Η επιλογή των εθνικών μας εκπροσώπων στη Συνέλευση που θα επεξεργαστεί τον «Συνταγματικό Χάρτη» της Ενωμένης Ευρώπης, όπως αποφασίστηκε στο Λάακεν, είχε δύο θετικές ενδείξεις
Η πρώτη θετική ένδειξη είναι ότι τα δύο μεγάλα κόμματα συναινούν σε μια ενιαία εθνική θέση υπέρ μιας προωθημένης πολιτικής ενοποίησης της Ευρώπης. Η δεύτερη είναι η ετοιμότητα του ΠΑΣΟΚ να προσφέρει στον ΣΥΝ τη δυνατότητα παρουσίας στην ευρωπαϊκή συνέλευση και η εξίσου πρόθυμη αποδοχή της προσφοράς. Οι αψιμαχίες που ακολούθησαν δίνουν μια αμυδρή και εν πολλοίς «επαρχιακή» ακόμα πρόγευση ενός φαινομένου που θα γίνεται συνεχώς εντονότερο τα προσεχή χρόνια. Η «πολιτική ατζέντα» της Ελλάδας, όπως και των άλλων κρατών-μελών, θα χαρακτηρίζεται όλο και περισσότερο από την πυκνή σύμπλεξη των εθνικών με τα ευρωπαϊκά θέματα. Στο μέτρο που η ισχύς θα ανακατανέμεται μεταξύ εθνικού και ευρωπαϊκού επιπέδου θα αλλάζει και η αντίστοιχη «δοσολογία» στη γραμμή και στην οργάνωση των κομμάτων. Τα κόμματα δεν θα είναι φορείς μόνο μιας αντίληψης για το εθνικό συμφέρον, αλλά φορείς μιας αντίληψης για τον συνδυασμό του εθνικού με το ευρωπαϊκό συμφέρον. Από τη διαπάλη αυτών των αντιλήψεων μεταξύ των κομμάτων, αλλά και στο εσωτερικό τους, θα εξαρτηθεί ο τρόπος συμμετοχής της Ελλάδας στον νέο κύκλο εξέλιξης της εθνικής κοινωνίας και της Ενωμένης Ευρώπης: παθητική προσαρμογή ή δραστήρια και έγκαιρη μεταρρύθμιση; Η Ελλάδα απλώς θα παρακολουθεί ελκυόμενη από την εξωτερική δυναμική ή θα αναβαθμίζεται αξιοποιώντας δυναμικά την εξωτερική ώθηση;
Δεν γνωρίζουμε ακόμα ποιες θα είναι οι επιπτώσεις αυτής της αλλαγής και αυτού του διλήμματος στο κομματικό σύστημα. Πιστεύω ότι στο δίλημμα αντιστοιχούν δύο διαφορετικά σενάρια. Το σενάριο της παθητικής προσαρμογής θα συνοδευτεί από μια διαδικασία εξομοίωσης των κομμάτων και του πολιτικού προσωπικού, εντεινόμενης αδιαφορίας των πολιτών για την πολιτική και για το ποιος κυβερνά. Αντίθετα, το σενάριο της δυναμικής μεταρρύθμισης θα ταυτιστεί με την επανισχυροποίηση των εναλλακτικών πολιτικών λύσεων, της διάκρισης συντήρησης και προόδου, Αριστεράς και Δεξιάς.
Είναι προφανές ότι το δίλημμα αφορά κυρίως τη μεταρρυθμιστική παράταξη και την Αριστερά, που δεν θέλουν να υφίστανται παθητικά τον καταναγκασμό της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης και προσβλέπουν σε μια προωθημένη πολιτική ενοποίηση της Ευρώπης. Σχεδόν ταυτολογικά, η νέα πολιτική ατζέντα και η νέα πυκνή σύμπλεξη εθνικού - ευρωπαϊκού θα αποτελέσουν το πεδίο στο οποίο θα δοκιμαστεί η ικανότητα πολιτικής και ιδεολογικής αναζωογόνησης των δυνάμεων του εκσυγχρονισμού και της Αριστεράς.
Πράγματι, τα πολιτικά και ιδεολογικά ρεύματα, που στήριξαν «από τα αριστερά» την ευρωπαϊκή προοπτική της Ελλάδας και τον «εκσυγχρονισμό εν όψει της ΟΝΕ», έχουν εξαντλήσει τη δυναμική τους. Τόσο το φιλοευρωπαϊκό μεταρρυθμιστικό ρεύμα στο εσωτερικό του ΠΑΣΟΚ όσο και η ανανεωτική Αριστερά στο εσωτερικό του ΣΥΝ. Έτσι, έχει χαθεί ο ηγεμονικός πόλος που έδινε την προγραμματική και ιδεολογική δυναμική στην ευρύτερη εκσυγχρονιστική και αριστερή παράταξη. Το γεγονός αυτό αποτυπώθηκε άλλωστε στο εκσυγχρονιστικό εγχείρημα που άνοιξε με την επικράτηση του Κ. Σημίτη. Η Ελλάδα πέτυχε χάρη στην εθνική αποδοχή που είχε ο στόχος της ΟΝΕ, καθοδηγούμενη από μια κυβέρνηση που χρειάστηκε να παλέψει πολλές φορές εναντίον του κόμματος που τη στήριζε. Έλειψε έτσι το μεταρρυθμιστικό Πολιτικό Κόμμα (ή τα μεταρρυθμιστικά πολιτικά κόμματα) που θα εξασφάλιζε τη γόνιμη σύνδεση κοινωνίας και κυβέρνησης, που θα έδινε μεταρρυθμιστικό βάθος στον επιχειρούμενο εκσυγχρονισμό. Σήμερα, έχοντας την ασφάλεια της εθνικής επιτυχίας, μπορούμε να πούμε ότι αυτό υπήρξε το μεγάλο έλλειμμα του εκσυγχρονισμού της δεκαετίας του '90. Η Ελλάδα μπόρεσε, αλλά οι πολιτικές δυνάμεις τής μεταρρυθμιστικής και ανανεωτικής Αριστεράς δεν δυνήθηκαν. Να συμπληρώσουμε αμέσως, για να δείξουμε τη δυσκολία του εγχειρήματος, ότι και σε ευρωπαϊκό επίπεδο η Αριστερά, κάθε είδους, δεν στάθηκε ικανή να μετατρέψει την κυβερνητική ισχύ που είχε στην Ε.Ε. κατά το δεύτερο μισό της δεκαετίας του '90 σε αφετηρία ιδεολογικής αναγέννησης και νέου πολιτικού σχεδιασμού.
Όπως και να έγιναν όμως, τώρα που ανοίγει ο νέος πολιτικός κύκλος της Ελλάδας του ευρώ και της θεσμικής αναδιάρθρωσης της Ενωμένης Ευρώπης, το στοίχημα θα ξανατεθεί με νέους όρους. Τα κόμματα και οι πολιτικές παρατάξεις, όποια μορφή και αν πάρουν, χρειάζονται έναν ηγεμονικό πόλο στο εσωτερικό τους, ο οποίος να συμπυκνώνει πολιτική διεύθυνση, ηθικές αξίες, συνείδηση της ιστορικής πορείας, θεωρητικές αναφορές. Η πορεία της Ελλάδας στον νέο πολιτικό κύκλο, η δυνατότητα να αναβαθμίσει τη θέση της και όχι απλώς να παρακολουθήσει τις εξωτερικές διεργασίες (οπότε μπορεί και να παραπατήσει), θα εξαρτηθεί από την ανάδυση ή όχι ισχυρών ηγεμονικών πόλων, τόσο στο εσωτερικό της συντηρητικής παράταξης όσο και στον χώρο της Αριστεράς και του Κέντρου. Ειδικά για τη δεύτερη περίπτωση, το πεδίο ανάδυσης ενός νέου ηγεμονικού πόλου είναι ασφαλώς η σύνδεση του εκσυγχρονισμού της χώρας με την προοπτική της πολιτικής ενοποίησης της Ευρώπης και τα προτάγματα της Αριστεράς. Παραμένουν όμως ανοιχτά ζητήματα τα χαρακτηριστικά, οι δυνάμεις και οι διαδικασίες συγκρότησής του.
Εδώ θα είμαστε να τα παρακολουθήσουμε.
Ο Γιάννης Βούλγαρης είναι πολιτικός επιστήμων, ερευνητής στο Ινστιτούτο Πολιτικής Κοινωνιολογίας του Εθνικού Κέντρου Κοινωνικών Ερευνών.