(ΗΜΕΡΗΣΙΑ, 09.Ο3.2002)
Η άσκηση ποινικών διώξεων και η απαγγελία βαρύτατων κατηγοριών εναντίον του μεγαλοεπιχειρηματία Σ. Κόκκαλη, ο διαφαινόμενος χρονικός ορίζοντας της δικαστικής διερεύνησης, σε συνάρτηση με το βαθμό διείσδυσης των επιχειρήσεών του σε κρίσιμους τομείς της ελληνικής οικονομίας, έχουν εξ αντικειμένου δημιουργήσει την εύφλεκτη πρώτη ύλη για τη διαμόρφωση ενός πρωτοφανούς σε οξύτητα πολιτικού κλίματος που μόνο δεινά προοιωνίζεται. Αν μάλιστα, συνυπολογιστούν όσα προηγήθηκαν με τον παράνομο τζόγο και όσα απειλείται να ακολουθήσουν, γίνεται εύκολα αντιληπτό ότι, η χώρα μπορεί να οδηγηθεί σε μια άνευ προηγουμένου μείζονα πολιτική, οικονομική αλλά και ηθική κρίση.
Είναι πολλοί εκείνοι που ερωτοτροπούν με την ιδέα να βυθίσουν την πολιτική ζωή του τόπου σε μια απέραντη σκανδαλολογία και σε μια άγονη αναμόχλευση του παρελθόντος, νομίζοντας ότι, η πολιτική και ηθική εξόντωση των αντιπάλων τους, θα οδηγήσει στη δική τους επικράτηση. Δυστυχώς, τέτοιου είδους αντιλήψεις και πρακτικές δεν ενδημούν μόνο στους αδηφάγους επιχειρηματικούς κύκλους, ή στους κόλπους της κίτρινης παραδημοσιογραφίας αλλά και στους δύο μεγάλους πολιτικούς χώρους. Αποτελούν μέρος του τρόπου με τον οποίο τμήματα των ηγετικών τους ελίτ αντιλαμβάνονται την πολιτική. Όλοι αυτοί δεν συνειδητοποιούν ότι, σ’ αυτόν τον χωρίς αρχές πόλεμο αλληλοεξόντωσης, οι μόνοι νικητές, θα είναι όσοι απεργάζονται σχέδια για μια ελεγχόμενη, τυπική, ανάπηρη Δημοκρατία.
Η πολιτική οφείλει να πάρει αποστάσεις ασφαλείας από αυτό το νοσηρό κλίμα. Μια «υγειονομική ζώνη» προστασίας της πολιτικής σφαίρας και της δημόσιας ζωής πρέπει να δημιουργηθεί, απ’ όλους όσοι νοιάζονται για τη σταθερότητα των θεσμών και την αποτελεσματική προάσπιση της ομαλής δημοκρατικής πορείας. Το σύνολο του πολιτικού κόσμου, αποκρούοντας τις πιέσεις και αντιστεκόμενο στους εκβιασμούς, οφείλει να λάβει αποφάσεις που να θωρακίζουν το δημόσιο συμφέρον. Από αυτή την άποψη η ενδυνάμωση του ρόλου θεσμών όπως: οι Ειδικές Κοινοβουλευτικές Επιτροπές, το Ελεγκτικό Συνέδριο, η Επιτροπή Ανταγωνισμού, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, το Ε.Σ.Ρ. και οι άλλες Ανεξάρτητες Αρχές, καθώς επίσης, η οριστική εκκαθάριση του ραδιοτηλεοπτικού τοπίου, η αποτελεσματική και διαφανής διαχείριση των κονδυλίων του Γ΄Κ.Π.Σ. και η αναδιοργάνωση των ελεγκτικών μηχανισμών είναι θέματα κεφαλαιώδους σημασίας.
Από την άλλη πλευρά, η Δικαιοσύνη πρέπει να αφεθεί απερίσπαστη να επιτελέσει το έργο της . Όμως, αυτό δεν είναι δυνατό να συμβεί όταν μερίδα του Τύπου, συγκεκριμένα ραδιοτηλεοπτικά μέσα και πολιτικοί παράγοντες διαμορφώνουν ατμόσφαιρα κάθετης πόλωσης και διχαστικής αναμέτρησης. Όταν, ειδικά η Αντιπολίτευση , φλερτάρει με την ιδέα να χρησιμοποιήσει την εν εξελίξει δικαστική διαδικασία ως το βασικό μοχλό για να επιτύχει την ανατροπή του σημερινού πολιτικού σκηνικού και να πλήξει το ίδιο το πρόσωπο του Πρωθυπουργού Κώστα Σημίτη.
Αυτό που προέχει, λοιπόν, είναι η διαμόρφωση ενός ευρύτατου διακομματικού μετώπου εναντίον της απαξίωσης και του ευτελισμού της πολιτικής. Κάτι που μπορεί να επιτευχθεί με τη συμφωνημένη απεμπλοκή της πολιτικής μας ζωής από τον θανάσιμο εναγκαλισμό εκείνων των κέντρων ισχύος που επιχειρούν να την ποδηγετήσουν, διαμορφώνοντας εξελίξεις μακριά από την εκφρασμένη θέληση του ελληνικού λαού. Και να μετατρέψουν όλο το διάστημα δικαστικής διερεύνησης της υπόθεσης Κόκκαλη (ή άλλων αντίστοιχων υποθέσεων, όπως αυτή του συγκροτήματος Αλαφούζου),σε περίοδο ομηρείας και αιχμαλωσίας του πολιτικού κόσμου.
Έτσι όπως διαμορφώνεται η κατάσταση, είναι τουλάχιστον αποπροσανατολιστική επιλογή, να τεθούν στο επίκεντρο του ενδιαφέροντός της κοινής γνώμης οι δομές του ψυχροπολεμικού διπολικού κόσμου και πόσο αυτές επηρέασαν όλους του πολιτικούς χώρους, την οικονομία και την κοινωνία. Γιατί στην Ελλάδα δεν έδρασε μόνο η «ηττημένη» Στάζι , αλλά (κυρίως) η «θριαμβεύτρια» CIA. Γιατί, πολλές σημερινές πραγματικότητες σε όλους τους τομείς, οφείλονται σε κινήσεις και μεθοδεύσεις που εντάσσονταν στον τότε αμείλικτο ανταγωνισμό των δύο υπερδυνάμεων, όπως αυτός διαπλέκονταν με τους εσωτερικούς κοινωνικούς, οικονομικούς και πολιτικούς παράγοντες.
Γιατί – σ’ ένα άλλο επίπεδο προσέγγισης – στην Ελλάδα, αλλά και σε πολλές άλλες χώρες με ομοειδή προβλήματα , υπήρξε συνήθης πρακτική στο πλαίσιο ενός συγκεκριμένου μοντέλου ανάπτυξης, η δημιουργία δημοσίων αλλά και ιδιωτικών επιχειρήσεων - «εθνικών πρωταθλητών», σε καίριας σημασίας τομείς, μέσω σειράς ευνοϊκών ρυθμίσεων (πρόσβαση στον τραπεζικό δανεισμό, εξασφάλιση προμηθειών του κράτους, φορολογικές διευκολύνσεις, αποθάρρυνση του ανταγωνισμού, προστατευτικές ρυθμίσεις κλπ)
Τόσο η νέα περίοδος στην οποία έχει εισέλθει ο κόσμος μετά την πτώση του Τείχους, όσο και το νέο ανταγωνιστικό περιβάλλον στην οικονομία μετά την είσοδο της χώρας στην ΟΝΕ, με τα μέτρα απελευθέρωσης των αγορών και την περιορισμό του ρόλου του κράτους στα αναγκαία επιτελικά και ρυθμιστικά του καθήκοντα, πρέπει να μας κάνουν ευφυέστερους.
Το ζητούμενο πλέον – κι αυτό είναι το στοιχείο εκείνο που πρέπει να αναδείξει μια πολιτική που στοχάζεται και έχει προοπτική – δεν είναι πως θα επανεφεύρουμε την πυρίτιδα, αποκαλύπτοντας, με καθυστέρηση δύο, τριών, ή, τεσσάρων δεκαετιών τα προπατορικά αμαρτήματα, τις αιμομικτικές σχέσεις οικονομικής δύναμης και πολιτικής ισχύος, τις διαπλοκές και τις διασυνδέσεις μέσω των οποίων δημιουργήθηκαν και αναπτύχθηκαν στην Ελλάδα οι μεγάλοι επιχειρηματικοί όμιλοι. Ούτε να χαθούμε μέσα σε έναν κυκεώνα στοιχείων και αλληλοκατηγοριών σχετικά με χαριστικές συμβάσεις, επιδοτήσεις, φωτογραφικές διατάξεις νόμων, νοθεύσεις του ανταγωνισμού και τόσα άλλα μεταξύ των οποίων δεν είναι ήσσονος σημασίας η υπερεκμετάλλευση των εργαζομένων και η καταστροφή του περιβάλλοντος. Όλα αυτά προσδιόρισαν μια συγκεκριμένη εποχή, έναν συγκεκριμένο τύπο καπιταλιστικής ανάπτυξης και συσσώρευσης υπό την ασφυκτική κηδεμονία του εθνικού κράτους.
Σήμερα, αυτό το πρότυπο ανάπτυξης εξάντλησε την δυναμική του. Στην εποχή της παγκόσμιας αλληλεξάρτησης και της πληροφορικής επανάστασης αυτό που έχει σημασία είναι πώς, οι μεγάλοι επιχειρηματικοί όμιλοι ( που ας μην ξεχνάμε: απασχολούν χιλιάδες εργαζόμενους έχουν σημαντικό παραγωγικό και τεχνολογικό δυναμικό, είναι εισηγμένες στο χρηματιστήριο και η τύχη τους απασχολεί εκατομμύρια επενδυτές), αλλά και οι μικρότερες επιχειρήσεις, θα καταφέρουν να σταθούν στο νέο ανταγωνιστικό περιβάλλον χωρίς τα δεκανίκια του κράτους, ή, τις ενισχύσεις των Κοινοτικών Πλαισίων Στήριξης και των Ολυμπιακών Αγώνων. Πώς, ακόμη, η χώρα μας, που υστερεί απελπιστικά στην προσέλκυση ξένων επενδύσεων, θα αντλήσει κεφάλαια για να στηρίξει σε υγιείς βάσεις την ανάπτυξή της με όρους πραγματικής σύγκλισης προς τα ευρωπαϊκά δεδομένα .
Αυτή η συζήτηση, που ουσιαστικά συνιστά «το πρόβλημα του καθρέφτη», το οποίο αντιμετωπίζει ολόκληρη η ελληνική κοινωνία (κι όχι μόνο οι επιχειρήσεις), πρέπει να διεξαχθεί με ευθύνη της πολιτικής. Είναι όρος για την επιστροφή της πολιτικής, για την ανασυγκρότηση των πολιτικών υποκειμένων και την ενεργοποίηση των πολιτών, ώστε να ξαναβρεί η χώρα ένα πειστικό συλλογικό όραμα Έναν πολυδιάστατο εθνικό στόχο, που για να επιτευχθεί απαιτεί ένα νέο κύμα εκσυγχρονισμού, αλλαγών και μεταρρυθμίσεων που θα ανατρέπουν κατεστημένα συμφέροντα και βαθιά ριζωμένες νοοτροπίες και συμπεριφορές.
Ο διάλογος αυτός και οι ανάλογες πολιτικές πρωτοβουλίες είναι κάτι παραπάνω από επιτακτική ανάγκη. Όλα τα άλλα είναι τα παθογενή κατάλοιπα μιας άλλης εποχής, με τα οποία επιμένουν να ασχολούνται μόνο όσοι έχουν εθιστεί στις σκιαμαχίες και στη θλιβερή αναβίωση διχαστικών καταστάσεων, επειδή δεν έχουν τίποτα καλύτερο να κάνουν, ή, γιατί έτσι επιβεβαιώνουν το ρόλο τους και προωθούν τα συμφέροντά τους. Θα είναι κρίμα να συνεχίσουμε να τους παρακολουθούμε, χωρίς να αντιδρούμε, όλοι οι υπόλοιποι