Του Στ. Λ. Οινιάδη
«Η εμπειρία μάς διδάσκει ότι από
την ήττα ποτέ δεν προέκυψε μιά
ριζοσπαστικοποίηση μακράς πνοής, αλλά
μάλλον η διασπορά μιάς κατάστασης
που ήταν πιά ξεφτισμένη»
Πιέτρο Ινγκράο, Ροσσάνα Ροσσάνδα
(“Μανιφέστο”, 6/04/01)
Tο άρθρο αυτό εγγράφηκε προς τα τέλη του Ιούνη 2001 και δημοσιεύεται σήμερα γιατί οι συνθήκες το επιτρέπουν ή το επιβάλλουν.
Οι γραμμές αυτές που ακολουθούν, οφείλονται κύρια στην περίσκεψη γύρα από τις ιταλικές εκλογές, που σημείωσε την ήττα της κεντροαριστεράς και της αριστεράς, καθώς και στο ιστορικό δίδαγμα του αιώνα που αφήσαμε πίσω μας, ότι από την ήττα της μετριοπαθούς αριστεράς δεν βγαίνει νικήτρια η εναλλακτική αριστερά.
Σαν όμως σημείο ξεκινήματος έχουν την συνέντευξη του Ν. Χριστοδουλάκη στην «Καθημερινή» της 10/06. Στη συνέντευξη αυτή, ο Ν. Χριστοδουλάκης βάζει, τεράστια προβλήματα γιά όσους (άτομα ή πολιτικές κινήσεις ή κόμματα) εκτιμούν:
Πρώτον: ΄Οτι ο εκσυγχρονισμός-μετασχηματισμός του συστήματος Ελλάδας, ή καλύτερα του κοινωνικοοικονομικού σχηματισμού, και όχι μόνο η εξυγίανσή του, είναι, σε συνθήκες παγκοσμιοποίησης και αλλαγής του παραγωγικού προτύπου, μιά ιστορική αναγκαιότητα. Που πρέπει να γίνει εμποδίζοντας συγχρόνως την περιθωριοποίηση των ασθενεστέρων κοινωνικών στρωμάτων.
Δεύτερον: Οτι γιά μιά τέτοια διττή προσπάθεια είναι αναγκαίο ένα νέο μπλοκ πολιτικών και κοινωνικών δυνάμεων: η κρίση του ΠΑΣΟΚ είναι βαθειά και έχει μακρινές καταβολές, μιά και πρόκειται γιά κρίση- ακριβώς λόγω της αλλαγής του παραγωγικού προτύπου και της παγκοσμιοποίησης - του μπλοκ κοινωνικών δυνάμεων που το έφερε και το κράτησε στην εξουσία με χαρακτηριστικά πολιτικής και συντεχνιακής συναλλαγής, εξεληψαν δε η δύναμη και γοητεία, ήδη απο τις αρχές του 90, και οι αντικειμενικές συνθήκες «του μύθου της αλλαγής». Ενώ παράλληλα εξ αντικειμένου – λόγω των μεταρρυθμίσεων αναγκαστικών ή ηθελημένων – περιορίζονται ή μεταβάλλονται τα παραπάνω αρνητικά χαρακτηριστικά. Η κρίση αυτή γίνεται πιο έντονη μετά την ένταξη της χώρας στο κοινό ευρωπαϊκό νόμισμα, μια και έρχεται με έμφαση στην επιφάνεια ότι η διάταξη της κρατικής δομής της οικονομίας και της κοινωνίας δεν είναι σε θέση να ανταποκριθεί στην πρόκληση αυτής της ένταξης.
Τρίτον: ότι η «συμμαχία» αυτή, γιά να σφραγίσει με τη δική της θεώρηση – στο βαθμό βέβαια που την έχει διαμορφώσει – αυτόν τον εκσυγχρονισμό-μετασχηματισμό, πρέπει ταυτόχρονα να κατορθώσει, με δημοκρατικές μεθόδους, να κρατήσει στην αντιπολίτευση την δεξιά: όχι μόνο και τόσον γιατί η υπό εξέλιξη πραγματικότητα απέδειξε ξεκάθαρα πιά ότι οι εμβριθείς αναλύσεις του τύπου «τί Μπους, τί Κλιντον», «τί Μπερλουσκόνι, τί Ντ Άλεμα» δεν είναι παρά απλοϊκός αριστερός μαξιμαλισμός, όσο γιατί ο εκσυγχρονισμός του οικονομικού συστήματος πρέπει να συμβαδίσει με μια αντίληψη της ελευθερίας βασισμένη στον αγώνα ενάντια στις αδικίες, στην αρχή της ισότητας στην διαφορετικότητα και στην αλλυλεγγύη, σε αντίθεση με την ξεκάθαρα οικονομική αντίληψη της ελευθερίας που προωθεί η δεξιά.
Ενώ είναι σχετικά εύκολο να προσδιορίσει κανείς τις συνιστώσες του κοινωνικού πλέγματος (οι εργαζόμενοι, τα μεσαία παραγωγικά στρώματα, το συνεταιριστικό κίνημα, αντιπαγκοσμοιοποίηση κίνημα και ο υπό διαμόρφωση τρίτος τομέας) και τις αξίες του (ειρήνη, κοινωνική συνοχή, αλλλεγγύη, περιβάλλον).
Δύσκολο, όμως, να διακρίνει κανείς την πιθανή προβολή του στον ορίζοντα των πολιτικών σχέσεων. Εκείνο που έχει σημασία, όμως, είναι κατα πόσον οι πιθανές συνιστώσες του (αριστερές, κεντροαριστερές) είναι σε θέση να δώσουν μιά απάντηση σε βασικά ερωτήματα, που στην δεκαετία που αφήσαμε παραμένουν σαν γόρδιοι δεσμοί περιμένοντας μιά λύση, και που δεν πρόκειται να εύρουν καμμιά απάντηση με τις επιστροφές στο παρελθόν, σαν σε ταινία επιστημονικής φαντασίας: τάσεις τέτοιου είδους χαρακτήριζαν το σύνολο σχεδόν των αντιδεξιών πολιτικών δυνάμεων, τη χρονιά που πέρασε.
Πρόκειται γιά τα ερωτήματα που σχετίζονται με την οργάνωση της πολιτικής, των ιδεών και της κουλτούρας της, του σχεδίου-προγράμματος μεταρρύθμισης του ελληνικού κοινωνικοοικονομικού σχηματισμού.
Γιά να υπάρξει μιά συγκεκριμένη απάντηση, πρέπει να ανοίξει η συζήτηση: τα μηνύματα ότι δεν υπάρχει πιά καιρός είναι εμφανή, αν αποδεχτούμε καταρχήν δύο κριτήρια:
- α. ότι και στην ελληνική πραγματικότητα, αριστερά δεν είναι μόνο εκείνη κομμουνιστικής προέλευσης, όχι μόνο γιατί καθένας έχει τους δικούς του σκελετούς στο ντουλάπι, όσο γιατί μιά τέτοια θέση είναι άρνηση της πραγματικότητας καθώς και της πολιτικής, που σε αυτή την πόλη γεννήθηκε.
- β. ότι η προοπτική της χώρας, μέσα από τις ιδιεταιρότητές της, είναι εκείνη της ευρωπαϊκής κουλτούρας και ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και επόμενα δεν νοείται συνεργασία κριτικής και μετριοπαθούς αριστεράς ή κεντροαριστεράς έξω από αυτή την προοπτική.
- γ.ένα τρίτο θα είταν: ότι το κοινωνικό κράτος, και μάλιστα μεσα από καχυποψίες μεγάλου μέρους αριστεράς, διαμορφώνονταν στην ελληνική πραγματικότητα την ιστορική περίοδο που ενώ αποδυνάμωναν οι αντικειμενικοί λόγοι στηριξής του (φορντική οργάνωση της παραγωγής), έμπαιναν σε κρίση τα πολιτικά υποκείμενα στηριξής του- εξ αντικειμένου - σε εθνικό και διεθνές επίπεδο (κρίση της αριστεράς, θατσερισμός-ρηγκανισμός, τρόπος κατάρρευσης του υπαρκτού σοσιαλισμού).
Μιά ένδειξη της ανεπάρκειας των μορφωτικών εργαλείων και του κινδύνου μορφωτικής αλλοτροίωσης της αριστεράς είναι το πεδίον της πρόκλησης του εκσυγχρονισμού-μοντερνισμού-μετασχηματισμού.
Ο όρος εκσυγχρονισμός, γύρω από τον οποίο αναπτύχθηκε και εξελίχθηκε η πολιτική πρόταση και ενέργεια του ΠΑΣΟΚ τα τελευταία χρόνια, είναι ολωσδιόλου ανεπαρκής γιά την αντιμετώπιση ενός αντιπάλου που, στην εικοσαετία που πέρασε έδειξε τεράστια δυναμικότητα.
Σ’όλη την Ευρώπη και στις ΗΠΑ (ακόμα και στην Ελλάδα την περίοδο 89-93) η δεξιά δεν υπήρξε στάσιμα συντηρητική, αλλά δυναμικά μεταρρυθμιστική, μια και κατόρθωσε και έβαλε σε κρίση το σύνολο των κατακτήσεων και των κοινωνικών κατασκευών της ευρωπαϊκής αριστεράς (κοινωνικό κράτος, μορφή κόμματος, κλπ).
΄Η γιά την κριτική και την μετριοπαθή αριστερά ο εκσυγχρονισμός-μοντερνισμός γίνεται πρόκληση γιά μετασχηματισμούς, ή στο καθαρό επίπεδο του εκσυγχρονισμού η μετριοπαθής αριστερά θα χάσει, και θα νικήσει η δεξιά, ενώ η άλλη αριστερά θα ισοπεδωθεί στο ρόλο τής συντήρησης του υπάρχοντος: όρα ΚΚΕ και τελευταία χρόνια ο ΣΥΝ.
Ο εκσυγχρονισμός και ο μοντερνισμός είναι έννοιες αμφισθενείς έχουν δηλ. δύο σθένη, δύο όψεις: εμπεριέχουν στοιχεία και αρνητικά και θετικά, και ακόμη οπισθοδρομικά. Ο μεγάλος κίνδυνος είναι να θεωρηθούν αυτοσκοπός και επόμενα ουδέτεροι.
Μπορεί όμως πράγματι να είναι κοινωνικά ουδέτεροι;
Tί ουδέτερος εκσυγχρονισμός είναι εκείνος που, γιά να ανταποκριθεί στις συνθήκες ανταγωνισμού, αντί να ενισχύει την καινοτομία και την έρευνα που να αποσκοπεί στην ανανέωση προϊόντος και στην ποιότητα, στοχεύει βασικά στην στασιμότητα ή συρρίκνωση (μετανάστες κακοπληρωμένοι) των αμοιβών των εργαζομένων;
Eίναι δέ μοντερνισμός, όχι μόνο να κινδυνεύει ο χρόνος της δουλειάς, αλλά και ο χρόνος της ζωής των εργαζομένων να εξαρτάται κύρια και μόνο από τίς διαθέσεις γιά οργάνωση της μεταφορντικής παραγωγικής διαδικασίας, που επιδιώκει το κεφάλαιο;
Ή μήπως αυτή η μη τόσο εμφανής σύγκρουση, γιά την κατάκτηση της απόλυτης «κυριαρχίας» στην μεταφορντική οργάνωση της εργασίας, που ξεπερνάει το χώρο της δουληάς και ξεχειλίζει στην οργάνωση της καθημερινότητας της ζωής, των δικαιωμάτων και επόμενα της οργάνωσης της κοινωνίας, δεν διατρέχει τον κίνδυνο να είναι η «ταξική πάλη» στις νέες συνθήκες;
Ή, από σκοπιά των δικαιωμάτων της φύσης είναι εκσυγχρονισμός η τάση να φορτώνονται συστηματικά τα έξτρα κόστη της ανάπτυξης στο περιβάλλον (εδώ τα ερωτηματικά αφοράν και την συνολική αριστερά κομμουνιστικής προέλευσης);
Επόμενα, ο εκσυγχρονισμός και ο μοντερνισμός κάθε άλλο παρά είναι αφηρημένες έννοιες και χώροι: αντίθετα, είναι γεμάτοι αντιφάσεις, και πεδία και χώροι συγκρούσεων.
Σε αυτή την περίπτωση όμως, εκείνο που απομένει είναι να γίνει προσπάθεια να διακυβερνηθούν στα πλαίσια ενός σχεδίου προγράμματος μετασχηματισμού: διαφορετικά τείνουν να καταντήσουν αξίες που επιβάλλονται από την ιδεολογία των κυρίαρχων τάξεων, που ωϊμέ υπάρχουν.
Ο αιώνας που αφήσαμε απέδειξε ότι σε παρόμοιες περιπτώσεις ιστορικών αλλαγών (μαζική παραγωγή, φορντισμός-ταιηλορισμός κλπ) η αριστερά με διάφορες συνιστώσες της, κύρια σοσιαλδημοκρατικές και ορισμένα ρεύματα κομμουνιστικά, στάθηκε ικανή να διακυβερνήσει τις αλλαγές, να οικοδομήσει και να στηρίξει το κοινωνικό κράτος, που την σημασία του οποίου μόνο τώρα τελευταία δήθεν κατανοεί μιά συγκεκριμένη δογματική και νεοδογματική αριστερά.
Κάτι παρόμοιο ζητείται και σήμερα από την αριστερά, μετριοπαθή και κριτική δηλ. να διακυβερνήσει την μεταβατική αυτή περίοδο ιστορικών αλλαγών και επόμενα και τον εκσυγχρονισμό-μοντερνισμό υποτάσσοντάς τους στις δικές της αξίες και τα δικά της σκεπτικά. Δηλ. ποιό διάβασμα, ποιά επεξήγηση δίνουν στις καινούργιες διαδικασίες, πώς επανα τοποθετούν τις δικές τους κατηγορίες αξιών (ισότητα, κοινωνική δικαιοσύνη, ελευθερίες ατομικές και κοινωνικές) γιά να τις κάμουν ικανές να ζήσουν και να επεκταθούν στο καινούργιο αντικειμενικό πλαίσιο, στην καινούργια πραγματικότητα. Kαι λογικό είναι να υπάρχουν ελλείψεις και κενά, μιά και η μεταβατική αυτή περίοδος αλλαγών είναι πρωτόγνωρη και κανείς δεν έχει τη «συνταγή» εύκολη και στην τσέπη του. Γιά την πλήρωση τους δεν απομένει παρά μιά τεράστια ενωτική διαλογική και διαλεκτική προσπάθεια, μιά συζήτηση μέσα από την πραγματικότητα.
Μιά συζήτηση, που θα ξεκινά από την υπό εξέλιξη πραγματικότητα και θα τείνει μέσα από επί μέρους συγκρίσεις και συγκλίσεις, στην διαμόρφωση ενός οργανικού προγράμματος που παρ’όλα αυτά θα σέβεται τη διαφορετικότητα, που μπορεί να αποτελέσει δυναμικό και λειτουργικό στοιχείο της διαμόρφωσης του προοδευτικού πόλου.
Μιά συζήτηση γιά ένα κοινό πρόγραμμα, προοπτικά, που θα είναι ικανό να απευθυνθεί σε όλη τη χώρα και να κερδίσει την πλειοψηφία των ψηφοφόρων.
Γι΄ αυτό σήμερα δεν έχει τόση σημασία η συζήτηση «γιά το φύλο των αγγέλων» της κεντροαριστεράς ή αριστεράς-κεντροαριστεράς όσο το πρόβλημα μιάς καινούργιας κοινωνικής και πολιτικής συμμαχίας. Που θα ξεκινά όχι μονο από τα στρατηγεία, όχι μόνο από τις μεγάλες αλλαγές μεταξύ εργασίας και κεφαλαίου, μεταξύ ανάπτυξης και περιβάλλοντος, αλλά και από τις γεωγραφικές (νομαρχιακές, δημοτικές) και κοινωνικές περιφέρειες και θα στοχεύει να βάλλει τις βάσεις μιάς καινούργιας δημοκρατικής συμμαχίας, ανάλογη, στις σημερινές συνθήκες, με αυτές που σε άλλες δύσκολες στιγμές γνώρισε αυτή εδώ η χώρα.
Η αποδόμηση προηγουμένων καταστάσεων και κατακτήσεων έχει μιά αντικειμενικότητα: σκοπός μας πρέπει να είναι όχι να την επιβαρύνουμε αλλά να την ανασυνθέσουμε επιδιώκοντας μιά καινούργια σχέση μεταξύ μετριοπαθούς και ανανεωτικής αριστεράς.
Πρέπει να ενεργήσουμε γιά να γεννηθεί κάτι το καινούργιο που να δίνει εκπροσώπευση στην διάχυτη επιθυμία γιά ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο, που είναι το μόνο ικανό να κρατήσει ακόμα μακριά από την εξουσία τη δεξιά.
* Το άρθρο αυτό γράφτηκε πριν από την τελευταία συνεδρίαση της Κεντρικής Επιτροπής του ΠΑΣΟΚ τον Ιούνη 2001και δημοσιεύεται σήμερα γιατί οι εξελίξεις το επιτρέπουν..