αεκα.gr


ΑΕΚΑ
Άρθρα

Ιστορίες για «καιρούς παράξενους»...

... και για εκείνη την τομή που ευτυχώς δεν λέει να κλείσει

Τα προβλήματα του απομακρυσμένου κόσμου των χημικών τύπων αναδύονται με οδυνηρό και δύσκολα αγνοήσιμο τρόπο στους εσώτερους χώρους του ατομικού τρόπου ζωής ως ερωτήματα προς τον εαυτό μας, ως ζητήματα ταυτότητας, ως υπαρξιακά ερωτήματα. Ώστε ο μικρόκοσμος του ιδιωτικού περιλαμβάνει για άλλη μια φορά την παγκόσμια κοινωνία, στο κέντρο του ιδιωτικού χώρου εμφωλεύει και επωάζεται το πολιτικό.

Ulrich Βeck

Καιροί παράξενοι. Το κλίμα έχει μείνει μόνο του πια να θυμίζει τους παραλογισμούς του καπιταλισμού και την κοντόθωρη ματιά της σύγχρονης κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Ό,τι προειδοποιούσαν είκοσι πέντε χρόνια πριν επιστήμονες και γραφικοί οικολόγοι, σήμερα το βλέπουμε, το αισθανόμαστε να έρχεται. Πώς αντιδρούμε; Ως γνήσια τέκνα του Δαρβίνου. Τι κι αν η Ελλάδα γίνει Σαχάρα. Θα προσαρμοστούμε. Τι κι αν η γη γίνεται θερμοκήπιο. Θα προσαρμοστούμε. Και ώς τότε ας εμπορευόμαστε «μερίδια μόλυνσης». Μας το επιτρέπουν άλλωστε πολλοί επιστήμονες περιβαλλοντολόγοι, οι οποίοι περιμένουν να μαζέψουν τα στοιχεία των 50 επόμενων ετών για να αποφανθούν αν το κλίμα «άλλαξε ριζικά». Εδώ η επιστημονική αμφιβολία δεν κλίνει υπέρ τηςπρόληψης αλλά υπέρ της ενδεχόμενης αυτοκαταστροφής. Νo problem. Όπως ένας ειδικός των δεινοσαύρων (διάσημος παλαιοντολόγος) με αγγλοσαξονική ειρωνεία και στωική ηρεμία παρατήρησε, όλο και κάποιες μορφές ζωής θα επιβιώσουν.

Σε κανένα άλλο πεδίο δεν εκφράζεται δραματικότερα το κόστος του σημερινού αχαλίνωτου καπιταλισμού. Όχι τόσο με τις καθαυτό επιπτώσεις του στο περιβάλλον, όσο με τη χαλιναγώγηση της φαντασίας των πολιτικών συστημάτων όταν βρίσκονται αντιμέτωπα με την ανάγκη δραστικών μεταρρυθμίσεων. Σε κανένα άλλο πεδίο δεν εκφράζεται εναργέστερα το κόστος της ηγεμονίας της ιδεολογίας της αγοράς, η οποία εκπορεύεται κατ' εξοχήν από το αμερικανικό μοντέλο. Το χάσμα μεταξύ διαπιστώσεων και αποφάσεων, αλλά κυρίως η φτώχεια των εργαλείων που προτάθηκαν σε μια ακόμα παγκόσμια Διάσκεψη για το Περιβάλλον είναι το μέτρο αυτής της ηγεμονίας. Είναι συνάμα το μέτρο της οπισθοχώρησης των ιδεών της Αριστεράς και της διακοπής κάποιων αναζητήσεων που είχαν αναπτυχθεί σε πρόσφατο σχετικά παρελθόν.

Στη δεκαετία του '70, παράλληλα με τις ανησυχητικές προβλέψεις, είχε ανοίξει η συζήτηση για τα όρια της ανάπτυξης. Ήταν μια συζήτηση πολιτική, οικονομική και ηθική, όπως άρμοζε άλλωστε στο θέμα. Συμμετείχαν επιστήμονες, φιλόσοφοι, τεχνοκράτες με διαφορετικές ανησυχίες και κοσμοαντιλήψεις. Κύρια προϊόντα της συζήτησης ήταν μια έννοια, η βιώσιμη ανάπτυξη (αειοφόρος αν προτιμάτε) και η ευαισθητοποίηση ενός μέρους της δυτικής κοινής γνώμης. Κύριος πολιτικός χώρος υποδοχής των πορισμάτων ήταν ο αριστερός και ο κεντροαριστερός.

Έτσι άρχισαν να εμφανίζονται τα πράσινα κινήματα στα οποία συνέρρευσαν πρωτίστως νέοι που δεν έβρισκαν ελκυστικά τα «παλαιά» κόμματα και αριστεριστές εξαντλημένοι από τους διάφορους «μαρξισμούς - λενινισμούς» (σήμερα προτιμούν να γίνονται εθνικιστές και αντιεκσυγχρονιστές). Έτσι άρχισε να διαχέεται στα μεγάλα σοσιαλιστικά, μεταρρυθμιστικά και κομμουνιστικά κόμματα η οικολογική συνείδηση. Εδώ η διαδικασία ήταν πιο αντιφατική. Από τη μια, τα μέτρα προστασίας του περιβάλλοντος έρχονταν συχνά σε σύγκρουση με τα άμεσα συμφέροντα της εργατικής τους βάσης που απαιτούσαν παραγωγή και επενδύσεις εδώ και τώρα και όπως να 'ναι. Από την άλλη, τα κόμματα ενσωμάτωναν τις οικολογικές ευαισθησίες ενός συνεχώς διευρυνόμενου μέρους της κοινής γνώμης ­ εξάλλου άρχισαν να αισθάνονται και τον εκλογικό ανταγωνισμό των Πρασίνων.

Σε κάθε όμως περίπτωση, η πολιτική τους κουλτούρα τα προδιέθετε για τον έλεγχο του καπιταλισμού και την οριοθέτηση των αρνητικών επιπτώσεων της οικονομίας της αγοράς. Και αν στο παρελθόν ο έλεγχος αυτός είχε επιδιωχτεί στο όνομα της κοινωνικής δικαιοσύνης, τώρα προσετίθετο άλλη μια καθοδηγητική αρχή ­ η βιώσιμη ανάπτυξη. Κατά τη διάρκεια λοιπόν της δεκαετίας του '80 όλα τα μεγάλα αριστερά και κεντροαριστερά κόμματα της Δύσης ενσωμάτωσαν στα προγράμματά τους αιτήματα και διδάγματα της οικολογίας. Την ίδια περίοδο, στον ανατολικό συνασπισμό, η μεταρρύθμιση που ήρθε αργά, δηλαδή η προσπάθεια του Μ. Γκορμπατσώφ να αλλάξει τον θνήσκοντα σοβιετικό κομμουνισμό, έδινε σημαντική ώθηση στο ζήτημα της προστασίας του παγκόσμιου περιβάλλοντος αναγορεύοντάς το σε μείζονοικουμενικό πρόβλημα, για τη λύση του οποίου όφειλαν να συνεργαστούν τα δύο αντίπαλα συστήματα.

Ο συγκεκριμένος εμπλουτισμός των προγραμμάτων της Αριστεράς στη συγκεκριμένη ιστορική περίοδο εξέφραζε μια βαθύτερη «φιλοσοφική» μεταβολή, επίκεντρο της οποίας ήταν η διαμόρφωση μιαςκουλτούρας των ορίων: της συνείδησης, δηλαδή, των ορίων που πρέπει να επιβληθούν στην καπιταλιστική ανάπτυξη αλλά και στην ίδια την Πολιτική· των ορίων που πρέπει να επιβληθούν στη δυνατότητα του ανθρώπου να επεμβαίνει στη φύση και στον ίδιο τον άνθρωπο· των ορίων που πρέπει να βρεθούν ώστε η ατομική αυτονομία να μη μετατραπεί σε υπαρξιακή αποξένωση. Όριο εδώ δεν σήμαινε παρακώλυση ή μπλοκάρισμα της ροής της ιστορίας. Όπως όμως το ποτάμι κινείται ανάμεσα στις όχθες κι αν χρειαστεί οι άνθρωποι φτιάχνουν επιπλέον αναχώματα, έτσι και η κίνηση της κοινωνίας θέλει αμφίπλευρα όρια. Όρια κινητά, που αλλάζουν ανάλογα με την ιστορική φάση. Ποια θα είναι, πού θα μπουν, πόσο μεγάλα ή μικρά, το αποφασίζουν οι άνθρωποι με την Πολιτική, με την αντιπαράθεση που πηγάζει από τη διαφορετικότητα των συμφερόντων, των επιλογών και των αξιών. Σε αυτή την αντιπαράθεση, η υπόσταση της Αριστεράς ταυτιζόταν με την οριοθέτηση της αυθόρμητης κίνησης της αγοράς και τον στοχασμό για την επιθυμητή κίνηση της κοινωνίας.

Σε αυτό το κοινό «φιλοσοφικό» και στρατηγικό θεμέλιο φάνηκαν να συναντώνται διαφορετικές δυνάμεις μιας πληθυντικής Αριστεράς: σοσιαλδημοκράτες, σοσιαλιστές, ευρωκομμουνιστές, κομμουνιστές (του ΚΚΣΕ πριν απ' όλους) που είχαν αντιληφθεί την αποτυχία του σοβιετικού μοντέλου, μικροί και μεγάλοι αριστεροί διανοούμενοι, φεμινίστριες και οικολόγοι. Ένα πλούσιο μωσαϊκό ιδεών και ιστορικά διαμορφωμένων ευαισθησιών που υπερέβαινε την κομματική ένταξη, καθώς τα αντίστοιχα κόμματα ήταν συγχυσμένα. Στο επίπεδο των θεμελιωδών νοοτροπιών, η σύγκλιση συνοψιζόταν σε μια διπλή απόρριψη.

Από τη μια απέρριπταν έναν δογματικό τρόπο σκέψης που είχε ως επίκεντρο την έννοια του μοντέλου, ενός στατικού κοινωνικού προτύπου μέσα στο οποίο ο κομμουνισμός μάταια προσπάθησε να εγκλωβίσει τον δυναμισμό και το απρόσμενο της ιστορικής κίνησης. Από την άλλη, απέρριπταν την υποταγή στην χωρίς όρους και όρια κίνηση που επέβαλε στην κοινωνία η οικονομία της αγοράς και την οποία υποταγή είχε αποδεχτεί ένα μέρος της σοσιαλδημοκρατίας. Προέβαλλε έτσι μια Αριστερά που, μέσα από τις δικές της επιμέρους εμπειρίες, απέρριπτε ένα μοντέλο χωρίς κίνηση και μια κίνηση χωρίς οριοθετήσεις.

Με αυτόν τον τρόπο η Αριστερά προσπαθούσε να λογαριαστεί με τους μετασχηματισμούς και τις αντινομίες των μοντέρνων κοινωνιών ­ των κοινωνιών του ρίσκου όπως εύγλωττα τις χαρακτηρίζουν οι κοινωνιολόγοι. Επιδίωκε ταυτόχρονα να διατηρήσει τις ιστορικές της ρίζες που κρατούν από τον διαφωτισμό, τον σοσιαλισμό και τις μεγάλες δημοκρατικές αξίες της νεωτερικότητας, ενσωματώνοντας όμως τις «υποδείξεις» της ιστορίας: την αντιφατικότητα της έννοιας της προόδου, την ανάγκη μετριοπάθειας στη φιλοδοξία του ανθρώπου να «σχεδιάσει» την κοινωνία.

Ο χρόνος όμως δούλευε τότε εναντίον της Αριστεράς. Είχε φτάσει σε μια πολιτικά γόνιμη καμπή, αλλά με απελπιστική καθυστέρηση.

Έτσι, η δεκαετία του '90 σημαδεύτηκε από την ηγεμονία της ιδεολογίας της αγοράς και του αμερικανικού κοινωνικού μοντέλου. Η Αριστερά επένδυσε στην Ευρωπαϊκή Ένωση ελπίζοντας (βάσιμα) ότι θα εισπράξει στο μέλλον. Έως τότε όμως φαίνεται να έχει δώσει περισσότερα από όσα η Ιστορία τής ζήτησε. Έχει δώσει και την ψυχή της; Αυτό θα φανεί τα προσεχή χρόνια, καθώς τώρα ο στόχος της ΟΝΕ έχει επιτευχθεί και η Ευρώπη αποκτά βαθμιαία την «κρίσιμη μάζα» που της επιτρέπει να έχει παγκοσμίως λόγο για τα νέα μεγάλα προβλήματα γεωπολιτικής, οικολογίας, απασχόλησης και κοινωνικής οργάνωσης. Και η απάντηση ίσως να εξαρτηθεί από τη διάθεση της Αριστεράς να ξανασυνδεθεί με το νήμα που διακόπηκε σε μια κρίσιμη στιγμή ωρίμανσης.

Όχι βεβαίως για να συνεχίσει δένοντας απλά έναν κόμπο: οι καιροί έχουν αλλάξει, αρκετές αριστερές δυνάμεις έχουν βγει εκτός ιστορίας, νέες κοινωνικές τάσεις δείχνουν ριζικά νέες προοπτικές.

Αλλά για να ξαναθέσει τα θεμελιακά ερωτήματα: Με ποιο κοινωνικό και οικολογικό κόστος παράγουμε και καταναλώνουμε; Με ποιες προτεραιότητες; Με ποιες συμμετοχικές διαδικασίες ιεραρχούμε τις προτεραιότητες; Σε ποιο ηθικό πλαίσιο εντάσσονται οι σχέσεις του ανθρώπου με τον διπλανό του, τη φύση και τις επόμενες γενιές; Η παραδοχή ότι ο καπιταλισμός και η αγορά είναι δύο εκπληκτικοί μηχανισμοί παραγωγής πλούτου δεν σημαίνει ότι μπορούν να αποτελέσουν τη μόνη ή την κυρίαρχη καθοδηγητική αρχή οργάνωσης της Κοινωνίας ­ γιατί ακριβώς διαβρώνουν την κοινωνική σχέση και το οικοσύστημα. Από αυτά τα ερωτήματα μπορεί η Αριστερά του 21ου αιώνα να βρει νέα φυσιογνωμία και ορμή.

Ο Γιάννης Βούλγαρης είναι πολιτικός επιστήμονας, ερευνητής στο Ινστιτούτο Πολιτικής Κοινωνιολογίας του Εθνικού Κέντρου Κοινωνικών Ερευνών

H πολύνεκρη επίθεση στην Ιερουσαλήμ

Σχετικά με τη σημερινή (18/06/2002) πολύνεκρη επίθεση στην Ιερουσαλήμ, η Ανανεωτική Εκσυγχρονιστική Κίνηση της Αριστεράς τονίζει:

Καταδικάζουμε με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο τη νέα τυφλή τρομοκρατική επίθεση της Χαμάς στα Ιεροσόλυμα με θύματα Ισραηλινούς πολίτες.

Οι μετανάστες και εμείς

Η Ανανεωτική Εκσυγχρονιστική Κίνηση ης Αριστεράς διοργάνωσε την Παρασκευή 5 Οκτωβρίου avant-preniere της ταινίας «Ο Γιώργος από τη Χαϊδεβέργη» του σκηνοθέτη Κώστα Μαχαίρα, παραγωγής ΝΕΤ.

Περιοδία Νίκου Μπίστη στην Κρήτη (09/11/2000)

Ανανεωτική Εκσυγχρονιστική Κίνηση

της Αριστεράς

 

Μητροπόλεως και Κηρυκείου 6

105 55, Αθήνα  

Τηλ. 3238168 – 3237661

Fax: 3227302

E-Mail : info@aeka.gr

                                     

 

ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ

 

 

Ο ελάχιστος μεταρρυθμισμός

Η κυβέρνηση έχει στόχους, αλλά όχι και διάθεση για αλλαγές ΤΑ ΝΕΑ , 04-07-2002 

Με τις εξελίξεις γύρω από την υπόθεση της τρομοκρατίας δεν διακρίνεται μόνο φως στην άκρη του παλιοκαιρισμένου τούνελ της 17 Νοέμβρη.

Μας ενδιαφέρει;

Μας ενδιαφέρει η κυβέρνηση ενός μεταρρυθμιστικού κόμματος να σχεδιάζει και να κάνει μεταρρυθμίσεις