Θόδωρος Τσίκας, πολιτικός επιστήμονας-διεθνολόγος, υπεύθυνος Τύπου της ΑΕΚΑ
Αποφασίσαμε να βάλουμε γενικό τίτλο στη συζήτηση μας «Κυπριακό: ώρα τολμηρών αποφάσεων» γιατί γνωρίζουμε και είμαστε πεισμένοι ότι πράγματι αυτή η ώρα έρχεται. Ήδη στο πλαίσιο του διακοινοτικού διαλόγου έχουν κατατεθεί από τον γεν. γραμματέα του Ο.Η.Ε. προτάσεις που προσδιορίζουν ένα πλαίσιο λύσης. Όλοι κατανοούν ότι μετά τις βουλευτικές εκλογές του Μαΐου στην Κύπρο, κατά τον γύρο των συνομιλιών του Ιουνίου θα προταθεί από τον Ο.Η.Ε. και από τις δυνάμεις της διεθνούς κοινότητας που μετέχουν ενεργά στις διαβουλεύσεις, ένα πακέτο προτάσεων και λύσης επί του οποίου θα κληθούν επιτακτικά οι δύο πλευρές να τοποθετηθούν.
Το ερώτημα όμως που τίθεται είναι το εξής: θέλουμε πραγματικά λύση στο Κυπριακό; Και όταν λέω «θέλουμε» δεν εννοώ, φυσικά, εμάς που είμαστε μαζεμένοι εδώ. Εννοώ, γενικότερα τόσο την ελληνική κοινωνία όσο και την ελληνοκυπριακή κοινότητα. Είμαστε άραγε έτοιμοι, είμαστε ώριμοι για μια λύση;
Διατυπώνω αυτό το ερώτημα γιατί έχω διαπιστώσει ότι πολλές φορές στην προβληματική για το Κυπριακό, το αυτονόητο παραβλέπεται, αγνοείται ή υποβαθμίζεται.
Έχω να παρουσιάσω τρία παραδείγματα γι΄ αυτό:
Παράδειγμα πρώτο: Κατά την έναρξη του προτελευταίου, τέταρτου γύρου των διακοινοτικών συνομιλιών, τέλη Σεπτεμβρίου – αρχές Οκτωβρίου στη Ν. Υόρκη, ο Κόφι Ανάν διάβασε μια δήλωση στην οποία αναφερόταν στο status της «πολιτικής ισότητας» μεταξύ της ελληνοκυπριακής και της τουρκοκυπριακής πλευράς. Και από την Ελλάδα και από την Κύπρο ξεσηκώθηκε σάλος εναντίον αυτής της δήλωσης. Οι αντιδράσεις δεν στρέφονταν τόσο εναντίον της υπαρκτής έλλειψης ισορροπίας όσον αφορά το σύνολο εκείνης της δήλωσης, που την καθιστούσε προβληματική, όσο εναντίον της έννοιας της «πολιτικής ισότητας» που χρησιμοποιήθηκε.
Και όμως. Η πολιτική ισότητα των διαπραγματευόμενων πλευρών είναι πάγια αρχή του Ο.Η.Ε. για όλες τις περιπτώσεις. Σε κάθε διένεξη, για την οποία μεσολαβεί ο Ο.Η.Ε., τα μέρη που συνομιλούν είναι μεταξύ τους πολιτικά ίσα. Εξάλλου, αυτή η αρχή εφαρμόζεται από τότε που άρχισαν οι συνομιλίες για το Κυπριακό, χωρίς αυτό να σημαίνει βεβαίως ότι αναγνωρίζεται το κατοχικό καθεστώς ούτε ότι υποβαθμίζεται η Κυπριακή Δημοκρατία.
Για τον απλούστατο λόγο ότι σε αυτές τις συνομιλίες δεν συμμετέχει από τη μία πλευρά η Κυπριακή Δημοκρατία και από την άλλη κάποια οντότητα που εκπροσωπεί ο Ντενκτάς (είναι χαρακτηριστικό ότι ο Υπουργός Εξωτερικών της Κύπρου δεν συμμετέχει στην ελληνοκυπριακή αντιπροσωπεία). Και ορθώς, διότι αν ίσχυε κάτι τέτοιο θα είχαμε αναγνωρίσει την απόσχιση του Ντενκτάς από το κυπριακό κράτος. Συμμετέχουν και εκπροσωπούνται οι δύο κοινότητες, η ελληνοκυπριακή και η τουρκοκυπριακή. Όλα αυτά είναι εδώ και καιρό γνωστά. Δεν προέκυψαν τώρα.
Το κυριότερο όμως είναι ότι σε κάθε ομοσπονδία, τα ομόσπονδα κρατίδια που την αποτελούν, είναι μεταξύ τους πολιτικά ίσα. Αυτό συμβαίνει σε όλα τα ομοσπονδιακά κράτη (ΗΠΑ, Ρωσία, Γερμανία, Βέλγιο, Καναδάς, Αυστραλία κλπ.). Το καταλάβαμε και από το θρίλερ των αμερικάνικων εκλογών. Η τεράστια και πολυπληθής πολιτεία της Καλιφόρνια είναι πολιτικά, θεσμικά δηλαδή αν και όχι αριθμητικά, ίση με την μικρή και αραιοκατοικημένη πολιτεία του Βερμόντ. Οι έννοιες της ομοσπονδίας και της πολιτικής ισότητας των συνιστωσών που την αποτελούν, είναι αλληλένδετες.
Διζωνική-δικοινοτική ομοσπονδία στην Κύπρο, σημαίνει ότι το κυπριακό κράτος μετά τη λύση θα κυβερνάται μεν από μία κεντρική κυβέρνηση, θα αποτελείται όμως από μία ομόσπονδη πολιτεία στο Νότο υπό ελληνοκυπριακή διοίκηση και μία στο Βορρά υπό τουρκοκυπριακή. Αυτές οι δύο θα είναι πολιτικά ίσες μεταξύ τους, σε αυτό το νέο συνεταιρισμό. Να το πούμε καθαρά: άρνηση της αρχής της πολιτικής ισότητας, μέσα στο πλαίσιο της μελλοντικής λύσης του προβλήματος, σημαίνει απόρριψη της λύσης της ομοσπονδίας. (Λύση που υιοθετεί όλη η διεθνής κοινότητα και η Ελλάδα, ο Ο.Η.Ε., η Ε.Ε. κλπ και αποδέχθηκε ο Μακάριος το 1977, επιβεβαίωσε ο Κυπριανού το 1979 και επικυρώθηκε με ομοφωνία των κομμάτων από το Εθνικό Συμβούλιο της Κύπρου το 1989 επί Γ. Βασιλείου.)
Παράδειγμα δεύτερο: Προ ολίγων εβδομάδων ξέσπασε νέος σάλος στην Κύπρο, όταν ο κ. Γιώργος Βασιλείου κατά την ανάλυση πτυχών των διαπραγματεύσεων για λύση, ερωτήθηκε από δημοσιογράφο για το θέμα του μελλοντικού εθνικού ύμνου του ομοσπονδιακού κυπριακού κράτους. Και φυσικά απάντησε ότι υπάρχει θέμα καθώς δεν μπορεί να χρησιμοποιείται στο κοινό κράτος ο ελληνικός εθνικός ύμνος ο οποίος σήμερα παιανίζεται και ψάλλεται ακόμα και στις κρατικές τελετές της Κυπριακής Δημοκρατίας(!), ενός δηλαδή ανεξάρτητου κράτους. Η απάντηση του αυτή θεωρήθηκε σχεδόν προδοτική, καθώς δεν μπόρεσε να γίνει αντιληπτό ότι δεν μπορεί να χρησιμοποιείται αφενός μεν ο ύμνος της μίας από τις δύο κοινότητες ως κοινός ύμνος, αφετέρου δε ο ύμνος ενός κράτους (της Ελλάδας) στις τελετές κάποιου άλλου (της Κύπρου).
Οι κυρίαρχες αντιλήψεις και ιδεολογίες στην ελληνοκυπριακή και την τουρκοκυπριακή κοινότητα ποτέ δεν επέτρεψαν στους πολίτες της καθεμίας να δουν τους εαυτούς τους ως Κύπριους πρώτα απ’ όλα και κατόπιν ως Έλληνες ή Τούρκους με τις πολιτισμικές, θρησκευτικές και άλλες ιδιαιτερότητες και διαφορές τους. Αντίθετα, από τα προ της ανεξαρτησίας χρόνια, αυτοί θεωρήθηκαν ως τμήματα του ελληνικού και τουρκικού έθνους αντίστοιχα, τα οποία απλώς κατοικούν στην Κύπρο. Έτσι η κάθε κοινότητα ήταν απλώς το «μακρύ χέρι» της Ελλάδας και της Τουρκίας στο νησί. Το αποτέλεσμα ήταν ο στόχος για ένα ανεξάρτητο κυπριακό κράτος, όχι τμήμα του «ελληνισμού» ή του «τουρκισμού» αλλά κοινό σπίτι Ελλήνων και Τούρκων αλλά και Μαρωνιτών, Αρμενίων και Λατίνων δεν αποτέλεσε ποτέ στόχο της ελίτ των δύο κοινοτήτων. Η Κύπρος κατέστη έτσι μία απλή γεωγραφική έννοια, που γινόταν αντιληπτή μόνο ως πεδίο αντιπαράθεσης του ελληνικού και του τουρκικού εθνικισμό.
Στον ελληνοκυπριακό και ελλαδικό εθνικιστικό λόγο η Κύπρος ακόμη και ανεξάρτητη είναι ελληνική, με το κυπριακό κράτος να θεωρείται ελληνοκυπριακή οντότητα, οργανικά δεμένη με το ελλαδικό κράτος. Πάνω σε αυτή την ιδεολογική βάση στηρίχθηκε το δόγμα του ενιαίου αμυντικού χώρου Ελλάδας-Κύπρου που είναι τυπικά σε ισχύ και αποτελεί κραυγαλέα παραφωνία στη σημερινή γραμμή επίλυσης του Κυπριακού που ακολουθούν η ελληνική και κυπριακή κυβέρνηση. Αυτή η αντίληψη βέβαια δημιουργεί σοβαρά εμπόδια στις προοπτικές για τη λειτουργική συνύπαρξη των Ελληνοκυπρίων και των Τουρκοκυπρίων.
Σε ένα άρθρο του με τίτλο « Πρόβλημα Αντιλήψεων» στην αγγλόφωνη κυπριακή εφημερίδα «Cyprus Mail» ένας γνωστός Ελληνοκύπριος, ο Σωφρόνης Σωφρονίου γράφει το Νοέμβρη του 1997: «Δεν είναι ανάγκη οι Ελληνοκύπριοι ή και οι Τούρκοι να εγκαταλείψουν τις πολιτιστικές, εθνικές και θρησκευτικές ρίζες τους. Όμως, αν θέλουν να ζήσουν σε ένα ενωμένο κυρίαρχο κράτος, θα πρέπει να κάνουν διάκριση ανάμεσα στις πολιτιστικές και τις πολιτικές ταυτότητες. Από πολιτική σκοπιά θα πρέπει να προβάλουν όλα τα σύμβολα και τις απόψεις που προάγουν μία ενιαία και ανεξάρτητη κυπριακή πολιτική ταυτότητα»
Παράδειγμα τρίτο: Στις 10 Οκτωβρίου η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδας, μετά από σχετική επιστολή του Αρχιεπισκόπου Κύπρου, ο οποίος ως γνωστόν βρίσκεται επικεφαλής των λεγόμενων «απορριπτικών» δυνάμεων στο νησί, εξέδωσε ψήφισμα στο οποίο διατυπωνόταν η άποψη ότι η μη-λύση θα ήταν καλύτερη από μία κακή λύση.
Και ρωτώ: Με ποια κριτήρια άραγε η Εκκλησία θα κρίνει την κακή ή την καλή λύση; Η μήπως ουσιαστικά τάσσεται υπέρ της μη-λύσης καθώς αρνείται τον αναγκαίο συμβιβασμό για την επίλυση του Κυπριακού;
Πιστεύω ακράδαντα το δεύτερο. Η αντίληψη της μη-λύσης ως λύσης, «για να μην ξαναφορτωθούμε τους Τουρκοκύπριους» έχει αρχίσει εδώ και λίγα χρόνια να γοητεύει ξανά τμήματα της ελλαδικής και της ελληνοκυπριακής ελίτ και κοινωνίας. Χρησιμοποιείται γι΄ αυτό υπερπατριωτική φρασεολογία κατά των υποχωρήσεων που είναι αναγκαίες για λύση, οδηγώντας με αυτό τον τρόπο στην μεγαλύτερη και οδυνηρότερη υποχώρηση: την έμπρακτη αποδοχή της μονιμοποίησης, της κατοχύρωσης, της νομιμοποίησης της διχοτόμησης και του οριστικού διαχωρισμού.
Πολλοί θιασώτες αυτών των απόψεων δυσφορούν με την όποια διεθνή κινητικότητα για το Κυπριακό, πρακτικά αρνούνται την αξία των διακοινοτικών συνομιλιών στα πλαίσια του Ο.Η.Ε., προσπαθούν να επιβραδύνουν τις διεργασίες επίλυσης του προβλήματος, λοιδορούν τις διαδικασίες επαναπροσέγγισης των δύο κοινοτήτων.
Με τα ίδια ακριβώς επιχειρήματα προσπαθεί ο Ντενκτάς να πείσει, με τη «βοήθεια» των εποίκων και του τουρκικού στρατού, τους εναπομείναντες Τουρκοκύπριους ότι δεν υπάρχει διέξοδος στην επαναπροσέγγιση, στην επανένωση του νησιού και στην ευρωπαϊκή προοπτική, αλλά μόνο στην τελική απόσχιση υπό τα φτερά της «μητέρας-Τουρκίας».
Η εθνικιστική ιδεολογία, τόσο η τουρκική όσο και η ελληνική, επιδιώκει εθνικώς αμιγή κράτη και απορρίπτει εξ΄ ορισμού οποιαδήποτε σενάρια για την ειρηνική και λειτουργική συνύπαρξη των Ελλήνων και των Τούρκων της Κύπρου. Ο ένας εθνικισμός τροφοδοτεί και συχνά επιβεβαιώνει τις θέσεις του άλλου, με τις δυο κοινότητες να εγκλωβίζονται σε μία λογική όπου ο «άλλος» δεν μπορεί να ιδωθεί παρά ως εχθρός.
Υπάρχουν όμως και αυτοί που, ιδιαίτερα την τελευταία περίοδο, σε όλο το πολιτικό φάσμα από τη Δεξιά ως την Αριστερά, επισείουν τον κίνδυνο της συνομοσπονδίας για να υπονομεύσουν τελικά την ίδια την ομοσπονδία. Υπάρχουν και οι ανεύθυνες φωνές που ζητούν αποχώρηση της ελληνοκυπριακής πλευράς από τις συνομιλίες. Με αυτή τη λογική απορρίφθηκε πριν 8 χρόνια η Δέσμη Ιδεών Γκάλι, για την οποία σήμερα θα ήμασταν ευτυχείς αν μας την πρότειναν.
Ήλθε, λοιπόν, η ώρα για τολμηρές αποφάσεις. Ελλαδίτες και Ελληνοκύπριοι πρέπει να κατανοήσουν ότι η λύση δεν μπορεί παρά να είναι συμβιβαστική, κυρίως λόγω της στρατιωτικής ήττας μας το 1974.
Μία χαλαρή ομοσπονδία, με ευρύτατη αυτοδιοίκηση και αυτονομία των δύο οντοτήτων που θα την αποτελούν και μία λειτουργική κεντρική κυβέρνηση είναι σήμερα η μόνη εφικτή λύση για την επανένωση του νησιού. Δηλαδή ένα κράτος αλλά όχι ενιαίο κράτος, πλήρες μέλος της Ε.Ε., μέσα στο οποίο μπορούν να συμβιώνουν με ειρήνη και ασφάλεια Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι. Μια ομοσπονδία που θα βασίζεται σε μία πλουραλιστική και πολυπολιτισμική κοινωνία, στην κοινωνία των πολιτών. Σ΄ αυτήν την προσπάθεια πρέπει να στρατευθούν πολλαπλασιάζοντας τις πρωτοβουλίες τους οι δυνάμεις σε Ελλάδα και Κύπρο που μάχονται τον εθνικισμό και μοχθούν για την επαναπροσέγγιση των δύο κοινοτήτων.
Η υπό συζήτηση ομοσπονδία αποτελεί μορφή αυτού που οι πολιτικοί επιστήμονες ονομάζουν «συναινετικό κράτος». Τα συναινετικά κράτη στοχεύουν στην προστασία των συλλογικών δικαιωμάτων, ομάδων που αποτελούν πληθυσμιακές μειοψηφίες. Η αυστηρή τήρηση της δημοκρατικής αρχής της πλειοψηφίας μπορεί εύκολα να οδηγήσει στην καταπίεση μίας τέτοιας μειοψηφίας, κυρίως μάλιστα όταν αυτή θεωρείται ξένο στοιχείο ή «ιστορικός εχθρός». Παρόλο λοιπόν που τα συναινετικά κράτη παραβιάζουν την αρχή της πλειοψηφίας σε κάποιες περιπτώσεις, διασφαλίζουν, τόσο τις εθνοτικές ισορροπίες και την ειρήνη όσο και ένα ευρύτερο πλαίσιο ενός φιλελεύθερου δημοκρατικού πολιτεύματος.
Η ενταξιακή διαδικασία της Κύπρου στην Ε.Ε. μπορεί να επηρεάσει το περιεχόμενο της λύσης και να λειτουργήσει ως καταλύτης για το πρόβλημα. Μόνο αυτή πιέζει πραγματικά τον Ντενκτάς για τον οποίον το ροκάνισμα χρόνου λειτουργεί αντίθετα για πρώτη φορά. Ήδη η ενταξιακή προοπτική λειτουργεί ενισχυτικά για τις προοδευτικές δυνάμεις μέσα στην τουρκοκυπριακή κοινότητα.
Η ελληνική και η κυπριακή κυβέρνηση πρέπει να περιφρουρήσουν την ενταξιακή διαδικασία και παράλληλα να κάνουν ότι είναι δυνατόν από την πλευρά τους ώστε να υπάρξει λύση πριν από την ένταξη της Κύπρου στην Ε.Ε.. Αν οι συζητήσεις οδηγηθούν σε ναυάγιο αυτό πρέπει να γίνει με υπαιτιότητα του Ντενκτάς και της Άγκυρας και αυτό να αποτελεί κοινό τόπο για την κοινή γνώμη και για την διεθνή κοινότητα. Όπως ακριβώς συμβαίνει σήμερα, όπου η απειλή της διακοπής των συνομιλιών που ανήγγειλαν ο Ετζεβίτ με τον Ντενκτάς συναντά την αποδοκιμασία ενός ευρύτατου τμήματος της διεθνούς κοινωνίας.
Η βελτίωση των διμερών σχέσεων Ελλάδας-Τουρκίας μπορεί να συμβάλλει στις προσπάθειες για εξεύρεση δίκαιης και βιώσιμης λύσης στο Κυπριακό. Οι δύο διαδικασίες μπορούν να προχωρούν παράλληλα και να αλληλοεπηρεάζονται θετικά, χωρίς η επίλυση του ενός προβλήματος να γίνεται αναγκαστικά προϋπόθεση για την επίλυση του άλλου.
Ένας καθόλα αξιοσέβαστος Τουρκοκύπριος, που έμεινε πάντα πιστός στις νόμιμες αρχές της Κυπριακής Δημοκρατίας, υπηρετώντας στο διπλωματικό σώμα της Κύπρου, ο Οζντεμίρ Οζκιούρ τονίζει στο βιβλίο του «Η Κύπρος στη ζωή μου» που εκδόθηκε φέτος: «Έχω μια ταπεινή συμβουλή να δώσω τόσο στους Τούρκους όσο και στους Έλληνες. Θα συμβούλευα τους Τούρκους να στηρίζονται περισσότερο στην ηθικότητα και λιγότερο στην δύναμη στις διεθνείς τους σχέσεις, ενώ θα συμβούλευα τους Έλληνες να ακούν πιο προσεκτικά τις διεθνείς φωνές και όχι μόνο τις δικές τους επανειλημμένες φωνές.»
Ας ελπίσουμε, ότι οι συμβουλές του θα εισακουστούν γρήγορα από αυτούς που πρέπει.