Κοινωνικά συμβόλαια χωρίς το ξίφος δεν είναι παρά λόγια και δεν έχουν τη δύναμη να προστατεύσουν κανέναν (Τhomas Ηobbes, Leviathan )
Το φιάσκο με τη 17 Νοέμβρη είναι πελώριο δείγμα αδυναμίας της δημοκρατίας μας. Οι δημοκρατίες δεν είναι υποχρεωτικά οι αδύναμοι λαπάδες της παρέας
Η υπεράσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων αποτελεί μια έντιμη παράδοση, ιδιαίτερα στον χώρο της ανανεωτικής Αριστεράς. Οι μάχες στα θέματα των ταυτοτήτων, του ρατσισμού, των μειονοτήτων, των μεταναστών είναι οι πρόσφατοι τίτλοι τιμής αυτής της παράδοσης. Όλα τους είναι σαφή θέματα αρχής που δεν επιδέχονται ναι μεν, αλλά.
Η συλλήβδην όμως απόρριψη του νομοσχεδίου του κ. Σταθόπουλου προδίδει απώλεια συναίσθησης του τι διακυβεύεται: εδώ μιλάμε για τρομοκρατία και οργανωμένο έγκλημα. Η εστίαση της συζήτησης κατ' αποκλειστικότητα στα δικαιώματα του κατηγορουμένου σβήνει από το οπτικό μας πεδίο τη θεμελιώδη αποστολή της έννομης τάξης, που δεν είναι άλλη από τη διατήρηση της ισορροπίας ανάμεσα στα δικαιώματα του κατηγορουμένου και τα συμφέροντα του θύματος και του υποψηφίου θύματος.
Δεν μπορώ να κρίνω τη νομοτεχνική αρτιότητα του νομοσχεδίου. Αντιλαμβάνομαι όμως τις δύο βασικές επιδιώξεις του: α) να διευκολύνει τη συλλογή αποδεικτικού υλικού εις βάρος τρομοκρατικών ή άλλων εγκληματικών οργανώσεων και να επιτρέψει τη χρήση του στην ποινική δίκη, β) να αποφύγει το φιάσκο της κατάρρευσης της δίκης όχι για λόγους ανεπάρκειας αποδείξεων, αλλά για λόγους τρομοκράτησης μαρτύρων ή ενόρκων. Διαβάζοντας το νομοσχέδιο μαζί με τις αιτιάσεις των επικριτών του, πείσθηκα ότι το υπάρχον νομικό πλαίσιο δεν υπηρετεί αυτές τις επιδιώξεις.
Το νομοσχέδιο καλύπτει τη δικαστική πλευρά του θέματος. Η άλλη προϋπόθεση για την αντιμετώπιση του οργανωμένου εγκλήματος είναι η βελτίωση της αποτελεσματικότητας των διωκτικών αρχών, των οποίων οι μέχρι τώρα επιδόσεις δεν έχουν εντυπωσιάσει. Δεν βλέπω τον λόγο γιατί η διωκτική και η δικαστική πλευρά του εγχειρήματος να μην επιχειρηθούν παράλληλα.
Συνοψίζω τις κύριες επικρίσεις ενάντια στο νομοσχέδιο:
1. Υποστηρίζεται ότι το νομοσχέδιο δεν ορίζει την έννοια της εγκληματικής οργάνωσης, καλύπτει υπερβολικά μεγάλο εύρος αδικημάτων και δεν προσδιορίζει από ποιο σημείο και πέρα ανόητες αλλά ανώδυνες κουβέντες αρχίζουν να αντιμετωπίζουν κατηγορίες και μάλιστα σε βαθμό κακουργήματος. Ακόμη και αν είναι έτσι, αυτά δεν είναι λόγοι πλήρους απόρριψης του νομοσχεδίου. Είναι επιχειρήματα υπέρ της νομοτεχνικής του βελτίωσης. Η τρομοκρατία και το οργανωμένο έγκλημα είναι υπαρκτές καταστάσεις και πρέπει να αντιμετωπισθούν.
2. Το νομοσχέδιο προβλέπει υπό αυστηρές προϋποθέσεις και μόνον όταν δεν γίνεται αλλιώς τη δυνατότητα συστηματικής παρακολούθησης υπόπτων και με χρήση μέσων της νεώτερης τεχνολογίας. Υπό τον όρο ότι οι προβλεπόμενες εγγυήσεις τηρούνται, δεν έχω αντίρρηση αρχής. Φυσικά, η πιθανότητα καταχρήσεων υπάρχει. Σοβαρολογούμε όμως ότι η 17 Νοέμβρη και οι μαφίες μπορούν να αντιμετωπισθούν αλλιώς;
3. Προβλέπεται (πάλι υπό εγγυήσεις) η χρήση του νέου και ισχυρού αποδεικτικού μέσου, του DNA. Ξανά δεν βλέπω πρόβλημα αρχής. Υποστηρίχθηκε ότι η απόσπαση του DNA χωρίς τη θέληση του ενδιαφερομένου συνιστά πράξη βίας. Για την ανάλυση του DNA αρκεί μια τρίχα της κεφαλής μας. Πόση βία χρειάζεται αυτό; Περισσότερη από τα δακτυλικά αποτυπώματα που όλοι έχουμε δώσει; Μάλλον ξεχάσαμε τι πραγματικά εστί κρατική βία. Και από πού και ως πού ο κατηγορούμενος μπορεί να ματαιώνει κατά το δοκούν ανακριτικές πράξεις;
4. Δίνονται κίνητρα (με τη μορφή απαλλαγής ή μειωμένης ποινής) σε μέλη εγκληματικής οργάνωσης που έχουν δώσει χρήσιμες πληροφορίες. Φυσικά και δεν μπορεί να γίνει αλλιώς. Καμιά οργάνωση δεν εξαρθρώνεται χωρίς πληροφορίες και οι πολυτιμότερες από αυτές δεν μπορούν παρά να προέρχονται από τους κόλπους της. Αυτά δεν γίνονται χωρίς ανταλλάγματα.
5. Δημιουργείται καθεστώς προστασίας μαρτύρων, δικαστών και κρατουμένων που έδωσαν πληροφορίες. Αυτά είναι αυτονόητα πράγματα. Υπάρχει όμως μια εξαίρεση: η περίπτωση της διατήρησης της πλήρους ανωνυμίας του μάρτυρα και η εξέτασή του μέσω ανοικτού κυκλώματος, πιθανώς, δημιουργεί ανυπέρβλητο θέμα αρχής.
6. Οι ένορκοι αποκλείονται από την εκδίκαση των εγκλημάτων αυτής της κατηγορίας. Υποστηρίζεται ότι στην περίπτωση των πολιτικών εγκλημάτων αυτό δημιουργεί συνταγματικό πρόβλημα. Το Σύνταγμα όμως δεν ορίζει τη σύνθεση των μεικτών ορκωτών δικαστηρίων ή την έννοια του πολιτικού εγκλήματος και δεν σε υποχρεώνει να δεχθείς το «παραμύθι» περί «αγνών» κινήτρων οποιουδήποτε. Το πρόβλημα, λοιπόν, δεν είναι ανυπέρβλητο. Προσωπικά, ποτέ δεν πείστηκα για τη σοφία της ειδικής μεταχείρισης των πολιτικών εγκλημάτων που απαιτεί ο νομοθέτης: Ο φόνος είναι φόνος. Δεν είναι εκτέλεση. Καμία επίκληση «ευγενών» κινήτρων δεν μπορεί να τον εξωραΐσει. Ψάξε για δικαιολογίες και έχεις ήδη μισο-νομιμοποιήσει τη δολοφονία.
Το πραγματικό ζήτημα με τη συμμετοχή των ενόρκων (σε αυτά τα εγκλήματα, όχι γενικά) είναι θέμα στάθμισης: τι εξασφαλίζει καλύτερα το ανεπηρέαστο της δικαστικής απόφασης. Από τη μια μεριά, οι δικαστές με τις προκαταλήψεις τους και τις ιεραρχικές πιέσεις που δέχονται. Από την άλλη, οι ένορκοι που μπορούν ευκολότερα να τρομοκρατηθούν ή να «χάψουν» φτηνή πολιτική ρητορεία. Στο δίλημμα αυτό, δεν έχω αμφιβολία: σε υποθέσεις τρομοκρατίας και οργανωμένου εγκλήματος, οι ένορκοι είναι πιθανότατα πιο ευάλωτοι.
Η συλλήβδην απόρριψη του νομοσχεδίου, λοιπόν, δεν είναι λύση. Το ζητούμενο είναι ο διαχωρισμός του αναγκαίου από το μη αναγκαίο κακό. Ο διαχωρισμός αυτός δεν είναι τεχνικό ζήτημα, άσχετο με το τι διακυβεύεται.
Ας αρχίσω με τους δολοφόνους που καταχρώνται το όνομα της 17 Νοέμβρη. Πριν από 26 χρόνια, οι άνθρωποι αυτοί πέταξαν το γάντι της πρόκλησης στην ελληνική δημοκρατία. Αργήσαμε υπερβολικά να το σηκώσουμε και έφθασαν να μπορούν να τινάξουν στον αέρα ζωτικά συμφέροντα της χώρας. Τώρα, η πρόκληση πρέπει να απαντηθεί. Το θέμα είναι αν πραγματικά τους θέλουμε στη φυλακή. Θα ήμασταν ανειλικρινείς (ή απλώς ασυνάρτητοι) αν θέλαμε τον σκοπό, αλλά όχι και τα μέσα που απαιτούνται. Αν τα μέτρα αυτά αναμένεται, όπως πιστεύω, να βοηθήσουν, χαλάλι τους.
Υπάρχει όμως και ένα βαθύτερο ζήτημα: το φιάσκο με τη 17 Νοέμβρη είναι πελώριο δείγμα αδυναμίας της δημοκρατίας μας. Οι δημοκρατίες δεν είναι υποχρεωτικά οι αδύναμοι λαπάδες της παρέας. Είναι ικανές να αντιμετωπίσουν τους εχθρούς τους με σκληρή αποφασιστικότητα. Η αξιοπιστία τους εξαρτάται από αυτό. Αλλιώς οδηγούνται σε χάος και δεν εκπληρώνουν έναν από τους βασικούς λόγους ύπαρξης κάθε κράτους: νόμος και κοινωνική γαλήνη. Σε άλλους ειλικρινέστερους καιρούς μπορούσαμε να δούμε κατάφατσα την απειλή βίας που βρίσκεται στο υπόστρωμα ακόμη και της πιο ειρηνικής κοινωνίας. Γι' αυτό και αποφασίζουμε να δώσουμε στο κράτος το νόμιμο μονοπώλιο της άσκησης βίας. Οι κανόνες του πολιτικού παιχνιδιού που εξασφαλίζουν το δικαίωμα των πλειοψηφιών να κυβερνούν, τα ατομικά δικαιώματα και οι δικαστικές εγγυήσεις που εξισορροπούν τα πράγματα και διασφαλίζουν άτομα και μειοψηφίες από την καταχρηστική άσκηση της εξουσίας, υπηρετούν τελικά έναν στόχο: να μη βγει ο υπόνομος στην επιφάνεια. Το κόσμημα του στέμματος, το κομψοτέχνημα των σύγχρονων δημοκρατιών είναι ότι τα καταφέρνουμε. Γι' αυτό και άνθρωποι που αναλαμβάνουν αυτοκλήτως να παίζουν τον ρόλο εισαγγελέα, δικαστή και δήμιου είναι ορκισμένοι εχθροί μας. Ανεβάζουν τον υπόνομο στην επιφάνεια. Δεν έχουμε να πούμε τίποτε με αυτούς. Μόνο να δούμε ποιος είναι ο πιο δυνατός.
Το θέμα δεν εξαντλείται στη 17 Νοέμβρη. Τελευταίως, η Ελλάδα λειτουργεί ως μαγνήτης για το κάθε εθνικότητας οργανωμένο έγκλημα. Ο αριθμός των εγκλημάτων αυξάνεται, το έγκλημα γίνεται εξυπνότερο, συνθετότερο, σκληρότερο και έχει θύματα. Αν ο έλεγχος χαθεί θα είναι αργά.
Εν όψει αυτής της κατάστασης, είναι σφάλμα να καταδικάζουμε τις διωκτικές αρχές να δουλεύουν με το ένα χέρι δεμένο πισθάγκωνα: χωρίς δυνατότητα χρήσης της τελευταίας τεχνολογίας και με περιορισμένη δυνατότητα επιτυχούς ολοκλήρωσης των προσπαθειών τους στα δικαστήρια. Είναι, επίσης, σφάλμα να συνεχίσουμε να τους αντιμετωπίζουμε με περιφρόνηση. Καλώς ή κακώς, αυτοί είναι η άμυνά μας.
Η μέριμνα για την προφύλαξη του αθώου πολίτη από άδικη καταδίωξη είναι μεγάλη υπόθεση. Στην περίπτωση όμως του οργανωμένου εγκλήματος και της τρομοκρατίας, η αποκλειστική εστίαση στα δικαιώματα του κατηγορουμένου και η υποβάθμιση της οπτικής τού θύματος είναι θανάσιμο σφάλμα. Οι λάθος άνθρωποι θα «τσεπώσουν» τις καλές μας προθέσεις και απλώς θα γελάσουν μαζί μας. Η οπτική τού θύματος δεν σχετίζεται μόνο με το άμεσο θύμα, αφορά και το ενδεχόμενο θύμα, δηλαδή όλους μας. Το ζήτημα που θέτει είναι απλό: Έχει ο φιλήσυχος μέσος άνθρωπος την εύλογη προσδοκία ότι το σύστημα της δικαιοσύνης θα τον υπηρετήσει; Ότι οι ένοχοι θα τιμωρηθούν; Αυτή είναι η άμυνά του, η ύστατη δύναμη αποτροπής που διαθέτει.
Γνωρίζω τα αίτια της καχυποψίας απέναντι στις διωκτικές αρχές. Έχει όμως σημασία να μην πολεμάς τον προπερσινό πόλεμο. Το ελληνικό κράτος σήμερα δεν το «παίρνει» να είναι τόσο πολύ ο αυθαίρετος κατεργάρης που κάποτε ήταν. Μπορεί όμως εύκολα να γίνει κατεργάρης από άλλη άποψη: να αφήνει υπερβολικά πολλούς απίστευτα επικίνδυνους ανθρώπους να κυκλοφορούν ανάμεσά μας.
Ο Χ. Ιορδάνογλου είναι οικονομολόγος και δικηγόρος. Το 1973 υπήρξε μέλος της Συντονιστικής Επιτροπής της κατάληψης του Πολυτεχνείου Θεσσαλονίκης