του Θ. Γεωργακόπουλου, ΤΑ ΝΕΑ 04/09/2003
Aποφεύγοντας την αναπόληση, μην οδηγηθούμε στην παθητική προσαρμογή
Μπορεί στην Ελλάδα οι αλλαγές στα κόμματα να γίνονται στα μουλωχτά, αλλά ευτυχώς αυτό δεν συμβαίνει στην Εσπερία. Ιδιαίτερα, μάλιστα, όταν αναφερόμαστε σε ιστορικά κόμματα όπως το Γερμανικό Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (SPD), η αναλυτική ερμηνεία και θεωρητική υποστύλωση των αλλαγών, καθώς και ο ουσιαστικός διάλογος αποτελούν τον κανόνα.
Απ' ό,τι φαίνεται βρισκόμαστε στην έναρξη μιας τέτοιου είδους συζήτησης εν όψει του έκτακτου προγραμματικού συνεδρίου του SPD, το οποίο ενδέχεται να μεταβληθεί στο Μπαντ Γκόντεσμπεργκ του 21ου αιώνα. Αυτό τουλάχιστον υποδηλώνουν οι δηλώσεις του γραμματέα του SPD Όλαφ Σολτς πως «πρέπει να επαναπροσδιοριστεί ριζικά η έννοια της κοινωνικής δικαιοσύνης», αφού «η ανακατανομή του πλούτου έχει προχωρήσει τα μέγιστα» και να απαλειφθεί η αναφορά στον δημοκρατικό σοσιαλισμό, καθώς «όταν δεν βγάζει πλέον νόημα μια έννοια, σημαίνει ότι δεν έχει ενδιαφέρον». Τις δηλώσεις αυτές στήριξε ο πρόεδρος του κόμματος καγκελάριος Σρέντερ τονίζοντας πως σήμερα «το ζητούμενο είναι η κοινωνική δικαιοσύνη με την έννοια της ισότητας των ευκαιριών», ενώ για τον δημοκρατικό σοσιαλισμό επισήμανε «πως δεν χρειάζεται να χρησιμοποιεί κανείς φόρμουλες χωρίς πραγματικό περιεχόμενο (...) δεδομένου ότι η έννοια αυτή υποδηλώνει πως υπάρχει και άλλη μορφή οικονομίας», αλλά «το SPD παραμένει το κόμμα της κοινωνικής δικαιοσύνης στη βάση μιας καπιταλιστικής οικονομικής τάξης πραγμάτων».
H κατάρρευση του Τείχους και η κρίση της παραδοσιακής σοσιαλδημοκρατικής στρατηγικής ήταν φυσικό να οδηγήσουν τις ποικίλες δυνάμεις της Αριστεράς σε κρίση και αναζήτηση. Σ' αυτό το πλαίσιο η συζήτηση που ανοίγει στο SPD έχει το χάρισμα να θέτει το δάκτυλο «εις τον τύπον των ήλων» πολύ περισσότερο από τα μπλερικά νεφελώματα του «Τρίτου Δρόμου», χωρίς αυτό, βέβαια, να σημαίνει και θετική εκτίμηση για τις διαφαινόμενες προτάσεις της ηγεσίας του.
H έννοια της κοινωνικής δικαιοσύνης πρέπει, πράγματι, να επαναπροσδιοριστεί. H ανακατανομή εισοδήματος είναι φυσικό να προσκρούει σε ανυπέρβλητα όρια αν κατανοείται ως άκρατος εξισωτισμός ή ως αποθέωση του ατομικιστικού καταναλωτισμού και του στενού συντεχνιασμού. Ετελεύτησε, όμως, η έννοια τον βίο της; Δεν υπάρχει θέμα ανακατανομής για πολλές, ακόμα και ανεπτυγμένες, χώρες; Δεν υπάρχει παντού θέμα ανακατανομής εισοδήματος όσον αφορά τη «νέα φτώχεια», την πληθώρα των μεταναστών, τον «κοινωνικό αποκλεισμό»; Κυρίως, δε, δεν υπάρχει θέμα ανακατανομής σε πλανητικό επίπεδο; Μόνο και μόνο αυτό το τελευταίο θα αρκούσε ώστε η ανακατανομή εισοδήματος να παραμείνει ως κεντρικό στοιχείο της αναπροσδιορισμένης κοινωνικής δικαιοσύνης. ?λλωστε, αν η Αριστερά διακρινόταν για τον διεθνισμό της, αυτό γίνεται πλέον όρος sine qua non για την ύπαρξή της την εποχή της παγκοσμιοποίησης.
Επιπλέον, εκτός από την προτεινόμενη «ισότητα ευκαιριών», η κοινωνική δικαιοσύνη πρέπει, πλέον, να περικλείει και την αναβάθμιση της έννοιας των συλλογικών ή δημόσιων αγαθών, την προσθήκη νέων σ' αυτά, τη μόνιμη ή περιοδική αποεμπορευματοποίηση των αγαθών αυτών, την εισαγωγή του κοινωνικού και οικολογικού στοιχείου στην αγορά.
Το πιο προβληματικό, όμως, στοιχείο των προτάσεων είναι η απάλειψη του όρου δημοκρατικός σοσιαλισμός και όχι επειδή συνεπάγεται και αλλαγή του τίτλου του κόμματος (!). Αν με τον όρο αυτό το SPD εννοούσε ένα τελειωμένο και κλειστό σύστημα, «ιδανικό και παραδείσιο», το οποίο επιβάλλεται εκ των άνω στην κοινωνία και στους ανθρώπους, τότε έπρεπε να απαλειφθεί εδώ και τώρα. Ο όρος, όμως, αυτός εισήχθη από τον πατέρα του ρεβιζιονισμού και του SPD Μπερνστάιν σε απόλυτη ρήξη με τα προαναφερθέντα, ενώ συνοδευόταν κι από την απόλυτη προτεραιότητα του κινήματος έναντι του στόχου. Επειδή, δε, στη συνέχεια αναπτύχθηκε και σε αντιπαράθεση με το σοβιετικό μοντέλο, προσδιορίσθηκε ως διαρκές κίνημα και μεταρρύθμιση της «παρούσας τάξης πραγμάτων» στο πλαίσιο της «μακράς διάρκειας». Ή, όπως τον προσδιόρισε στις μέρες μας ο επιφανής Γερμανός φιλόσοφος Γιούργκεν Χάμπερμας, είναι η «ριζοσπαστική, μεταρρυθμιστική αυτοκριτική μιας καπιταλιστικής κοινωνίας (...) και θα εξαφανισθεί μόνο μαζί με το αντικείμενο της κριτικής του, όταν ίσως η υφιστάμενη την κριτική κοινωνία θα έχει πλέον τόσο πολύ αλλάξει (...) ώστε να μπορεί να λαμβάνει σοβαρά υπόψη όσα πράγματα δεν εκφράζονται σε τιμές».
Τούτων όλων δοθέντων, τυχόν απάλειψη του όρου δημοκρατικός σοσιαλισμός απλώς θα σήμαινε τη συμμόρφωση με το δόγμα Φουκουγιάμα περί τέλους της Ιστορίας. Ένα κόμμα της Αριστεράς, δηλαδή, θα συνομολογούσε ότι ο καπιταλισμός αποτελεί το τελικό κοινωνικό στάδιο της ανθρωπότητας.
Αντίθετα, η διατήρηση του όρου και, άρα, του ιστορικού ορίζοντα ανοιχτού στην αλλαγή, δεν έχει να κάνει μόνο με τη θεωρητική πληρότητα, αλλά και με την ποιότητα, την ισχύ και την εμβέλεια των μεταρρυθμίσεων που προωθούνται.
Εν ολίγοις, η αναπόφευκτη αναζήτηση των δυνάμεων της Αριστεράς καλό είναι να μην οδηγήσει να πετάξουμε μαζί με τα νερά και το παιδί.
Ανάμεσα στην αναπόληση παρωχημένων ιδεών και στην παθητική προσαρμογή στην παρούσα τάξη πραγμάτων, υπάρχει ένας άλλος τρίτος δρόμος, του «ισχυρού αριστερού μεταρρυθμισμού». Δεν είναι ολοκληρωτικά χαραγμένος, αλλά πάντως είναι δρόμος προς τα μπρος. Ούτε φυγή προς τα πίσω ούτε επί τόπου σημειωτόν.