέρασε μετά στην ελληνική εθνική κρατική ταυτότητα χωρίς να ξεχάσει τη θρησκευτική, την εθνοτική και την τοπική. Πόσο μάλλον εμείς, πολίτες πολύ πιο ανοιχτών κοινωνιών σε εποχή ταχύτατων αλλαγών: υδραίοι, Έλληνες, ευρωπαίοι, πολίτες του κόσμου ταυτόχρονα, καθώς το τοπικό, το εθνικό, το ευρωπαϊκό και το παγκόσμιο έχουν έρθει τόσο κοντά το ένα με το άλλο ώστε να τα βιώνουμε ταυτόχρονα στην καθημερινότητά μας.
*Βλέπει στην παράδοση όχι ένα παγιωμένο κλειστό σύστημα, αλλά, αντίθετα, μία από τις πιο ευέλικτες και ανανεωνόμενες κοινωνικές οντότητες. Σχεδόν κάθε γενιά αναπλάθει, επινοεί, επιλέγει και ανασύρει διαφορετικά στοιχεία από το σακούλι του παρελθόντος, ανάλογα με τα νέα προβλήματα που αντιμετωπίζει και τις νέες ιδέες που κουβαλάει. ’λλωστε οι παραδόσεις των λαών επικοινωνούν, ήθη και έθιμα ταξιδεύουν, αναμειγνύονται και αυτή είναι η γοητεία τους. Σε πείσμα των πληθωριστικών και αυθαίρετων κατά κανόνα λόγων περί εθνικής μοναδικότητας, η αλληλογνωριμία των λαών δείχνει συνήθως τα κοινά ανθρώπινα ερωτήματα πίσω από τις απαντήσεις που οι επιμέρους παραδόσεις έχουν δώσει. Ίσως γιατί οι άνθρωποι μοχθούν, φοβούνται, γιορτάζουν, ερωτεύονται, πεθαίνουν, με λιγότερους τρόπους από όσα τα έθνη που έχουν φτιάξει.
Τελικά, όλες αυτές είναι προϋποθέσεις και νοοτροπίες οι οποίες συνεχίζουν εκείνη την απελευθερωτική ροπή προς την οικουμενικότητα που σημάδεψε τη Νεωτερικότητα. Ίσως όμως να αλλάζει το υποκείμενο και η υφή αυτής της οικουμενικότητας. Δεν πρόκειται ασφαλώς για τη μεταφυσική ενότητα των ανθρώπων παιδιών του ίδιου θεού (ή θεών), αλλά επιπλέον φαίνεται να υπερβαίνει εμπλουτίζοντας την δικαιϊκή - ηθική οικουμενικότητα των νέων χρόνων. Όσο ο κόσμος γίνεται μικρό «πλανητικό χωριό», όσο τα κράτη γίνονται όλο και πιο αλληλεξαρτημένα, όσο οι άνθρωποι είναι εκτεθειμένοι σε κοινούς πλέον κινδύνους, όσο οι Ιστορίες ξεπερνούν τα εθνικά σύνορα και ανασυνθέτουν τις κινήσεις και τις προσμείξεις των πληθυσμών, των λαών, των πολιτισμών και των ιδεών, όσο η γενετική ανακαλύπτει μέσα στα γονίδιά μας την ιστορία των προγόνων μας και ονοματίζει τις μητέρες χιλιάδες πια χρόνια πίσω, τόσο προβάλλει πιο απτό και ενοποιημένο το ανθρώπινο γένος ως συγκεκριμένο υποκείμενο, ως απτή αναφορά της οικουμενικότητας. Μια ένσαρκη οικουμενικότητα θεμέλιο και στόχος μιας μακράς πορείας προς την ελευθερία και τη δικαιοσύνη σε έναν κόσμο που έγινε μικρός.
Σαν ένα όνειρο σε ημέρες γιορτινές, στον χρόνο που πραγματικά ανοίγει τον νέο αιώνα. Καλή χρονιά σε όλους και σε όλες!
Ο Γιάννης Βούλγαρης είναι πολιτικός επιστήμονας, ερευνητής στο Ινστιτούτο Πολιτικής Κοινωνιολογίας του Εθνικού Κέντρου Κοινωνικών Ερευνών