Ο Χριστόδουλος εκφράζει στην Ελλάδα οργανικές και βαθύτερες μεταβολές που συμβαίνουν στην ευρωπαϊκή Δεξιά
«Ο Χριστόδουλος και η ηγετική ομάδα της Διοικούσας Εκκλησίας κλιμακώνουν σταθερά την αντιπαράθεσή τους με την Πολιτεία και την κυβέρνηση, οξύνουν το κλίμα και διευρύνουν τα θέματα της σύγκρουσης, δίχως να ορρωδούν προ ουδενός ούτε καν προ του Συντάγματος της χώρας» («ΤΑ ΝΕΑ», 15.9.2000). Φαίνεται έτσι να επιβεβαιώνεται η άποψη ότι ασχέτως με το πώς άρχισε αυτή η αντιπαράθεση, ανέδειξε ουσιαστικά μια προϋπάρχουσα αντίληψη της ηγεσίας Χριστόδουλου για τον ρόλο της Εκκλησίας στη σημερινή Ελλάδα. Η παρατεταμένη σύγκρουση της Πολιτείας με την Εκκλησία είναι ασφαλώς αμοιβαία επώδυνη. Στην παρούσα, κρίσιμη για τη χώρα, ιστορική περίοδο, η Ελλάδα χρειαζόταν όχι μια κρατικίστικη και πολιτικά αντιδραστική Ιεραρχία, αλλά μια κοινωνιοκεντρική Εκκλησία, ικανή να προσφέρει παρηγορία και αλληλεγγύη μεταξύ των ανθρώπων μιας αυξανόμενα δύσκολης και πολυπολιτισμικής κοινωνίας. Ωστόσο, είναι πολύ αμφίβολο αν αυτή τουλάχιστον την περίοδο, κινήσεις συμβιβασμού και «καταλλαγής» θα επανέφεραν τα πράγματα στην προηγούμενη κατάσταση. Ο Χριστόδουλος κατέβασε την Εκκλησία στον πολιτικό στίβο και έχει πρόθεση να μείνει σε αυτόν. Οι στόχοι ξεπερνούν τη συγκυρία και τις καθαυτό σχέσεις Κράτους - Εκκλησίας. Διεκδικεί να έχει καθοριστικό ρόλο στο επίπεδο των ιδεών και της αυτογνωσίας, με την οποία η ελληνική κοινωνία παρουσιάζεται στον στίβο της παγκοσμιοποίησης και της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Το ισχυρό του όπλο είναι η δυνατότητα να καταστήσει ομήρους τα μεγάλα κόμματα επιβάλλοντας τον έλεγχό του σε ένα σημαντικό τμήμα της μαζικής βάσης τους, γεγονός καθοριστικό τόσο για την εκλογική αναμέτρηση όσο και για την επιλογή των βουλευτών. Το αδύνατο σημείο του είναι το χαμηλό επίπεδο και η πολιτική εμπάθεια των περισσότερων ιεραρχών, που θυμίζουν ότι η Διοικούσα Εκκλησία σε αντίθεση με τον Στρατό, το κόμμα, τη Δημόσια Διοίκηση είναι ο μόνος θεσμός της μετεμφυλιακής Δεξιάς που δεν αναγεννήθηκε μέσα από την εμπειρία της μεταπολίτευσης.
Τα πυρά της ηγετικής ομάδας της Διοικούσας Εκκλησίας στρέφονται σήμερα εναντίον της κυβέρνησης, του Πρωθυπουργού και του ΠΑΣΟΚ. Η Ν.Δ. επιχαίρει και προσπαθεί να εκμεταλλευτεί το αντικυβερνητικό μένος των ιεραρχών. Προβληματισμοί στελεχών στα παρασκήνια αφήνουν να φανεί κάποια ανησυχία για τις αρνητικές επιπτώσεις που μπορεί να έχει στη φυσιογνωμία και την ταυτότητα του κόμματος η υποταγή στη στρατηγική Χριστόδουλου. Οι ανησυχίες είναι βάσιμες. Η Ν.Δ. μπορεί να θεωρηθεί ήδη όμηρος των ιεραρχών, καθώς ο κόσμος της αποτελεί αναμφισβήτητα τη ραχοκοκαλιά των κινητοποιήσεων. Ο Χριστόδουλος συνδιαχειρίζεται πλέον πολιτικά την εκλογική βάση της Ν.Δ. Από τη μια, υποκαθιστά την ηγεσία της και δίνει μαχητική διέξοδο στην καταπιεσμένη, από τις αλλεπάλληλες εκλογικές αποτυχίες, επιθετικότητα του κόσμου της. Από την άλλη, δίνει φωνή και όνομα στις φοβίες της λαϊκής Δεξιάς, ιδίως της επαρχίας και των μικρών πόλεων. Παλιότερα αντικομμουνιστική και γι' αυτό φιλοδυτική, σήμερα ατόφια συντηρητική, η λαϊκή Δεξιά γαντζώνεται με αγωνία στον κόσμο τού «πατρίς, θρησκεία, οικογένεια», καθώς τον αισθάνεται να απειλείται από τις ταχύτατες αλλαγές μιας ανοιχτής κοινωνίας. Κατά τούτο ο Χριστόδουλος εκφράζει στην Ελλάδα οργανικές και βαθύτερες μεταβολές που συμβαίνουν στην ευρωπαϊκή Δεξιά.
Πράγματι, σε πολλές χώρες της Ευρώπης ένα μέρος της μαζικής βάσης των δεξιών ή κεντροδεξιών κομμάτων μετατοπίζεται σε ακραίες θέσεις. Οι αγωνίες της παγκοσμιοποίησης σπρώχνουν κάποια κοινωνικά στρώματα σε μια λαϊκίστικη, εθνικιστική ή εθνοτική Δεξιά, η οποία προτάσσει τον ανοιχτό ή συγκεκαλυμμένο αντιευρωπαϊσμό, την πολιτική ως αντιπαράθεση πολιτισμικών ταυτοτήτων και καθορίζει το «εμείς» και οι «άλλοι» στη βάση μιας «καθαρής» και «ομοιογενούς» πολιτισμικής ταυτότητας, η οποία είναι αποκλειστική και αποκλείουσα. Δεν δέχεται την πολλαπλή ένταξη, τον πολυδιάστατο και ανοιχτό χαρακτήρα που μπορεί και κατά κανόνα έχει η ταυτότητα τού πολίτη μιας σύγχρονης δημοκρατικής κοινωνίας. Πρόκειται για μια Δεξιά εγγενώς αυταρχική και αντιδημοκρατική που συγκρούεται ευθέως με την κουλτούρα και τα ρεύματα του φιλελευθερισμού, τα οποία εξακολουθούν να συνυπάρχουν στα μεγάλα κεντροδεξιά κόμματα, δημιουργώντας εσωτερικές εντάσεις.
Ασφαλώς η παγίωση μιας τέτοιας ακροδεξιάς μεταστροφής σημαντικού κόσμου της Ν.Δ. έχει αρνητικές συνέπειες για το σύνολο του πολιτικού συστήματος και του δημόσιου βίου. Γι' αυτό έχει μεγάλη ευθύνη η ηγεσία της Ν.Δ. για τη στάση που θα κρατήσει στο «δημοψήφισμα» της Διοικούσας Εκκλησίας. Και τα πρώτα δείγματα που δίνουν ηγετικά της στελέχη είναι θλιβερά και ανησυχητικά. Όταν βγαίνουν στην τηλεόραση με αθώο ύφος και δηλώνουν ότι θα προσυπογράψουν «ομολογώντας την πίστη τους», εξαπατούν τους πολίτες και καταπατούν τις θεμελιακές αρχές του κράτους δικαίου. Είναι άλλο πράγμα η άποψη που έχουν για το θέμα των ταυτοτήτων και άλλο η συνηγορία τους να λυθεί ένα πρόβλημα που αφορά στα ανθρώπινα δικαιώματα με δημοψήφισμα. Η διάκριση αυτή είναι ίσως περίπλοκη για να την κατανοήσουν με το πρώτο οι απλοί πολίτες μιας εθνικά ομοιογενούς περίπου κοινωνίας, αλλά είναι απαράδεκτο να την υποστηρίζουν ηγέτες κόμματος που θέλει να εκφράζει και τη φιλελεύθερη ιδεολογία. Αυτοί καταλαβαίνουν καλά ότι η θέση πως τα ανθρώπινα δικαιώματα δεν τίθενται σε δημοψήφισμα, γιατί τότε θα ήταν έρμαια στη δικτατορία της πλειοψηφίας, αποτελεί το Α και το Ω του κράτους δικαίου και της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Γι' αυτό η σημερινή αντιπαράθεση δεν είναι μάχη για την πίστη, αλλά υπεράσπιση της ποιότητας της δημοκρατίας μας και του πολιτισμού που θέλουμε να διαπερνά τις κοινωνικές σχέσεις των ανθρώπων που γεννήθηκαν ή ζουν σε αυτήν τη χώρα.
Η αιχμαλωσία της Ν.Δ. από την ηγετική ομάδα της Διοικούσας Εκκλησίας θα έχει παρατεταμένες επιπτώσεις στη φυσιογνωμία του κόμματος. Αυτό βεβαίως δεν διασκεδάζει τον πονοκέφαλο της κυβέρνησης. Ίσως όμως δίνει τη δυνατότητα συναινετικής αντιμετώπισης ενός κοινού προβλήματος: τις συνέπειες που θα έχει η σημερινή σύγκρουση στον τρόπο εκλογής των βουλευτών δηλαδή στον τρόπο επιλογής του πολιτικού προσωπικού τής χώρας. Η εκλογή του συνόλου των βουλευτών (πλην των Επικρατείας) με τη μέθοδο του σταυρού υποτίθεται ότι επικυρώνει τον ρόλο του «κυρίαρχου πολίτη». Η άποψη αυτή ενισχύθηκε από την ατυχή εφαρμογή (1985) της λίστας την οποία διαμόρφωναν με τρόπο απολυταρχικό οι αρχηγοί - μονάρχες των κομμάτων της περασμένης δεκαετίας. Όμως στη σημερινή δημοκρατία του καναπέ η μέθοδος του σταυρού έχει καταλήξει στην εξάρτηση των πολιτευτών από τα μεγάλα και μικρά οικονομικά συμφέροντα, από τα μεγάλα και μικρά μέσα επικοινωνίας. Σε αυτά θα προστεθεί τώρα και ο τοπικός μητροπολίτης ή επίσκοπος. Δεν θα ήταν προς το συμφέρον όλων των κομμάτων να τροποποιήσουν τον εκλογικό νόμο καθιερώνοντας την εκλογή ενός σημαντικού μέρους των βουλευτών με λίστα έτσι ώστε τα κόμματα να ανακτήσουν τμήμα της κυριαρχίας τους στην επιλογή τού πολιτικού προσωπικού; Έτσι κι αλλιώς, οι κομματικές διαδικασίες είναι περισσότερο δημοκρατικές από τις αδιαφανείς αγοραίες δοσοληψίες ή τις εξ ορισμού ιεραρχικές σχέσεις «ποιμένα και ποιμνίου».
Ο Γιάννης Βούλγαρης είναι πολιτικός επιστήμονας, ερευνητής στο Ινστιτούτο Πολιτικής Κοινωνιολογίας του Εθνικού Κέντρου Κοινωνικών Ερευνών