Η αδεξιότητα των χειρισμών στο Ασφαλιστικό προκάλεσε κάτι παραπάνω από μια κυβερνητική ήττα. Πυροδότησε μιαν αλλαγή πολιτικού κλίματος. Την τελευταία δεκαετία το εκκρεμές της κοινής γνώμης έμοιαζε να έχει στραφεί αποφασιστικά υπέρ του νοικοκυρέματος και της ανάπτυξης της οικονομίας. Τα σφάλματα στο Ασφαλιστικό έφεραν στην επιφάνεια τη νοσταλγία για τις πολιτικές αναδιανομής της δεκαετίας του '80, που πάντα υπήρχε στον βυθό.
Η έλλειψη μιας χωρίς μισόλογα αποτίμησης των μαθημάτων της δεκαετίας του '80 διαιωνίζει τον κίνδυνο να χρειαστεί να ξανακαθήσουμε στα θρανία. Θυμίζω μερικά από αυτά:
Για χρόνια μετά τη μεταπολίτευση αυξάναμε τους μισθούς μας πολύ ταχύτερα από την (συχνά μηδενική) αύξηση της παραγωγικότητάς μας. Αποτέλεσμα: κοντέψαμε να βάλουμε λουκέτο στη μισή μας βιομηχανία.
Όποτε χάναμε τον έλεγχο του κόστους μας, σπεύδαμε να ρίξουμε το νόμισμά μας. Αποτέλεσμα: ένας φαύλος κύκλος αυξήσεων μισθών και τιμών που επέβαλλε νέα υποτίμηση.
Πολλαπλασιάσαμε τις θέσεις εργασίας στο Δημόσιο και τις κάθε είδους παροχές χωρίς αξιολόγηση. Αποτέλεσμα: χρεωθήκαμε ως τον λαιμό.
Βάλαμε το κράτος να κάνει τον επιχειρηματία. Απέτυχε μετά πολλών εξόδων.
Η μείωση των επενδύσεων, η παρατεταμένη στασιμότητα της οικονομίας και η αύξηση της ανεργίας ήταν τα φυσιολογικά επακόλουθα.
Βέβαια, υπήρχε το καλύτερο ελαφρυντικό: αυτά ήθελε η πλειοψηφία του λαού. Και στις δημοκρατίες ο λαός είναι το ύστατο αφεντικό.
Σήμερα όμως, αν τέτοια πράγματα επαναλαμβάνονταν με ελαφρυντικά ή χωρίς οι επιπτώσεις θα ήταν χειρότερες, δυσκολότερα μεταθέσιμες στην επόμενη κυβέρνηση και πολύ δυσκολότερα ιάσιμες. Το γιατί, προκύπτει από πράγματα γενικώς γνωστά:
Το δημόσιο έλλειμμα δεν μπορεί να υπερβεί ένα δεδομένο πλαφόν.
Το κράτος δεν μπορεί πια να δανείζεται με όρους της επιλογής του.
Η κίνηση κεφαλαίων είναι ελεύθερη. Σε περίπτωση σημαντικής απόκλισης του φορολογικού μας καθεστώτος ή του επιχειρηματικού κλίματος από την Ε.Ε. θα αντιμετωπίσουμε υποεπένδυση και φυγή κεφαλαίων.
Ιδιωτικές επιχειρήσεις που χρεοκοπούν δεν θα συντηρούνται με δημόσιο χρήμα. Θα κλείνουν.
Πάνω από όλα, δεν έχουμε δικό μας νόμισμα να υποτιμήσουμε.
Πρόκειται για μεγάλες αλλαγές. Σωρευτικά αποτελούν ένα τελείως νέο καθεστώς οικονομικής πειθαρχίας. Με την πτώση της δικτατορίας κατέρρευσε ένα σύστημα κινήτρων και κυρώσεων που βασιζόταν στον καταναγκασμό και τον διοικητικό έλεγχο. Έπρεπε να το αντικαταστήσουμε με κάποιο άλλο, που να μπορεί να συμβιβάζει τη δημοκρατία και την ελεύθερη δράση των αντιτιθεμένων συμφερόντων με τις απαιτήσεις της συνέχισης της αναπτυξιακής μας πορείας. Χάσαμε μια 15ετία προσποιούμενοι ότι το πρόβλημα δεν υπήρχε. Τελικά όμως μετακινηθήκαμε προς τα εκεί. Το νέο σύστημα υπάρχει. Στο μακροσκοπικό επίπεδο είναι περίπου πλήρες. Στη μικροκλίμακα θα συνεχίσει να μορφοποιείται. Δεν το κάναμε γιατί μας το ζήτησαν οι "Ευρωπαίοι". Αυτό ήταν πρόσχημα. Το κάναμε για εμάς, γιατί η προηγούμενη κατάσταση δεν γινόταν να συνεχιστεί και δεν υπήρχε ρεαλιστική εναλλακτική λύση. Χρειαζόμασταν ένα καθεστώς πειθαρχίας που να μας υποχρεώνει να σταθμίζουμε προσεκτικότερα πράξεις και συνέπειες.
Το νέο καθεστώς μάς θέτει ένα επιτακτικό δίλημμα: ή επιταχύνουμε την ανάπτυξή μας ή αντιμετωπίζουμε οξυνόμενες δυσκολίες στο μέλλον. Η επίτευξη υψηλών ρυθμών ανάπτυξης είναι η κύρια προϋπόθεση: για την καταπολέμηση της ανεργίας, τη σύγκλιση του βιοτικού μας επιπέδου με το ευρωπαϊκό, τη βελτίωση των δημόσιων οικονομικών μας και τη μείωση του δημόσιου χρέους, τη δημιουργία νέων πόρων για το κοινωνικό κράτος.
Μερικοί θέλουν να πιστεύουν ότι ανάπτυξη και αναδιανομή είναι πάντα συμβατές μεταξύ τους. Αν ήταν έτσι, λίγοι θα είχαν πρόβλημα. Αυτό θα ήταν, όντως, το "τέλος της ιστορίας". Δεν είναι όμως. Πέρα από ένα σημείο οι απαιτήσεις της αναδιανομής έρχονται σε πολυεπίπεδη σύγκρουση με τις προϋποθέσεις της ανάπτυξης.
Πρώτα από όλα δεν θα υπάρξει ανάπτυξη χωρίς περαιτέρω επιτάχυνση των ιδιωτικών επενδύσεων. Επενδύσεις όμως δεν θα γίνουν αν οι επιχειρηματίες δεν έχουν καλούς λόγους να τις κάνουν και εγγυήσεις ότι η απόδοση των κεφαλαίων τους δεν θα απαλλοτριωθεί από δραματικές αλλαγές στούς μισθούς, στη φορολογία ή στην εν γένει αντιμετώπιση της ιδιωτικής πρωτοβουλίας. Ένας από τους λόγους που η μεταρρύθμιση στο Ασφαλιστικό επείγει είναι ακριβώς η ενθάρρυνση των επενδύσεων. Με την επικρεμάμενη εκκρεμότητα των ασφαλιστικών ελλειμμάτων που κανείς δεν ξέρει πώς θα χρηματοδοτηθούν (και με δεδομένη την προθυμία πολλών να στρέφονται ενάντια στον εύκολο στόχο των "πλουσίων") οι ιδιωτικές επενδύσεις θα στερέψουν πριν πλησιάσουν οι κρίσιμες ημερομηνίες. Και δεν είναι οι πλούσιοι που με ενδιαφέρουν, αλλά οι συνέπειες της αναπτυξιακής καχεξίας πάνω στους φτωχούς και τους ανίσχυρους.
Οποιαδήποτε συζήτηση, λοιπόν, για το Ασφαλιστικό οφείλει να διεξαχθεί μέσα στο πλαίσιο που προσδιορίζει η επιδίωξη της ανάπτυξης. Το θέμα της συζήτησης είναι: με τη σημερινή διάρθρωση των υποχρεώσεών του το ασφαλιστικό σύστημα γεννοβολά δαπάνες που οδηγούν σε όλο και μεγαλύτερα ελλείμματα. Στην καρδιά του προβλήματος βρίσκεται η δημογραφία: όλο και λιγότεροι εργαζόμενοι θα καλούνται να χρηματοδοτήσουν όλο και περισσότερους συνταξιούχους. Το ερώτημα είναι πώς θα αντιμετωπισθούν τα ελλείμματα.
Στο ερώτημα αυτό, ο διάλογος οριοθετείται από τις δύο προσεγγίσεις που έχουν διατυπωθεί: α) Η αρχική θέση της κυβέρνησης εντόπιζε το πρόβλημα στις δαπάνες. Οι υποχρεώσεις που γεννά το σύστημα θα είναι αφόρητες στο μέλλον και πρέπει να εκλογικευθούν. Η εξοικονόμηση πόρων οφείλει να προέλθει μόνο μέσα από το σύστημα. β) Η ΓΣΕΕ αναγνωρίζει το μέγεθος του προβλήματος αλλά η συνταγή της είναι αντιδιαμετρικά αντίθετη: Οι υποχρεώσεις του συστήματος (ποσοστά αναπλήρωσης, όρια ηλικίας) δεν πρέπει να πειραχτούν. Το θέμα είναι η ενίσχυση των εσόδων του. Η λύση είναι να πληρώσει το κράτος αναλαμβάνοντας τη δέσμευση να χρηματοδοτεί το 1/3 των εξόδων του συστήματος.
Η αρχική θέση της κυβέρνησης ήταν σφάλμα: της στερούσε συμμάχους και επέτρεπε την χρήση των κατώτερων συντάξεων ως εργαλείου ανατίναξης του συνόλου των προτάσεών της. Θα ήταν προτιμότερο να άρχιζε με αυτό που δηλώνει τώρα: ότι είναι διατεθειμένη να αυξήσει την κρατική συμβολή με αποκλειστικό όμως στόχο την ενίσχυση των κατώτερων συντάξεων. Εκείνα που η κυβέρνηση είχε δίκιο να θέλει να αποφύγει ήταν:
Η δέσμευση για χρηματοδότηση ποσοστού των δαπανών του συνόλου του συστήματος ανεξαρτήτως του μεγέθους των ποσών που θα προκύψουν.
Η αύξηση των εισφορών: κάτι τέτοιο θα κατέστρεφε θέσεις εργασίας και θα υπονόμευε την ανάπτυξη και την ανταγωνιστικότητα (γι' αυτό και δεν το ζητάει στα σοβαρά κανείς).
Η αύξηση της φορολογίας στις επιχειρήσεις: τη στιγμή που η τάση διεθνώς είναι η μείωση αυτής της φορολογίας κάτι τέτοιο θα έπληττε τις επενδύσεις.
Μια αύξηση της φορολογίας των υψηλών εισοδημάτων που ενώ θα απέφερε ελάχιστα, θα έστελνε λάθος σήματα προς πάσαν κατεύθυνση.
Από την άλλη πλευρά, η θέση της ΓΣΕΕ «να πληρώσει το κράτος» έχει προφανείς αδυναμίες. Πού θα τα βρει τα χρήματα το κράτος αν όχι από τους ίδιους τους εργαζόμενους; Τι ζημιά θα κάνει στην οικονομία αν επιχειρήσει να τα βρει; Γιατί πρέπει να πληρώσουν οι πάντες τα «προνόμια» που επιβαρύνουν το κόστος του υπάρχοντος συστήματος;
Θεωρητικά, πεδίο σύγκλισης υπάρχει. Το κράτος έχει αποδεχθεί την ευθύνη για τις κατώτερες συντάξεις και έχει βάλει χρήματα στο τραπέζι. Αυτό αφαιρεί κάθε θεμιτή δικαιολογία από ενδεχόμενη άρνηση του συνδικαλιστικού κινήματος να βάλει, από τη μεριά του, στο τραπέζι τη συγκράτηση των δαπανών μέσα από σταδιακό περιορισμό των αδικιών του συστήματος. Γιατί να πληρώνουμε όλοι για συντάξεις υψηλότερες του τελικού μισθού ή συνταξιοδοτήσεις σε υπερβολικά μικρή ηλικία; Αν τα συνδικάτα επιμείνουν στην αρχική τους θέση, είναι προτιμότερο να μην υπάρξει μεταρρύθμιση.
Καμιά κυβέρνηση δεν μπορεί να δεσμευτεί να πληρώνει εις το διηνεκές ένα ποσοστό ανεξαρτήτως του μεγέθους του ποσού. Το χαρακτηριστικό του αναδιανεμητικού συστήματος είναι ότι η κάθε γενιά εργαζομένων πληρώνει τις συντάξεις των γονέων της πεπεισμένη ότι θα έχει την ίδια μεταχείριση από τα παιδιά της. Οι σημερινές εισφορές μας δεν επενδύονται. Δαπανώνται έτσι όπως έρχονται για την πληρωμή των υφιστάμενων συντάξεων. Το σύστημα βασίζεται στην εμπιστοσύνη ανάμεσα στις γενιές. Αν η φουρνιά των εργαζομένων του 2015 διαπιστώσει ότι έχει να πληρώσει για χάρη μας τα μαλλιοκέφαλά της (σε εισφορές ή φόρους), ότι αυτό που της μένει είναι χαρτζιλίκι και ότι δεν θα απολαύσει τα ίδια προνόμια όταν έρθει η σειρά της, τότε είναι πιθανό να αρνηθεί να πληρώσει το λογαριασμό και να ψηφίσει αναλόγως. Κανείς δεν μπορεί να δεσμεύσει πραγματικά το εκλογικό σώμα του 2015. Φυσικά, συντάξεις θα συνεχίσουν να πληρώνονται. Αλλά ποιο θα είναι το ύψος τους και πώς θα έχουν προσαρμοστεί; Απλώς, αυτό που σήμερα θα λυνόταν με το νυστέρι, θα λυθεί τότε με τον μπαλτά.
Το Ασφαλιστικό είναι πρώτα απ' όλα πρόβλημα της δικής μας γενιάς και, επομένως, των συνδικαλιστικών μας εκπροσώπων. Το σημερινό συνδικαλιστικό κίνημα είναι ωριμότερο απ' ό,τι ήταν πριν από 20 χρόνια. Το ερώτημα είναι πόσο ωριμότερο είναι. Αν χειριστεί λάθος το Ασφαλιστικό, θα μας βάλει σε μελλοντικούς κινδύνους. Αν διαπράξει το σφάλμα να κάνει κατάχρηση της πρόσκαιρα ισχυρής διαπραγματευτικής του θέσης στις προσεχείς συλλογικές διαπραγματεύσεις ή να πυροδοτήσει μια χιονοστιβάδα υπερβολικών αξιώσεων, τότε το 2015 θα μιλάμε για άλλη μια χαμένη 10ετία.
Ο Χρυσάφης Ιορδάνογλου διδάσκει οικονομικά στο Πανεπιστήμιο Κρήτης
|