ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ, 25-11-02)
Η χειρότερη «λύση» για το Κυπριακό είναι η μη-λύση, η σημερινή κατάσταση της ουσιαστικής διχοτόμησης. Αυτή την πραγματικότητα αλλάζει το σχέδιο Ανάν. Η σύγκριση των πλεονεκτημάτων και μειονεκτημάτων πρέπει να γίνεται με τη σημερινή απαράδεκτη κατάσταση και όχι βεβαίως με αυτό που θα θέλαμε εμείς ως ιδανική λύση.
Από τη στιγμή που ορθώς έχουμε επιλέξει τη λύση μέσω διαπραγματεύσεων, διέξοδος δεν μπορεί να υπάρξει παρά μόνο με συμφωνία της Τουρκίας. Άρα η λύση θα είναι τόσο ισορροπιστική ώστε να μην αρέσει ιδιαίτερα ούτε στην ελληνική ούτε στην τουρκική πλευρά. Συμβιβασμός χωρίς στοιχεία δυσάρεστα για μας δεν μπορεί να υπάρξει. Πόσο μάλλον που η δική μας πλευρά επείγεται για λύση. Η άλλη πλευρά θα ήταν ευτυχής αν διαιωνιστεί η σημερινή κατάσταση. Οι δικές μας υποχωρήσεις θα είναι σε σχέση με κριτήρια που εμείς έχουμε στο μυαλό μας. Οι τουρκικές υποχωρήσεις όμως θα είναι πολύ πιο πραγματικές: θα αναγκαστούν να επιστρέψουν εδάφη που κατέκτησαν με πόλεμο το 1974 και να δεχτούν χωρίς πόλεμο την αποχώρηση των στρατευμάτων κατοχής.
Με το σχέδιο Ανάν οι Ελληνοκύπριοι θα ελέγχουν το μεγαλύτερο ποσοστό εδάφους που μας πρόσφερε ποτέ οποιοδήποτε σχέδιο επίλυσης του Κυπριακού. Παράλληλα για να επιστρέψει ένας μεγάλος αριθμός Ελληνοκυπρίων προσφύγων, θα αναγκαστούν να μετακινηθούν 42.000 Τουρκοκύπριοι, χωρίς να έχουν δικαίωμα επιστροφής οι Τουρκοκύπριοι πρόσφυγες.
Με τη λύση επιστρέφουν 85.000 Ελληνοκύπριοι πρόσφυγες. Χωρίς λύση δεν επιστρέφει κανείς. Mε τη λύση όσοι δεν επιστρέψουν, θα αποζημιωθούν. Χωρίς λύση δεν θα αποζημιωθεί κανείς. Με τη λύση, όποιος θέλει μπορεί να επισκέπτεται το βόρειο μέρος. Χωρίς λύση δεν θα μπορεί κανείς. Αυτά είναι τα πραγματικά διλήμματα με βάση τα οποία πρέπει να επιλέξουμε. Η λογική του «όλα ή τίποτα», οδηγεί στο τίποτα.
Για να υποχρεωθεί η Τουρκία να συναινέσει, απαιτείται διεθνής πίεση που αυτή τη στιγμή είναι η μεγαλύτερη δυνατή και είναι αμφίβολο αν υπάρξει στο μέλλον. Ταυτόχρονα η Τουρκία πρέπει να πάρει κάτι σημαντικό από την Ευρωπαϊκή Ένωση για την ενταξιακή προοπτική της. Επομένως, η συζήτηση περί «πακέτου θεμάτων» είναι άνευ ουσίας: προφανώς θα πρόκειται για ένα «δούναι και λαβείν». Και κάτι ακόμα: με τις ασφυκτικές χρονικές προθεσμίες ασκείται πίεση όχι στην ελληνική πλευρά αλλά στην Τουρκία και στον Ντενκτάς, που θα ήθελαν να ξεφύγουν από την πίεση και να κωλυσιεργούν για άλλα 30 χρόνια το Κυπριακό.
Αν ενταχθεί η Κύπρος στην Ε.Ε. χωρίς λύση, υπάρχει κίνδυνος να συνεχιστεί ο εποικισμός στα κατεχόμενα αλλά και να αναγνωριστεί το ψευδοκράτος από αρκετές –ισλαμικές κυρίως- χώρες. Επομένως, η διχοτόμηση να εδραιωθεί. Αντιθέτως, με τη λύση, αποφασίζεται τώρα άπαξ και δια παντός το εδαφικό και η αποχώρηση των στρατευμάτων κατοχής, ενώ η θεσμική λειτουργία του κράτους θα επηρεάζεται σταδιακά αλλά αποφασιστικά από τις προδιαγραφές της Ε.Ε. αλλά και από την συνύπαρξη Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων που θα μπορούν όποτε θέλουν να διορθώσουν από κοινού τις τυχόν δυσλειτουργίες. Σημειωτέον, οι συνταγματικές ρυθμίσεις είναι μεν πολύπλοκες αλλά σύμφωνες με τον ομοσπονδιακό χαρακτήρα του κράτους.
Ας μη χαθεί λοιπόν αυτή η μεγάλη ευκαιρία για την Κύπρο!