Παλαιόθεν, στην Ελλάδα συνυπήρχαν ειρηνικά η εθνική φανφάρα με την εθνική μουρμούρα, το «όταν εμείς χτίζαμε Παρθενώνες οι άλλοι ήταν στα δέντρα» με το «εμείς οι Έλληνες, αγαπητέ μου, ποτέ δεν θα γίνουμε κράτος»
Αμέσως μόλις πετύχαμε έναν ιστορικό άθλο, να συγκροτήσουμε ανεξάρτητο εθνικό κράτος, το αποκαλέσαμε Ψωροκώσταινα, από το όνομα μιας εξαθλιωμένης ζητιάνας που περιφερόταν στα σοκάκια του Ναυπλίου - πρωτεύουσας τότε. Και η εθνική μας αμφιθυμία συνεχίστηκε.
Το ίδιο, ασφαλώς, θα συμβεί με τη σημερινή ευφορία του ευρώ. Σε λίγο θα έρθει, να είσαστε σίγουροι, η πρώτη μετάπτωση. ’λλωστε, μετά τα καλά έρχονται τα δύσκολα και αντιστρόφως. Προ της βέβαιης μελλοντικής δυσθυμίας αξίζει να στρέψουμε την νέα εθνική μας αυτοπεποίθηση στο παρελθόν. Θα διαπιστώσουμε ότι στους Νέους Χρόνους, χοντρικά από τα μέσα του 18ου αιώνα, η Ελλάδα, παρά την περί του αντιθέτου εντύπωση, τα καταφέρνει γενικώς αρκετά καλά. Κατορθώνει να παρακολουθεί τα μεγάλα ραντεβού της Ιστορίας, τους μεγάλους μετασχηματισμούς που πραγματοποιούνται στη λέσχη των προηγμένων ευρωπαϊκών χωρών.
Ας το παρομοιάσουμε κάπως έτσι: η Ελλάδα ταξιδεύει με το καλύτερο τρένο που υπάρχει στον κόσμο, αλλά πάντα είναι επιβάτις του τελευταίου βαγονιού, φτάνει καθυστερημένα και ανεβαίνει την τελευταία στιγμή. Έτσι συνέβη με τη συγκρότηση Εθνικού Κράτους (μέγιστο εκσυγχρονισμό της νεωτερικότητας), την υιοθέτηση των φιλελεύθερων θεσμών και της καθολικής ψηφοφορίας, την εκβιομηχάνιση και τον συνδικαλισμό, την ένταξη στις διαδικασίες ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Η Ελλάδα βρέθηκε κοντά στην ομάδα των πιο προηγμένων χωρών, ακολουθώντας τες μέσα από μια διαδικασία που συνάρθρωνε τις εξωτερικές επιδράσεις με τις εσωτερικές δυνατότητες. Το εκάστοτε μοντέρνο, οι εκάστοτε μετασχηματισμοί εξακτινώνονταν από τις προηγμένες χώρες της Δύσης προς τον υπόλοιπο κόσμο, λειτουργώντας σαν εξωτερική πίεση για «εκσυγχρονισμό», για «προσαρμογή», για «ανάπτυξη», για «εξευρωπαϊσμό».
Η Ελλάδα, όπως και άλλες χώρες, εισήγαγε τον εκσυγχρονισμό με διλήμματα, με συγκρούσεις και κόστη διαφορετικά σε κάθε ιστορική συγκυρία. Το σημαντικό όμως ήταν ότι μέσα στην ελληνική κοινωνία υπήρξαν, ώς τώρα, οι αναγκαίες δυνάμεις που επιζητούσαν και ήταν ικανές να δεξιωθούν τον εκσυγχρονισμό. Σημαντικά τμήματα των ποικίλων ελίτ ήταν οι κατ' εξοχήν «εισαγωγείς» και δίαυλοι, όμως και η ευρύτερη κοινωνία αφηνόταν να παρασυρθεί. Σ' αυτό συνέβαλε κυρίως η μορφή που ιστορικά έλαβε η αγροτική κοινωνία και η στενή σχέση πόλης - υπαίθρου, μου επισήμανε σε σχετική συζήτηση ο γνωστός ιστορικός μας Βασίλης Παναγιωτόπουλος. Σε όλη αυτή την ιστορική διαδρομή η Ελλάδα ήταν σαφώς προσανατολισμένη στη Δύση. Η συζήτηση για το αν είμαστε Δύση ή Ανατολή αναθερμαινόταν περιοδικά, αλλά δεν αποτέλεσε ποτέ πραγματική επιλογή.
Κατά βάθος, μας θυμίζει η εξαίρετη ιστορικός Έλλη Σκοπετέα (Σύγχρονα Θέματα, τεύχος 35-37, 1988), η ίδια η αντιπαράθεση γινόταν εκ προοιμίου στο πεδίο της Δύσης και με έννοιες δυτικές, και αφορούσε στο ποια όψη της Δύσης διάλεγε ο καθένας. (Ας μην πέσουμε θύματα της γεωγραφίας εδώ: η σύγκρουση Αριστεράς - Δεξιάς στον Εμφύλιο του 1946-'49 ήταν σύγκρουση μεταξύ δύο δυτικών συστημάτων και ιδεολογιών). Είναι προφανές ότι το αποτέλεσμα της εκάστοτε εισαγωγής καθοριζόταν από τη μείξη των διεθνών παραγόντων και της αυτόχθονης πραγματικότητας. Αποτέλεσμα που συχνά απογοήτευε όσους είχαν αγωνιστεί για τον εκάστοτε εθνικό στόχο και οπωσδήποτε γινόταν αντικείμενο κριτικής στις επόμενες γενιές.
Κάτι τέτοιο θα συμβεί ασφαλώς σε λίγα χρόνια, μετά την επιτυχία της Ελλάδας να ενταχθεί στη λέσχη των ισχυρών του ευρώ. Και είναι φυσικό, καθώς θα προκύψουν νέες δυνατότητες και νέα προβλήματα. Όπως παλαιότερα έτσι και τώρα, η πίεση για εκσυγχρονισμό που έρχεται από την Ευρώπη θα συνεχιστεί. Θα έχει, όμως, νέα στοιχεία. Θα είναι θεσμοθετημένη: το εθνικό και το ευρωπαϊκό, το εξωτερικό και το εσωτερικό θα συνυφαίνονται σχεδόν αξεδιάλυτα. Η Ελλάδα θα υποχρεωθεί να περάσει από τον hardware εκσυγχρονισμό τής ΟΝΕ σε έναν software εκσυγχρονισμό: από την επίτευξη των «χονδροειδών» οικονομικών δεικτών προσαρμογής στην ανάγκη διάχυτων λειτουργικών και θεσμικών αλλαγών, που θα μεταβάλουν τις συνήθειες μεγάλων στρωμάτων τής διοίκησης και της κοινωνίας.
Το καλό είναι ότι, σε αντίθεση με το παρελθόν, οπότε η σχέση ήταν μονόδρομη, τώρα η Ελλάδα παρά τη μικρή της δύναμη θα επιδρά με την ψήφο της στη διαμόρφωση της πορείας της Ενωμένης Ευρώπης. Το κακό είναι ότι αυτό συμβαίνει, όταν η Ευρώπη περνάει μια ιστορική περίοδο βαθιάς αμηχανίας. Πράγματι, παλαιότερα, οι μεγάλες οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές καινοτομίες έρχονταν από την Ευρώπη, συνοδευμένες από μεγάλα πολιτικά και πολιτισμικά ρεύματα π.χ. ο φιλελευθερισμός και η εθνική ιδέα μαζί με το κράτος, ο «κοινωνισμός»/σοσιαλισμός με την εκβιομηχάνιση. Σήμερα, ο εκσυγχρονισμός δεν συνοδεύεται από κανένα ουσιαστικότερο πρόταγμα. Γινόμαστε πολίτες της Ευρώπης με ψήφο για ό,τι από κοινού θα κάνουμε και αμηχανία για το τι θα κάνουμε.
Ο Γιάννης Βούλγαρης είναι πολιτικός επιστήμονας, ερευνητής στο Ινστιτούτο Πολιτικής Κοινωνιολογίας του Εθνικού Κέντρου Κοινωνικών Ερευνών