Η πτώση της δικτατορίας με βρήκε να επιστρέφω εσπευσμένα στη Σαλονίκη. Στο ταξίδι βρέθηκα χαμένος μέσα σε χαρούμενα πλήθη, άγνωστος ανάμεσα σε αγνώστους που μου χαμογελούσαν, με άγγιζαν, μου έκλειναν το μάτι. Ήταν στιγμές λύτρωσης, στιγμές που δεν ξανάρχονται. Και όμως, η αγαλλίαση ήταν ανάμεικτη με μελαγχολία: Ήταν η γνώση ότι η Κύπρος πλήρωνε για την ευτυχία μου. Ήταν η απειλή του πολέμου που ήξερα ότι δεν ήμασταν σε θέση να διεξάγουμε. Ήταν η γνώση ότι το θηρίο δεν είχε πεθάνει ακόμη και ότι πολλά κρέμονταν από μια κλωστή. Ήταν, τέλος, η σιωπηρή απόφαση πολύ ακριβή για να φλυαρεί κανείς γι' αυτήν τού «ποτέ πια δικτατορία». Οτιδήποτε άλλο εκτός από αυτό. Πέρασαν 27 χρόνια από εκείνες τις αλλόφρονες μέρες και η αβεβαιότητα για το μέλλον μάς κάνει να βλέπουμε το παρόν πιο γκρίζο από ό,τι δικαιολογείται. Είναι χρήσιμο να διατηρεί κανείς την αίσθηση των αναλογιών. Ένας τρόπος να το πετύχει είναι να απομακρυνθεί λίγο από τη δίνη της καθημερινότητας και να δει τα πράγματα από τη σκοπιά της μακράς διάρκειας.
Σε αυτά τα 27 χρόνια περάσαμε θύελλες και παλιρροϊκά κύματα που άφησαν σοβαρούς μώλωπες. Δεν υπήρξαν συντριπτικά κατάγματα όμως. Η νεότευκτη δημοκρατία μας δεν απέφυγε τα σφάλματα, ιδίως στη σφαίρα της οικονομικής στρατηγικής. Έκαναν μεγάλη ζημιά, αλλά όχι ανεπανόρθωτη. Και τα μεγαλύτερα από αυτά έγιναν σε συμφωνία με τη θέληση της πλειοψηφίας του λαού. Το καλό ήταν ότι τα σφάλματα εντοπίστηκαν. Οι πολιτικοί τελικά μάζεψαν το κουράγιο τους και δρομολόγησαν βραχυχρόνια επώδυνες στροφές πολιτικής. Ο λαός κατανόησε τα διλήμματα και μετακινήθηκε εκλογικά αναλόγως, αλλάζοντας κυβερνήσεις ή επηρεάζοντας την ισορροπία των δυνάμεων εντός κυβερνήσεων. Με τη σειρά του, το πολιτικό μας σύστημα διευκόλυνε αυτές τις αλλαγές πορείας: έδινε στις εκάστοτε κυβερνήσεις την κοινοβουλευτική ισχύ που χρειαζόταν για να τις επιβάλλουν και ενίσχυε τη συνοχή και την πειθαρχία του κυβερνώντος κόμματος δίνοντάς του τις αντοχές που χρειαζόταν για να τις φέρει σε πέρας.
Τελικά, δεν τα πήγαμε και τόσο άσχημα. Παρά τις υπερβολές, τη δημαγωγία, την υποκρισία και το αλισβερίσι, το πολιτικό μας σύστημα μάς έδωσε τα βασικά. Το ποια είναι αυτά το ξέρουν όλοι, αλλά δεν βλάπτει να τα θυμίζουμε.
1. Πόλεμος και ειρήνη
Στα 27 χρόνια που πέρασαν, φθάσαμε τρεις φορές κοντά στον πόλεμο. Και τον αποφύγαμε.
2. Σχέσεις με τον έξω κόσμο
Πρώτα και κύρια, μπήκαμε στην «Ευρώπη». Και, ύστερα από χρόνια δισταγμών και καθυστερήσεων, καταφέραμε να μπούμε και στον σκληρό πυρήνα της. Ανήκουμε σε όλα τα κλαμπ των ισχυρών της Γης (ΝΑΤΟ, Ε.Ε., Δυτικοευρωπαϊκή Ένωση).
Έχουμε διαμορφώσει μια διανοητικώς υγιή βαλκανική πολιτική και διατηρούμε άριστες σχέσεις με τους από Βορρά γείτονές μας. Το σημερινό ισοζύγιο ισχύος στα βόρεια σύνορά μας μάς βολεύει θαυμάσια. Μακάρι να διατηρηθεί. Το Κυπριακό και οι ελληνοτουρκικές σχέσεις βρίσκονται ακόμη σε εκκρεμότητα αλλά, τουλάχιστον, η εξέλιξή τους έχει μπει σε ένα πλαίσιο, όπου είμαστε σε σχετική θέση ισχύος, στο πλαίσιο της Ε.Ε. Όλα τα παραπάνω δεν ήταν καθόλου αυτονόητα όταν συνέβαιναν και πολεμήθηκαν άγρια. Το κύμα αντιαμερικανισμού και αντιδυτικισμού που αναπτύχθηκε μετά τη Μεταπολίτευση θα μπορούσε κάλλιστα να μας αφήσει έξω στο κρύο. Ευτυχώς, τίποτε το αμετάκλητο δεν επιχειρήθηκε. Η βαλκανική μας πολιτική κόντεψε να ανατιναχθεί από ένα εθνικιστικό κύμα που φούντωσε γύρω από την απίθανη απαίτηση να υπαγορεύσουμε σε ξένη χώρα το όνομά της. Το πολιτικό μας σύστημα κατάφερε να ξεφουσκώσει και αυτήν την τρέλα. Η ένταξη των ελληνοτουρκικών διαφορών στα πλαίσια της Ε.Ε. έχει ακόμη θανάσιμους αντιπάλους, που απλώς δεν τολμούν να επιτεθούν ευθέως.
3. Ελευθερίες
Ξεπεράσαμε διχασμούς δεκαετιών. Σήμερα, δεν υπάρχουν διώξεις και αποκλεισμοί με βάση τις πολιτικές πεποιθήσεις.
Όλες οι κυβερνήσεις συνεισέφεραν στη διαμόρφωση ενός καθεστώτος που, σε αρκετά επίπεδα, είναι από τα πιο φιλελεύθερα και κοινωνικά ανεκτικά στην Ευρώπη. Υπάρχουν ακόμη γκρίζες ζώνες που σχετίζονται με διακρίσεις εις βάρος μειονοτήτων και μειοψηφικών δοξασιών, καθώς και με την συχνά άθλια μεταχείριση των μεταναστών. Το παρήγορο είναι ότι τα φαινόμενα αυτά γίνονται τουλάχιστον γνωστά και δεν κλειδώνονται στην αποθήκη όπως παλιότερα.
4. Λειτουργία του πολιτεύματος
Ξεμπερδέψαμε (μόλις με έναν ψίθυρο) με την κάποτε πανίσχυρη πηγή αστάθειας της πολιτικής μας ζωής, τη μοναρχία.
Εξασφαλίσαμε την ομαλή εναλλαγή των κομμάτων στην εξουσία. Όποτε το κόμμα που ασκούσε την εξουσία έδειχνε σαφή δείγματα εξάντλησης ή είχε ευθύνες για τα αδιέξοδα της οικονομίας ή έδειχνε διαθέσεις χονδροειδούς κατάχρησης της δύναμής του προκαλούσε ισχυρές συσσωματώσεις (έστω και ετερόκλητων) δυνάμεων εναντίον του. Η τιμωρία στις κάλπες δεν αργούσε να έρθει. Οι συσσωματώσεις αυτές ήταν, στην ουσία τους, φυσιολογικές αντιδράσεις μιας υγιούς δημοκρατίας. Αυτές είναι δύο από τις βασικές αποστολές της δημοκρατίας: να αποδίδει ευθύνες και να δημιουργεί, αυτομάτως, αντίβαρα που περιορίζουν τη δύναμη των ισχυρών.
5. Οικονομία
Οι πρώτες μεταδικτατορικές κυβερνήσεις βρέθηκαν μπροστά σε ένα κύμα απαιτήσεων για αναδιανομή του εισοδήματος που κανένας δεν μπορούσε να του αντισταθεί. Αναδιανομή όντως έγινε, αλλά με τον πιο αδόκιμο τρόπο: με αυξήσεις μισθών πολύ υψηλότερες από την αύξηση της παραγωγικότητας, μεταβιβαστικές πληρωμές προς έχοντες και μη έχοντες ανάγκη και διορισμούς στο Δημόσιο. Ήταν περίπου βέβαιο ότι οι συνέπειες θα ήταν η χρόνια αναπτυξιακή καχεξία της χώρας και οι μακρο-οικονομικές ανισορροπίες. Το πράγμα τελικά εκφυλίστηκε σε ένα παιχνίδι τού «πώς να περάσουμε τον λογαριασμό σε κάποιον άλλο»: από τις παραγωγικές μονάδες στις κρατικές τράπεζες και από αυτές στο δημόσιο χρέος. Στη διάρκεια αυτών των μετακινήσεων, ο λογαριασμός αυγάταινε και, στο τέλος, ο φορολογούμενος (και τελικός παραλήπτης) βρέθηκε με ένα γιγαντιαίο φέσι στα χέρια του. Το 1985 το πράγμα έφθασε σε πλήρες αδιέξοδο και οδήγησε σε μιαν απαραίτητη αλλαγή της οικονομικής πολιτικής που είχε ως βασικό της εργαλείο τη σκληρή εισοδηματική πολιτική. Η εγκατάλειψή της (τέλη του 1987) οδήγησε σε υποτροπή των προβλημάτων και νέο αδιέξοδο το 1990.
Η οριστική τομή στην οικονομική στρατηγική εγκαινιάστηκε με την άνοδο της Ν.Δ. στην εξουσία. Οι νέες προτεραιότητες ήταν η σταθεροποίηση της οικονομίας, η σύγκλιση των μακρο-οικονομικών της μεγεθών με τα ευρωπαϊκά και ο περιορισμός της σφαίρας επιρροής του κράτους. Αυτή η στροφή στρατηγικής επιβεβαιώθηκε και μετά την επιστροφή του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία με την προσχώρηση του Α. Παπανδρέου στο στρατόπεδο εκείνων που θεωρούσαν την καταπολέμηση του πληθωρισμού ως απόλυτη προτεραιότητα. Η στροφή οριστικοποιήθηκε από τον κ. Σημίτη, ο οποίος έθεσε ως κεντρικό στόχο της κυβέρνησής του την εκπλήρωση των κριτηρίων σύγκλισης του Μάαστριχτ.
Τη δεκαετία του '90 το εκκρεμές της κοινής γνώμης σημείωσε παράλληλες μετατοπίσεις: το αίτημα της αναδιανομής αντικαταστάθηκε από το πρόταγμα της ένταξης στην ΟΝΕ. Το σημαντικό όμως ήταν ότι το πολιτικό μας σύστημα αποδείχθηκε ικανό να μετουσιώσει τον ακαθόριστο φιλοευρωπαϊσμό του λαού σε συγκεκριμένα μέτρα, τα οποία και υλοποίησε με επιμονή και συνέπεια.
Τα αποτελέσματα των προσπαθειών της τελευταίας δεκαετίας έχουν προ πολλού φανεί. Η χώρα έχει ξαναμπεί σε τροχιά ανάπτυξης και έχει κάθε δυνατότητα να πάει ακόμη καλύτερα. Ο πληθωρισμός αποκλιμακώθηκε. Το δημόσιο έλλειμμα μειώθηκε μέχρις εξαφανίσεως. Σήμερα ανησυχούμε (και ορθώς) όταν ο πληθωρισμός ανεβαίνει από το 3,5% στο 3,9%. Είναι όμως ακόμη πρόσφατη η 20ετία 1974-94 που ο πληθωρισμός μας ήταν 18% τον χρόνο κατά μέσον όρο. Σήμερα προβληματιζόμαστε για το αν ο φετινός προϋπολογισμός θα εμφανίσει όντως πλεόνασμα. Δεν έχουν όμως περάσει πολλά χρόνια από τότε που το έλλειμμά του σπάνια έπεφτε κάτω από το 10% του ΑΕΠ. Η αίσθηση των αναλογιών είναι σπουδαίο πράγμα. Φτηνά τη γλιτώσαμε.
6. Δημόσια Διοίκηση
Από τα βασικά, η μόνη, σχεδόν πλήρης, αποτυχία της δημοκρατίας μας ήταν η αδυναμία της να βελτιώσει την ποιότητα, την απόδοση και το κόστος της Δημόσιας Διοίκησης. Η Δημόσια Διοίκηση έχει περιορισμένες δυνατότητες να σχεδιάσει κάτι και να επιβλέψει την καλή εκτέλεσή του. Εξακολουθεί να είναι πηγή ταλαιπωρίας και αφανούς κόστους για όσους τη χρησιμοποιούν και εμπόδιο στις πρωτοβουλίες τους.
Φυσικά, υπάρχουν πολλά να γίνουν ακόμη και κανείς δεν μπορεί να προδικάσει τι θα συμβεί στο μέλλον. Βλέποντας όμως τη διαδρομή μας από τη σκοπιά του μοιραίου Ιουλίου του 1974, μπορούμε να πούμε ότι τα καταφέραμε: έχουμε μια σταθερή, πληκτική δημοκρατία που διασκεδάζει την πλήξη της μπήγοντας τις τσιρίδες με οτιδήποτε σοβαρό ή α-σόβαρο βρεθεί μπροστά της. Δεν έχουμε λόγους να είμαστε εκστατικοί μαζί της. Έχουμε όμως πολλούς να είμαστε ήρεμα ικανοποιημένοι. Χρόνια της πολλά.
Ο Χ. Ιορδάνογλου συμμετείχε στο αντιδικτατορικό φοιτητικό κίνημα. Σήμερα διδάσκει Οικονομικά στο Πανεπιστήμιο Κρήτης