TΑ ΝΕΑ , 02/08/2000
Παρακολουθώντας στα δελτία ειδήσεων το δημοκρατικό ξέσπασμα των Τουρκοκυπρίων και την προσπάθεια του Ντενκτάς να το αποδώσει σε πράκτορες των Ελληνοκυπρίων, μου ήρθε αυτόματα στο νου μια πραγματική ιστορία, που τη διηγείται μετριοπαθής Ελληνοκύπριος πολιτικός.
Στα πρώτα βήματα της Κυπριακής Δημοκρατίας έρχεται στο Υπουργικό συμβούλιο αίτημα για κατασκευή αυτοκινητοδρόμου που θα συνέδεε δύο μεγάλα χωριά κατοικημένα κυρίως από Τουρκοκυπρίους. Η δαπάνη για ένα δρόμο διπλής κατεύθυνσης ήταν 40.000 λίρες. Ο αρμόδιος Υπουργός θεωρεί τη δαπάνη «αλόγιστον». Ο Μακάριος μετά από έντονη συζήτηση εισηγείται έγκριση δαπάνης 20.000 λιρών. Ο δρόμος κατασκευάζεται, δεν ανταποκρίνεται όπως είναι φυσικό στις ανάγκες των κατοίκων, και η όλη υπόθεση δίνει τροφή στους εθνικιστές του Ντενκτάς να εντείνουν την προπαγάνδα τους για Τουρκοκύπριους πολίτες β’ κατηγορίας. Με το τέλος της συζήτησης ο Μακάριος στρέφεται προς τον αρμόδιο Υπουργό και του λέει: «Βλέπεις, γλιτώσαμε 20.000 λίρες». Όχι κύριε Πρόεδρε απαντά αυτός «μόλις χάσαμε 20.000 λίρες».
Το Κυπριακό, αντίθετα από ό,τι νομίζουν ορισμένοι, ήταν από την πρώτη στιγμή ένα ιδιαιτέρως σύνθετο πρόβλημα. Δεν έγινε, ήταν περίπλοκο. Η γεωγραφική θέση του νησιού, η αγγλική κατοχή και η πολύχρονη παρουσία στο νησί μιας εξαιρετικά πολυπληθούς μειονότητας (18% του πληθυσμού) έθεταν από τα τέλη της δεκαετίας του ’40 το πλαίσιο που εκ των πραγμάτων απέκλειε τόσο την Ένωση όσο και το Ταξίμ, δηλαδή τον διαχωρισμό-διχοτόμηση που προωθούσε η Τουρκοκυπριακή ελίτ.
Το πάθος για την Ένωση υπήρξε τυφλό απέναντι στη διεθνή ισορροπία της περιοχής, ενώ «αγνοούσε παντελώς την ύπαρξη της Τουρκοκυπριακής κοινότητας και τη σημασία της γειτονίας με την Τουρκία»(1). Από την άλλη πλευρά, βοηθούσης και της αγγλικής αποικιοκρατικής κυβέρνησης, αναπτύχθηκε εντονότερα ο τυφλός τουρκικός εθνικισμός. Τόσο η ΕΟΚΑ όσο και η ΤΜΤ (Τουρκική Οργάνωση Αντίστασης) ήταν αντικομμουνιστικές. Η ΕΟΚΑ ενώ καλούσε του Τουρκοκυπρίους «να μην κάνουν τίποτε που θα εμποδίσει το κίνημα της Ένωσης», στο καταστατικό της απέκλειε τη συμμετοχή Ελληνοκυπρίων αριστερών στις γραμμές της, ενώ από την άλλη πλευρά ο αντικομμουνισμός ήταν εντονότερος του ανθελληνισμού. Ο ισχυρισμός ήταν ότι «η μεγάλη πλειονότητα των Ελληνοκυπρίων ήταν κομμουνιστές που θα παρέδιδαν την Κύπρο στη Σοβιετική Ένωση»(2).
Η συνεχής προσπάθεια παραγκωνισμού της ισχυρής Ελληνοκυπριακής Αριστεράς και η φυσική εξόντωση της αναδυόμενης Τουρκοκυπριακής, ενίσχυσε τις ακραίες εθνικιστικές πρακτικές ενώ υποχρέωσε και την ηγεσία της Αριστεράς σε αναδιπλώσεις.
Στην Κύπρο το έθνος στράφηκε κατά του κράτους. Οι προβληματικές ως προς την πηγή διαμόρφωσής τους Συνθήκες της Ζυρίχης και του Λονδίνου, παρά ταύτα για πρώτη φορά απέβλεπαν σε παράγοντες όπως η δημογραφική συγχώνευση, η πολυεθνικότητα, το μοίρασμα της εξουσίας και η αλληλεξάρτηση που μπορούσαν να αποτελέσουν το νέο πολιτικό πλαίσιο στην Κύπρο.
Το Κυπριακό έγινε κουβάρι, όχι μόνον από τις επεμβάσεις των ξένων, αλλά και από τις επεμβάσεις των εθνικών κέντρων. Έτσι ενώ στην πράξη ήταν αδύνατη η ένωση είτε με το ελληνικό είτε το τουρκικό έθνος, κατέστη επίσης αδύνατη η ύπαρξη ενός ολοκληρωμένου ανεξάρτητου κράτους.
Σήμερα, με την εμπειρία που έχει σωρευτεί δεν υπάρχει σοβαρός αναλυτής που να θεωρεί ότι ήταν ορθή η προσπάθεια του Μακάριου το 1963 για αναθεώρηση του Συντάγματος. Η αρχική ενθάρρυνση από τον βρετανικό παράγοντα αποτελεί ισχυρή ένδειξη ότι επρόκειτο για σχέδιο παγίδευσης με τελικό στόχο την ενεργό παρουσία της Τουρκίας στο Κυπριακό. Ο περιορισμός των Τουροκυπρίων σε θυλάκους «βόλεψε» την ελληνική πλευρά αντί να την προβληματίσει. Τότε εμφανίστηκε η θεωρία της «μη λύσης ως λύσης», θεωρία κοντόθωρη και αναποτελεσματική, την οποία, με την εκ των υστέρων γνώση, ο Γλαύκος Κληρίδης περιγράφει: «Όλοι οι Υπουργοί είναι Έλληνες. Η κυβέρνηση είναι η μόνη που αναγνωρίζεται διεθνώς. Γιατί να ξαναφέρνουμε μέσα τους Τούρκους που ελέγχουν μόνο το 3% του εδάφους, όσο και οι θύλακές τους;»(3).
Η ιστορία μίλησε αλλιώς. Η τουρκική εισβολή και κατοχή δημιούργησε στον Ντενκτάς και το κατεστημένο της Άγκυρας τη βεβαιότητα ότι τα πράγματα θα μείνουν εσαεί ως έχουν σήμερα. Όμως το τέλος του ψυχρού πολέμου, η νέα διεθνής κατάσταση και κυρίως η προοπτική ένταξης της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση, δημιουργούν νέα δεδομένα που πιέζουν για πολιτική λύση αμφότερες (για πρώτη φορά τα τελευταία χρόνια) τις πλευρές. Ο δημοκρατικός τουρκοκυπριακός παράγοντας μέσα στις νέες συνθήκες δείχνει να αφυπνίζεται.
Οι συνομιλίες στη Γενεύη μπορεί να βαλτώσουν, μπορεί να συνεχιστούν ή να παραπεμφθούν. Η Κυπριακή κυβέρνηση δείχνει ωριμότητα και σύνεση στην αντιμετώπιση των προκλήσεων του Ντενκτάς (Στροβίλια κλπ.). Ο Γλαύκος Κληρίδης που κέρδισε στις εκλογές τον Γ. Βασιλείου καταγγέλλοντας τη δέσμη ιδεών Γκάλι, για να διαπραγματευτεί τώρα μια εκδοχή αυτής της δέσμης, αξιολόγησε εκ των υστέρων τα αποτελέσματα της ελληνοκυπριακής τακτικής ως εξής: «…. Η πολιτική μας χαράχτηκε με βάση το τι εμείς θεωρούσαμε ότι μας ανήκει και πρέπει να μας αναγνωριστεί. Ουδέποτε σταθμίσαμε σωστά τις δυνατότητες επιτυχίας και τις διεθνείς αντιδράσεις… ενώ βλέπαμε πως δεν είχαμε δυνατότητες να επιτύχουμε εκείνο που επιδιώκαμε επιμείναμε να μην διαπραγματευόμαστε ή εάν διαπραγματευόμαστε να μην συμβιβαζόμεθα»(4).
Προφανώς και στους συμβιβασμούς υπάρχουν όρια και αυτά διαπραγματεύεται τώρα η Κυπριακή πλευρά. Όμως για πρώτη φορά τα τελευταία είκοσι έξι χρόνια, ανεξαρτήτως της έκβασης των συγκεκριμένων εκ του σύνεγγυς συνομιλιών, φαίνεται να υπάρχει φως στην άκρη του τούνελ.
Η διαδικασία ένταξης της Κύπρου στην ΕΕ πιέζει τον Ντενκτάς περισσότερο από ό,τι οι S-300 και το δόγμα του «Ενιαίου Αμυντικού Χώρου», που αποτελούν πλέον ανάμνηση.
1. Πασχάλης Κιτρομιλίδης «Greek Irredentism in Asia Minor and Cyprus” Middle Eastern Studies, 1990, σελ. 13.
2. Νιαζί Κιζιλγιουρέκ «Κύπρος: το αδιέξοδο του εθνικισμού» Αθήνα 1999, σελ. 73.
3. Σταύρος Αγγελίδης «Φιλελεύθερος» 1992.
4. Ευστάθιος Λαγάκος, «Ο λαϊκισμός στα εθνικά μας θέματα» Αθήνα 1996, σελ. 77-78