Δεν αρκεί η επισήμανση των αντιφάσεων της Ν.Δ.
Ένα από τα πιο δυνατά σημεία του Κ. Σημίτη, στην τηλεοπτική του συνέντευξη, ήταν όταν «αποκάλυπτε» τη διγλωσσία της Νέας Δημοκρατίας για το Ασφαλιστικό, αναφερόμενος στις εκ διαμέτρου αντίθετες απόψεις που εκφράζουν ο κ. Σουφλιάς και ο κ. Μανώλης.
Θα μπορούσε, βέβαια, να προσθέσει την αντίφαση μεταξύ περυσινής και φετινής «κεντρικής» στάσης της Ν.Δ. Πέρυσι, οι «προτάσεις Γιαννίτση» χαρακτηρίζονταν σκληρές και αντιλαϊκές, ενώ, φέτος, οι «προτάσεις Ρέππα» σαν ασπιρίνες που δεν λύνουν το πρόβλημα.
Όμως, δεν ήταν τυχαίο που ο κ. Σημίτης δεν εντόπισε αυτή τη θεμελιώδη αντίφαση. Αν το έκανε θα άνοιγε τον δρόμο να εμφανισθούν πιο καθαρά και οι αντίστοιχες.
κυβερνητικές αντιφάσεις. Και δεν αναφερόμαστε στις δευτερεύουσες που επισήμανε αυτοκριτικά και ο ίδιος.
Ο λόγος είναι για τη μείζονα αντίφαση. Πέρυσι, με βάση τη μελέτη του βρετανικού αναλογιστικού οίκου, το συνταξιοδοτικό σύστημα εμφανιζόταν να έχει τεράστιο πρόβλημα, συμπέρασμα με το οποίο συμφωνούσε τόσο η μελέτη της ΓΣΕΕ όσο και η παλαιότερη έκθεση Σπράου. Φέτος, το πρόβλημα μοιάζει να εξαφανίστηκε ως διά μαγείας.
Επιπλέον, δε, η κυβέρνηση κατ' ουσίαν απεδέχθη ως μοναδικό πρόβλημα αυτό της χρηματοδότησης. Αντίστροφα απ' όσα υποστήριζε πέρυσι εγκλωβίστηκε σε μια συζήτηση με το «κεφάλι κάτω και τα πόδια πάνω». Γιατί αν το υφιστάμενο σύστημα δεν αλλάξει και απλώς του παρασχεθούν επιπλέον πόροι, είναι, όπως έχει γραφτεί, «... σαν να χύνεις περισσότερο νερό σε ένα σύστημα με τρύπιους σωλήνες από το οποίο αρκετό νερό πάει χαμένο, κάποιοι πίνουν με μεγάλους κουβάδες, οι πολλοί με ποτηράκια και κάποιοι καθόλου...».
Αν, λοιπόν, ο Πρωθυπουργός επεκτεινόταν όσον αφορά τις αντιφάσεις της Ν.Δ. «η μπάλα θα 'παιρνε» αναγκαστικά και την κυβέρνηση. Είναι και γι' αυτό που ο καταφανής λαϊκισμός της Νέας Δημοκρατίας δεν μπορεί να «καθαγιάσει» τις κυβερνητικές προτάσεις.
Οι προτάσεις αυτές παρουσιάζουν βασικά και μείζονα προβλήματα. Αναφερθήκαμε, ήδη, στη λανθασμένη (και αντεστραμμένη) αφετηριακή οπτική για το μέγεθος του προβλήματος, καθώς και στον εγκλωβισμό στο ζήτημα της χρηματοδότησης, που - λόγω επίγνωσης του αδιεξόδου - γίνεται προσπάθεια ν' αντιμετωπισθεί με τη μετάθεσή του σε βάθος χρόνου και με την «πατροπαράδοτη» μέθοδο του μελλοντικού δανεισμού που, αν συμβεί, θα επιβαρύνει το δημόσιο χρέος. Επιπλέον, οι κυβερνητικές προτάσεις αφορούν τους μισούς μόνο ασφαλισμένους, αφήνοντας, μάλιστα, εκτός αλλαγών πολλά «ειδικά Ταμεία» που καταναλώνουν μεγάλο μέρος των λεγόμενων «κοινωνικών πόρων». Επίσης, οι προτάσεις δεν έχουν ποσοτικοποιηθεί, πράγμα που εύλογα δημιουργεί καχυποψίες όσον αφορά την αποτελεσματικότητά τους. Αν οι προτάσεις Γιαννίτση κάλυπταν ομολογημένα μόνο το 1/6 του αναλογιστικού ελλείμματος των Ταμείων ως το 2030, αντιλαμβανόμαστε τι ενδέχεται να συμβαίνει τώρα.
Κατά τα άλλα, στις κυβερνητικές θέσεις συνυπάρχουν θετικές προβλέψεις (κλείσιμο της ψαλίδας μεταξύ ασφαλισμένων πριν και μετά το '93, 37ετία, μια κάποια ενοποίηση όρων και προϋποθέσεων συνταξιοδότησης κ.λπ.), με ασάφειες (ρυθμίσεις για τις γυναίκες κ.ο.κ.), με λίαν συζητήσιμα σημεία (χρόνοι εφαρμογής των αλλαγών κ.ο.κ.), καθώς και με αρνητικά (π.χ. παραπομπή ενοποιήσεων Ταμείων στις καλένδες, καμία παρέμβαση στους «κοινωνικούς πόρους»).
Δυστυχώς, το κυβερνητικό εκκρεμές για το Ασφαλιστικό δεν σταθεροποιήθηκε σε μια θέση βαθιάς και ριζικής μεταρρύθμισης που να οδηγεί σε ένα νέο ασφαλιστικό σύστημα. Συνεχίζει τις ταλαντώσεις του, πάντα, όμως, στο πλαίσιο του υφιστάμενου, παρηκμασμένου και υπό κατάρρευσιν συστήματος. Κι από τη μία άκρη, πέρυσι, του τεντώματος των ορίων του φτάσαμε φέτος στην άλλη, δηλαδή, στις σημειακές αλλαγές και τα μερεμετίσματα.
Γενικότερα, άλλωστε, μετά την αμηχανία του πρώτου μετεκλογικού έτους και την περυσινή ήττα για το Ασφαλιστικό δεν επελέγη η φυγή προς τα μπρος με ένα «δεύτερο κύμα εκσυγχρονισμού» και έναν ισχυρό μεταρρυθμισμό αλλά ο αμυντισμός και η αναδίπλωση. Με τις επιλογές στο Ασφαλιστικό η αναδίπλωση αυτή δείχνει να προσλαμβάνει στρατηγικό χαρακτήρα. Αν έτσι έχουν τα πράγματα η επισήμανση των αντιφάσεων και της ανευθυνότητας της Ν.Δ. δεν αρκεί. Γιατί το ερώτημα που ακολουθεί είναι απλό. Καλά αυτή αλλά πού είναι οι δικές σας μεταρρυθμίσεις;
ΔΕΙΤΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΚΑΙ ΣΤΑ ΝΕΑ