Eρμηνεία της αντίφασης μεταξύ κομματικής και κυβερνητικής αλλαγής
του Θαν. Γεωργακόπουλου, ΤΑ ΝΕΑ , 10-07-2003
Είναι παγκοίνως γνωστό πως ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα του Κώστα Σημίτη ήταν ότι δεν είχε αντιστοιχήσει ικανοποιητικά το κόμμα του οποίου ηγείτο στο εγχείρημά του. Την πρώτη τετραετία δεν ασχολήθηκε, υπό το βάρος της προσπάθειας εισόδου στην ΟΝΕ. Τη δεύτερη τετραετία, όμως, δεν είχε παρόμοιο άλλοθι.
Τι τον οδήγησε, λοιπόν, να ασχοληθεί με αυτό το ζήτημα στο τέλος της τετραετίας, δηλαδή, καθυστερημένα, όπως και σημειώθηκε; Γιατί, εννέα μήνες πριν από τις εκλογές, επικέντρωσε στο κόμμα την παρέμβασή του και όχι στην κυβέρνηση; Γιατί προτίμησε την επέμβαση στο κόμμα από μια υπερβατική ίδρυση μιας ευρείας παράταξης της Κεντροαριστεράς;
Στην ομιλία του στην K.E. του ΠΑΣΟΚ ο K. Σημίτης αναφέρθηκε επί μακρόν στο φαινόμενο της «κόπωσης» που προξενεί η παρουσία του κόμματός του και των ανθρώπων του για 20, σχεδόν, χρόνια στη διακυβέρνηση του τόπου. Πράγματι, όλες οι έρευνες δείχνουν πως πρόκειται για έναν από τους σημαντικότερους σκοπέλους που αντιμετωπίζει το ΠΑΣΟΚ ενόψει των επερχόμενων εκλογών.
Αν, λοιπόν, ήθελε να αντιμετωπίσει αυτό το φαινόμενο σε επίπεδο κόμματος, όντως, δεν μπορούσε να βρει πιο συμβολικό τρόπο από τη σύγκρουση με τον K. Λαλιώτη. Επρόκειτο, πράγματι, περί «θυσίας της Ιφιγένειας», όπως χαρακτήρισε ο ίδιος την καρατόμησή του, στον βαθμό που πρόκειται για το κατεξοχήν πρόσωπο που συμβολίζει το «βαθύ ΠΑΣΟΚ» όλων των περιόδων. Αναφερόμαστε σε «βαθύ» και όχι παραδοσιακό ΠΑΣΟΚ, αφού ο K. Λαλιώτης αφορά, συσχετίζεται και καθορίζει όλες τις φάσεις του ΠΑΣΟΚ, χωρίς αυτό να συνδυάζεται - παρά τα μεγάλα βήματα - και με μια οργανική μετεξέλιξη η οποία, εκτός των άλλων, θα προϋπέθετε μια ουσιαστική ιστορική αποτίμηση-αυτογνωσία.
Βέβαια, οι επισημάνσεις αυτές δεν πρέπει να παραγνωρίζουν πως η ομιλία Λαλιώτη στην K.E., πέρα από τα προσωπικά, περιείχε και αρκετά ουσιαστικά στοιχεία, εξαιρουμένων, προφανώς, των υπερβολών. Πως οι διαδικασίες της «κομματικής αλλαγής» δεν ήταν οι καλύτερες και είναι ο K. Σημίτης που έχει αναφερθεί, κατά κόρον, στο παρελθόν στην άρρηκτη σχέση μέσων και σκοπών. Πως, τέλος, το νέο Εκτελεστικό Γραφείο δεν διακρίνεται από ιδιαίτερο πολιτικό βάρος.
Όμως, αν ο K. Σημίτης είχε ως πρωτεύοντα στόχο να αντιμετωπίσει το «βαρίδι» της «κόπωσης» θα κρινόταν από τις αλλαγές στο κυβερνητικό σχήμα. Αυτές ήταν που αφορούσαν το σύνολο του κοινωνικού σώματος ενώ οι προαναφερθείσες, παρά τους γενικότερους συμβολισμούς τους, αφορούσαν ένα μικρό υποσύνολό του.
Οι κυβερνητικές αλλαγές, λοιπόν, ήταν κραυγαλέα αναντίστοιχες με τις προσδοκίες που δημιούργησε η επέμβασή του στο κόμμα, αλλά και με τις στοιχειώδεις απαιτήσεις της συγκυρίας. Αντί των αναμενόμενων ρήξεων και αλλαγών, το Υπουργικό Συμβούλιο έμεινε - κατ' ουσίαν - το ίδιο κι ο ανασχηματισμός σφραγίστηκε από την άστοχη και απαράδεκτη εκπαραθύρωση Μπένου και την προσθήκη των κ.κ. Κοντογιαννόπουλου και Μπίστη, ως «δείγμα» αμφίπλευρης διεύρυνσης. Όμως, το θετικό άνοιγμα Σημίτη σε επίπεδο προσώπων υπερκαθορίστηκε τόσο από τη συνολικότερη ποιότητα του ανασχηματισμού όσο και από τον πρωθύστερο χαρακτήρα του, αφού δεν ήταν απόληξη μιας παραταξιακής και προγραμματικής ανασυγκρότησης του προοδευτικού χώρου, την οποία, φαίνεται πια, να αποφεύγει. ?λλωστε, ευρύτερα πρόσωπα έχουν χρησιμοποιηθεί και στο παρελθόν αλλά - και μέσω της χρησιμοποίησής τους - απεδείχθη πως η υπόθεση της Κεντροαριστεράς δεν συρρικνώνεται σ' αυτό το επίπεδο, αλλά αφορά μια συνολικότερη ανασύνθεση πολιτικών και ιδεολογικών ρευμάτων, καθώς και τη μεταρρυθμιστική, προγραμματική ανασυγκρότηση του εκσυγχρονιστικού εγχειρήματος.
Για να κριθεί, βέβαια, ολοκληρωμένα η πρωθυπουργική πρωτοβουλία απομένουν τα προγραμματικά της τμήματα. Μόνο που και γι' αυτά δεν μπορούμε να είμαστε πολύ αισιόδοξοι, αν κρίνουμε από τη «μεταρρυθμιστική άπνοια» του τελευταίου διαστήματος ή, π.χ., από τις πληροφορίες που είδαν το φως της δημοσιότητας για επικείμενη νομιμοποίηση των αυθαιρέτων.
Ας κρίνουμε, λοιπόν, αυτά που έχουμε έως τώρα μπροστά μας. H αντίφαση μεταξύ ανασχηματισμού και κομματικής αλλαγής είναι κραυγαλέα. Με δεδομένο πως έχουμε να κάνουμε μ' έναν παραδοσιακό ορθολογιστή, η μόνη λογική ερμηνεία που μπορεί να δοθεί είναι πως ο K. Σημίτης είναι, πλέον, στραμμένος στην επόμενη ημέρα.
Θέλησε να επέμβει μόνο στο υποσύνολο, δηλαδή στο κόμμα, επειδή δεν ήθελε ο «διάδοχος» να εξαρτηθεί από διαβουλεύσεις, διαπραγματεύσεις και τρικλοποδιές παραδοσιακών κομματικών κέντρων ισχύος. ?φησε, δε, τον ανασχηματισμό σαν δώρο για τον «διάδοχο», ώστε να μπορέσει - προεκλογικά - να ολοκληρώσει το «νέο πρόσωπο» και να απευθυνθεί με αυτό το όπλο - που δεν ήθελε να ενεργοποιήσει ο ίδιος τώρα - στο σύνολο της κοινωνίας που θα κληθεί, άλλωστε, να επιλέξει.
Είναι η μόνη ερμηνεία των αντιφάσεων που διαθέτει λογική συνοχή.
ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΣΤΑ ΝΕΑ