Σήμερα ζούμε, σε όλο τον αναπτυγμένο κόσμο, μια περίοδο υποβάθμισης της Δημοκρατίας
Την αξία της Δημοκρατίας, όπως και πολλών άλλων πραγμάτων, την καταλαβαίνεις όταν την χάνεις. Οι περισσότεροι το ξέρανε ήδη το πρωί της 21ης Απριλίου 1967. Οι άλλοι, που τότε εύχονταν «να έρθει ένας λοχίας να τους σώσει», το έμαθαν αργότερα, σιγά σιγά. Οι Κύπριοι, με ανοιχτή ακόμα την πληγή, δεν μπορούν να το λησμονήσουν. Τη Δημοκρατία όμως μπορείς να την χάσεις όταν, όσο την έχεις, δεν καταλαβαίνεις την αξία της. Να την χάσεις όχι από την επιβολή ενός τυράννου, αλλά από τον ευτελισμό τής λειτουργίας και του ήθους της.
Τέτοια μοιάζει η μοίρα της Δημοκρατίας στην αυγή του νέου αιώνα. Ο 20ός αιώνας έλυσε, υπέρ της δημοκρατίας, μείζονα διλήμματα. Η αντιφασιστική συμμαχία των δυτικών Δημοκρατιών με τον σοβιετικό κομμουνισμό νίκησε τον φασισμό. Αργότερα, το 1989, λύθηκε οριστικά το απατηλό δίλημμα «αστική ή προλεταριακή» Δημοκρατία με το οποίο ο σοβιετικός κομμουνισμός είχε παγιδεύσει τη θεσμική και πολιτική επινοητικότητα του εργατικού σοσιαλιστικού κινήματος. Η «Δημοκρατία χωρίς επίθετα» νίκησε. Τότε όμως έμεινε μόνη της, χωρίς αντιπάλους, ένα ουσιαστικό γυμνό από βοηθητικούς προσδιορισμούς, που έπρεπε μόνο του να δείξει το είναι του. Αυτό λοιπόν που σήμερα δείχνει είναι ένα θέαμα φτωχό. Και μπορεί να ισχύει πάντα η υπόμνηση του Τσώρτσιλ, ότι όλα τα άλλα «θεάματα», δηλαδή τα άλλα πολιτεύματα, είναι χειρότερα, αλλά αυτός δεν είναι λόγος εφησυχασμού, ιδίως για τους δημοκράτες. Σήμερα ζούμε σε όλο τον αναπτυγμένο κόσμο μια περίοδο υποβάθμισης της Δημοκρατίας: το φιλελεύθερο θεσμικό οικοδόμημα είναι όσο ποτέ σταθερό και αναμφισβήτητο, αλλά λείπουν η ψυχή, η συμμετοχή, το ήθος και το πάθος που νοηματοδοτούσαν τους θεσμούς. Στην ουσία πρόκειται για την κρίση και τη φθορά των δομών της μαζικής Δημοκρατίας που εμπεδώθηκε στην αναπτυγμένη Δύση μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο και εξαπλώθηκε κατά κύματα σε άλλες περιοχές του πλανήτη. Μαζί με τους φιλελεύθερους θεσμούς και ελευθερίες, αναπτύχθηκαν τότε τα κοινωνικά χαρακτηριστικά της Δημοκρατίας: μαζικά κόμματα και συνδικάτα τα οποία συνέδεαν την κοινωνία των πολιτών με τους θεσμούς, ουσιαστικές αναδιανεμητικές πολιτικές επιβεβλημένες από την αναγνώριση της ισότητας ως αξίας ισόβαθμης τουλάχιστον με την ελευθερία, πολιτική ισχυροποίηση των αδύναμων στρωμάτων με ραχοκοκαλιά τη βιομηχανική εργατική τάξη, ιδεολογική ηγεμονία του αντιφασισμού ως αποτέλεσμα της νίκης στον πόλεμο, γεγονός που εξασφάλιζε τη δημοκρατική δέσμευση των ελίτ και των μεσαίων στρωμάτων, ισχυρές ιδεολογικές και πολιτικές ταυτότητες που παρείχαν νόημα και κίνητρα στη συμμετοχή. Ποιο ήταν το θεμέλιο αυτού του οικοδομήματος; Ένας θετικός συμβιβασμός Δημοκρατίας και Καπιταλισμού, που στη δεδομένη ιστορική συγκυρία εξασφάλιζε μια συνέργια στο πλαίσιο του Κοινωνικού Κράτους. Απλοποιώντας, ο βιομηχανικός καπιταλισμός σε συνθήκες πλήρους απασχόλησης αύξανε την κοινωνική και πολιτική ισχύ των χαμηλών στρωμάτων, η ταχύρρυθμη ανάπτυξη επέτρεπε αναδιανομές χωρίς ιδιαίτερη κοινωνική όξυνση, ενώ η Δημοκρατία μέσω μιας ισχυρής κρατικής παρέμβασης επέβαλε τη διάδοση της ευημερίας, των κοινωνικών υπηρεσιών και πολιτικών. Αυτή η μορφή μαζικής Δημοκρατίας μπήκε σε κρίση στην αναπτυγμένη Δύση στη δεκαετία του '80 με την κρίση του κοινωνικού κράτους, την υποχώρηση των δυνάμεων του δημοκρατικού σοσιαλισμού, που κατ' εξοχήν το υποστήριζαν, και την επικράτηση του νεοσυντηρητισμού με αιχμές την Θάτσερ και τον Ρήγκαν. Παντιέρα τους ήταν ο οικονομικός νεοφιλελευθερισμός, με άλλα λόγια η αμφισβήτηση και η ανατροπή του μεταπολεμικού συμβιβασμού Καπιταλισμού και Δημοκρατίας, η απελευθέρωση του πρώτου από τα «δεσμά» της δεύτερης. Ύστερα ήρθε η οριστική κρίση και η κατάρρευση του σοβιετικού συνασπισμού, που έδωσε νέες απεριόριστες δυνατότητες διεθνοποίησης του καπιταλισμού και εμπέδωσε την αλλαγή του διεθνούς ιδεολογικού κλίματος. Για να το πούμε με τα λόγια του ιστορικού Ε. Χομπσμπάουμ, «οι πλούσιοι έπαψαν να φοβούνται».
Είναι εύκολο να διαπιστώσουμε ότι η σημερινή υποβάθμιση της φιλελεύθερης Δημοκρατίας συνίσταται στην απαξίωση εκείνων των μεταπολεμικών κοινωνικών της χαρακτηριστικών και των μαζικών της δομών. Ζούμε απλώς μια μεταβατική περίοδο; Ένα χρονικό «κενό» κατά τη διάρκεια του οποίου ωριμάζουν νέες μορφές δημοκρατικής πολιτικής εξουσίας; Ή ζούμε μια σταθερή φθορά και απαξίωση της Δημοκρατίας που παγιώνεται πλέον ως μια απλή διαδικασία εκλογής όλο και πιο αυτονομημένων και ομοιόμορφων πολιτικών ηγεσιών; Η μορφή που παίρνει το αρνητικό σενάριο μάς είναι ήδη γνωστή, καθώς εξαπλώνεται βαθμιαία μια φιλελεύθερη ολιγαρχική εκδοχή πολιτικής εξουσίας στην οποία η αγορά επιβάλλει το κυρίαρχο υπόδειγμα κοινωνικών σχέσεων, η οικονομία υποτάσσει πλήρως την πολιτική και οι πολίτες μετατρέπονται σε ιδιώτες με πολιτικά δικαιώματα. Ταυτόχρονα, εξελίσσεται μια μετάλλαξη του δημοκρατικού πολίτη σε ένα νέο ανθρωπολογικό είδος, διασταύρωση homo economicus και homo videns, τις πολιτικές προδιαθέσεις του οποίου ακόμα δεν μπορούμε να προβλέψουμε. Από τον σκούφο της μαχόμενης Δημοκρατίας στον καναπέ της ιδιωτικοποιούμενης Δημοκρατίας.
Η ουσία της Δημοκρατίας
Όμως στην πολιτική οι προβλέψεις και οι προβολές στο μέλλον έχουν μικρή αξία, γιατί στο μεταξύ παρεμβαίνει η ανθρώπινη δράση και φαντασία που μπορούν να ωθήσουν προς τη μία ή την άλλη κατεύθυνση. Η υπεράσπιση της Δημοκρατίας σήμερα δεν «επαφίεται στον πατριωτισμό των Ελλήνων», κατά το περίφημο προδικτατορικό 1-1-4, ούτε «στην αντίσταση με κάθε μέσο» στη βία ενός πιθανού μελλοντικού δικτάτορα, κατά το σχετικό άρθρο των μεταπολιτευτικών συνταγμάτων. Επαφίεται στην πίστη των πολιτών να υπερασπίσουν την ουσία της Δημοκρατίας, «να πάρουν τη Δημοκρατία στα σοβαρά», αρνούμενοι να θεωρήσουν δεδομένη και μη αντιστρέψιμη τη σημερινή της υποβάθμιση σε απλή διαδικασία. Γι' αυτό χρειάζεται η γνώση των προϋποθέσεων του παιχνιδιού και του ύψους του στοιχήματος. Τρεις από αυτές τις προϋποθέσεις έχουν σήμερα ιδιαίτερη σημασία. Η Δημοκρατία στη νεωτερικότητα δεν αποτέλεσε απλώς έναν τρόπο διακυβέρνησης και οργάνωσης της πολιτικής εξουσίας. Υπήρξε η κεντρική ιδέα και το κινητοποιητικό όραμα ενός ολόκληρου πολιτικού πολιτισμού στο πλαίσιο του οποίου συμπλέχτηκαν αξεδιάλυτα οι αξίες της ελευθερίας, της ισότητας, της δικαιοσύνης και της ανεκτικότητας. Γι' αυτό η απαξίωση της Δημοκρατίας φτωχαίνει και θα φτωχύνει περισσότερο όλον αυτόν τον πολιτικό πολιτισμό, όλες αυτές τις αξίες. ’ρα το στοίχημα είναι υψηλό. Δεύτερη προϋπόθεση είναι η απόρριψη του ιδεολογήματος που μετά το 1989 καθιερώθηκε ως προφανές και κοινός τόπος ότι η «Αγορά» (εννοούν ο Καπιταλισμός) και η Δημοκρατία συνυπάρχουν παντού και πάντα ανέφελα ή αλληλοενισχύονται. Ιστορικά οι σχέσεις Καπιταλισμού και Δημοκρατίας υπήρξαν αντιφατικές, άλλοτε συγκρουσιακές, άλλοτε συνεργατικές, και σε κάθε περίπτωση εξαρτημένες από την ιστορική συγκυρία και τη γεωγραφική περιοχή. Δομικά εξάλλου δεν υπάρχει κανένας λόγος να θεωρήσουμε ότι ένα σύστημα συσσώρευσης για τη συσσώρευση και απολυτοποίησης του οικονομικού ορθολογισμού συνεργάζεται και στηρίζει a priori τη Δημοκρατία. Αντίθετα, υπάρχουν αρκετοί λόγοι να ανησυχούμε ότι οι σύγχρονοι μετασχηματισμοί του καπιταλισμού ξεραίνουν πολλές εξωοικονομικές πηγές από τις οποίες η Δημοκρατία άντλησε ζείδωρο ύδωρ στην ιστορική της διαδρομή. Με αυτή την έννοια, η εξέλιξη του παιχνιδιού εξαρτάται από την επινόηση νέων μορφών δημοκρατικής δέσμευσης του σημερινού αποχαλινωμένου καπιταλισμού. Τέλος, επειδή η Δημοκρατία δεν είναι απλώς ένας τρόπος διακυβέρνησης, η αναζωογόνησή της δεν αφορά μόνο τους θεσμούς, ούτε ταυτίζεται με τη νοσταλγική προσδοκία να αναγεννηθούν μορφές συμμετοχής και «αυτοκυβέρνησης» που παραπέμπουν σε προηγούμενες εποχές και εδαφικές κλίμακες. Η αποτροπή της απαξίωσης της Δημοκρατίας σημαίνει πρωτίστως υπεράσπιση του πολιτικού πολιτισμού της Δημοκρατίας, ισχυροποίηση του δημοκρατικού ήθους μέσα στην κοινωνία. Ο στόχος αυτός περικλείει τη θεσμική οργάνωση και τις υποχρεώσεις του πολίτη προς τους καθαυτό πολιτικούς θεσμούς, αλλά ταυτόχρονα τους υπερβαίνει, γιατί αφορά πρωτίστως τις στάσεις, τις συμπεριφορές και την ηθική που διαπνέουν, ή καλύτερα θέλουμε να διαπνέουν, την κοινωνική συμβίωση, τις καθημερινές μας σχέσεις στην ακτίνα που φτάνει η προσωπική μας ζωή και επικοινωνία. Αυτό δεν σημαίνει μια απομόνωση στην «κοινωνία των πολιτών» ή χειρότερα μια εξατομίκευση της προσπάθειας αν και ο πολίτης όντως αναδεικνύεται όλο και περισσότερο φορέας του δικαιώματος αλλά και της ευθύνης να διατηρηθεί το δημοκρατικό ήθος στις σύγχρονες κοινωνίες. Σημαίνει τη σύνδεση της μεγάλης με τη μικρή κλίμακα, των μακροσκοπικών πολιτικών που διεξάγονται σε εθνικό και υπερεθνικό επίπεδο με τις μικρές συλλογικότητες και την ατομική εμπειρία. Γιατί μέσα στη μικροκλίμακα της κοινωνικής συμβίωσης φαίνεται να υπάρχουν κοιτάσματα αλληλεγγύης και νοήματος που μπορούν να μετριάσουν την αποξένωση που αισθάνεται ο πολίτης από τους μεγάλους θεσμούς. Αυτή η σύνδεση μοιάζει να είναι σήμερα η καρδιά ενός αυθεντικά δημοκρατικού προγράμματος.
Η πρώτη διαδήλωση κατά της δικτατορίας
Αιώνες μοιάζει να μας χωρίζουν από την εποχή της χούντας ακόμα και για όσους τη βιώσαμε. Ως μικρό έστω ενθύμιο ενός ζοφερού παρελθόντος και ως αναγνώριση για ανθρώπους που δεν τη ζήτησαν, αξίζει να μνημονευθεί μια σχεδόν άγνωστη στιγμή της αντιδικτατορικής πάλης: η πρώτη διαδήλωση κατά της χούντας.
Είχα ακούσει την αφήγηση από τον Γιάννη Πετρόπουλο, ηγετικό στέλεχος της Νεολαίας Λαμπράκη, και τού είχα ζητήσει να την καταγράψει για τα Ενθέματα της Αυγής (23.4.2000). Η πρώτη λοιπόν διαδήλωση οργανώθηκε από Λαμπράκηδες στις αρχές Αυγούστου του 1967.
Έγινε στην οδό Ερμού την ώρα που κλείνανε τα μαγαζιά. Κράτησε περίπου 10 με 12 δευτερόλεπτα, όσο χρειάστηκε για να ακουστούν τα συνθήματα Κάτω η δικτατορία, Δημοκρατία. Συμμετείχαν δώδεκα νεολαίοι: Σωτήρης Αναστασιάδης, Γιάννης Καούνης, Παύλος Κλαυδιανός, Δημήτρης Ντοκόπουλος, Χρήστος Παλαμάρας, Αποστόλης Ντάκος, Κώστας Αγαπίου, Σωτήρης Χαλκιάς, Νίκος Δούκας, Θεολόγος Πατερέλης και ο μικρότερος αδελφός του Πατερέλη. Του δωδέκατου ο αφηγητής δεν θυμήθηκε το όνομα.
Δύο άλλοι Λαμπράκηδες συμμετείχαν με ειδικούς ρόλους: η Ιωαννίδου μαγνητοφώνησε τη διαδήλωση και ο Πέτρος Μαλικούδης παρέλαβε το μαγνητόφωνο και έδωσε την είδηση στους ξένους ραδιοσταθμούς.
Ο Γιάννης Βούλγαρης είναι πολιτικός επιστήμονας, ερευνητής στο Ινστιτούτο Πολιτικής Κοινωνιολογίας του Εθνικού Κέντρου Κοινωνικών Ερευνών