Αν ο «κοινωνικός διάλογος» για το ασφαλιστικό ακολουθήσει το παράδειγμα των προηγούμενων «διαλόγων» τότε η εξέλιξή του είναι γνωστή από τώρα. Το ΠΑΣΟΚ-κυβέρνηση θα συγκρουστεί με το ΠΑΣΟΚ των ΔΕΚΟ, το ΠΑΣΟΚ-αντιπολίτευση θα ρίχνει λάδι στη φωτιά, οι ΠΑΣΟΚ-«βαρόνοι» θα διαπραγματεύονται την υποστήριξη προς την κυβέρνησή τους με στόχο να πετύχουν δικά τους «αιτήματα», το ΚΚΕ θα καταγγέλλει την κυβέρνηση γιατί είναι καπιταλιστική, η Ν.Δ. θα καταγγέλλει την κυβέρνηση γιατί είναι κυβέρνηση και ο ΣΥΝ θα εντοπίζει γενικά σωστά τα προβλήματα, θα υπεκφεύγει το «διά ταύτα» και θα καταγγέλλει την κυβέρνηση γιατί είναι του Σημίτη.
Η επανάληψη αυτού του σεναρίου θα επιβεβαιώσει ότι το σημερινό πολιτικό σύστημα και τα κόμματα πάσχουν από αθεράπευτη μυωπία, βλέπουν μόνο κοντά, γιατί τόσο τους επιτρέπει το πρόσκαιρο ίδιον όφελος. Αδυνατούν να λογαριαστούν με κεφαλαιώδη ζητήματα που ο ορίζοντάς τους φτάνει ή ξεπερνά τη δεκαετία. Τέτοια όμως είναι τα προβλήματα που θέτει η ανάγκη μετάβασης της Ελλάδας στη νέα «μεταβιομηχανική» περίοδο: ανάπτυξη της αποκαλούμενης κοινωνίας της πληροφορίας από την οποία εξαρτάται πρωτίστως η ανταγωνιστικότητα της χώρας και αναμόρφωση του κράτους πρόνοιας από την οποία εξαρτάται η κοινωνική συνοχή στις νέες συνθήκες και προστασία του περιβάλλοντος από την οποία εξαρτάται αν θα έχουμε νερό να πίνουμε όταν θα αγωνιζόμαστε να βρούμε την άκρη στα δύο προηγούμενα.
Το «ασφαλιστικό» αποτελεί το μέγα αγκωνάρι και τον γρίφο της αναμόρφωσης του ελληνικού κράτους πρόνοιας. Σε αυτό συμπυκνώνονται οι αδυναμίες του παρελθόντος, τα κεκτημένα του παρόντος και οι ανάγκες του μέλλοντος. Παρόμοια προβλήματα έχουν και οι άλλες ευρωπαϊκές χώρες, ανάλογα με τον τύπο κράτους πρόνοιας που οικοδόμησαν τις προηγούμενες δεκαετίες. Στην Ελλάδα, τα κόμματα και οι ειδικοί γνωρίζουν τις ιστορικές αδυναμίες του κράτους πρόνοιας και του ασφαλιστικού συστήματος. Η κοινωνική δαπάνη μονοπωλείται σχεδόν από τις συντάξεις ενώ αφήνει ψίχουλα ή τίποτα για την προστασία των ανέργων, των μη ασφαλισμένων, των φτωχών νοικοκυριών. Το περίφημο δίχτυ προστασίας έχει τεράστιες τρύπες από τις οποίες πέφτουν οι πιο αδύναμοι. Το ασφαλιστικό σύστημα είναι κατακερματισμένο, άνισο, αδιαφανές και ανορθολογικό, αποτέλεσμα μιας πελατειακής λογικής που ευνόησε τις ισχυρές κοινωνικές ομάδες. Η χρηματοδότησή του επιβαρύνει πολύ το κόστος της εργασίας και αποτελεί αντικίνητρο στη δημιουργία νέων θέσεων απασχόλησης. Ευνοεί την παραοικονομία, τη «συναινετική» εισφοροδιαφυγή εργοδοτών και εργαζομένων κατά το μεγαλύτερο μέρος του εργάσιμου βίου και την πρόωρη συνταξιοδότηση με το κατώτερο ύψος σύνταξης. Η κρατική ενίσχυση διοχετεύεται στην υπάρχουσα στρεβλή δομή και την αναπαράγει. Το ελληνικό κράτος πρόνοιας, όπως και των άλλων νοτιοευρωπαϊκών χωρών, αποτελεί τον φτωχό συγγενή του κεντροευρωπαϊκού μοντέλου το οποίο διαμορφώθηκε στις συνθήκες της μεταπολεμικής «χρυσής εποχής» του καπιταλισμού: συνεχής ανάπτυξη, πλήρης απασχόληση, ηλικιακά «νεαρή» κοινωνία. Απευθυνόταν στον αρσενικό οικογενειάρχη που έφερνε τον μισθό, ενώ η γυναίκα φρόντιζε το σπίτι. Σπάνια η καριέρα διακοπτόταν από την ανεργία (κάπου στο 3%) κι επομένως η κοινωνική προστασία συγκεντρωνόταν στον μετά την εργασία χρόνο, στα γερατειά, δηλαδή στη σύνταξη. Από αυτό το παρελθόν, το ελληνικό μαζί με τα ευρωπαϊκά κράτη πρόνοιας πρέπει να πάει στο μέλλον. Να ανακατανείμει πόρους και δικαιώματα ανάλογα με τις νέες συνθήκες, τις νέες δυνατότητες αλλά και τους νέους κινδύνους. Νέες μορφές απασχόλησης, περισσότερο ασυνεχείς εργασιακές καριέρες, αυξημένες ανάγκες περιοδικής κατάρτισης, αλλαγή της ηλικιακής σύνθεσης, περισσότερα χρόνια ζωής και δυνατότητα εργασίας, ραγδαία αύξηση της γυναικείας απασχόλησης, ανάγκη νέων υπηρεσιών προς την οικογένεια. Και από την άλλη, μεγαλύτεροι κίνδυνοι κοινωνικού αποκλεισμού, μεταφορά του κινδύνου από το τέλος στην αρχή και στη μέση του βίου (τα παιδιά των σημερινών φτωχών, οι νέοι άνεργοι, η απώλεια εργασίας στη μέση ηλικία, οι μονογονεϊκές οικογένειες κ.ο.κ.).
Το δύσκολο προφανώς είναι πώς πας από το παρελθόν στο μέλλον, δηλαδή πώς διαχειρίζεσαι το παρόν. Προκειμένου όμως να ωριμάσει στην κοινωνία η συνείδηση των αναγκαίων αλλαγών χρειάζεται να γίνει κατανοητό το ευρύτερο πλαίσιο. Σε αυτό εντάσσεται ο «κοινωνικός διάλογος» για το ασφαλιστικό, και ο Τάσος Γιαννίτσης έχει την επιστημονική επάρκεια και την κοινωνική ευαισθησία για να τον δρομολογήσει ελπιδοφόρα. Το πρόταγμα του διαλόγου δεν μπορεί να είναι η «προσαρμογή», η «δημοσιονομική πίεση», η «διάσωση του ασφαλιστικού συστήματος» όσο πραγματικά και αν είναι αυτά. Πρόκειται για μείζον ζήτημα κοινωνικής δικαιοσύνης. Δεν σηκώνει θεραπείες-σοκ γιατί δεν μπορεί κανείς να παίζει με τα σχέδια ζωής των ανθρώπων. Χρειάζονται μεταρρυθμίσεις - βήματα για ένα δίκαιο και βιώσιμο κράτος πρόνοιας σε προοπτική δεκαετίας. Αρχίζοντας «από τα κάτω». Το ασφαλιστικό δεν ταυτίζεται αλλά επικαλύπτεται με το ζήτημα της σημερινής και της αυριανής φτώχειας (όχι της στατιστικής, αλλά της πραγματικής). Ας ανοίξει λοιπόν μαζί ο κοινωνικός διάλογος (σε ένα ή σε παράλληλα τραπέζια) για έναν πόλεμο κατά της φτώχειας. Γι' αυτούς που έχουν ανάγκη, αλλά δεν έχουν φωνή. Ένας πόλεμος που δεν μπορεί να γίνει με κινήσεις εντυπωσιασμού ή τη στεγνότητα των επιχειρησιακών προγραμμάτων, αλλά με την πολιτική κινητοποίηση και τον συντονισμό της εθνικής με τις τοπικές εξουσίες. Σαν μια ενδιάμεση κοινωνική συμφωνία ενταγμένη στη λογική της Συνόδου Κορυφής της Ε.Ε. στη Λισαβώνα αλλά με πολύ βραχύτερο χρονικό ορίζοντα. Ίσως αποδειχθεί ότι στη σημερινή Ελλάδα μπορεί ακόμα να σχηματιστεί μια ηθική πλειοψηφία που να υπερβαίνει τα επιμέρους συμφέροντα χωρίς να τα αγνοεί και που να είναι διαθέσιμη να θυσιάσει κάτι προκειμένου να ανέβει ο δείκτης της κοινωνικής δικαιοσύνης και η ποιότητα της συμβίωσής μας.
Ο Γιάννης Βούλγαρης είναι πολιτικός επιστήμονας, ερευνητής στο Ινστιτούτο Πολιτικής Κοινωνιολογίας του Εθνικού Κέντρου Κοινωνικών Ερευνών