Η στρατηγική της Κοπεγχάγης μπορεί να οδηγήσει και στη λύση
ΤΑ ΝΕΑ , 20-12-2002
Η σύνοδος της Κοπεγχάγης αποτέλεσε μια μείζονα επιτυχία, όσον αφορά τις αποφάσεις ιδιαίτερου ενδιαφέροντος για τον Ελληνισμό. Επιτυχία η οποία μπορεί να βρει αναλογίες, κατά την περίοδο της Μεταπολίτευσης, μόνο στην ελληνική είσοδο στην ΕΟΚ και, ίσως, την ένταξη στην ΟΝΕ.
Η επιτυχία αυτή θα μετατραπεί σε πραγματικό θρίαμβο αν συνοδευτεί και με την επίλυση του κυπριακού προβλήματος ώς τις 28 Φεβρουαρίου. Και με τον όρο δεν εννοούμε, βέβαια, την κατατρόπωση κάποιου αντιπάλου αλλά των προβλημάτων, της αστάθειας και των παρωχημένων αντιλήψεων και πρακτικών.
Η εξέλιξη αυτή, η οποία - ελέω Ντενκτάς - δεν έγινε κατορθωτή στην Κοπεγχάγη, αναμφίβολα προσκρούει τώρα σε σημαντικές - αλλ' όχι ανυπέρβλητες - δυσχέρειες:
Στην αβεβαιότητα έκβασης της διελκυστίνδας που διεξάγεται στην Τουρκία και τα κατεχόμενα, στον κίνδυνο διάδοσης αλαζονικών τάσεων στην ελληνοκυπριακή πλευρά αλλά και περιπλοκών αν δεν βρεθεί διέξοδος όσον αφορά τις επικείμενες εκλογές και, τέλος, στην υποβάθμιση του διεθνούς ενδιαφέροντος σε περίπτωση κατά την οποία υπάρξει επίθεση στο Ιράκ, πριν από το τέλος Φεβρουαρίου.
Το ζητούμενο, λοιπόν, για να 'ρθει πιο κοντά η μετατροπή της επιτυχίας σε θρίαμβο, είναι να μηδενιστούν ή ελαχιστοποιηθούν αυτές οι δυσχέρειες, τουλάχιστον στον βαθμό και κατά το μέτρο που αυτό περνά από το χέρι μας.
Σ' αυτή την κατεύθυνση κινήθηκαν έως τώρα οι ηγεσίες της ελληνικής και ελληνοκυπριακής πλευράς. Ο Κώστας Σημίτης στις πρώτες ηγεμονικές και συνάμα παιδαγωγικές δηλώσεις του από την Κοπεγχάγη ανέδειξε την ευρύτερη σημασία του να κινούμαστε στη βάση στρατηγικής και με συνέπεια και συνέχεια, ενώ ταυτόχρονα επέμεινε ιδιαίτερα στην ανάγκη να μην υποσταλεί ο αγώνας για λύση. Ο Γλαύκος Κληρίδης από την πλευρά του πρόσθεσε την επικείμενη ανακοίνωση μέτρων για τους Τουρκοκυπρίους.
Πέραν, όμως, αυτών άρχισαν, ήδη, να εμφανίζονται - με αισχυντηλό, είναι αλήθεια, τρόπο - μικροψυχίες, γκρίνιες και μιζέριες οι οποίες οφείλονται είτε σε αντιλήψεις δακτυλοδεικτούμενων «Ελληναράδων» είτε σε πολιτικάντικους υπολογισμούς που εξηγούν την πρώτη αντίδραση Καραμανλή.
Γι' αυτό ακριβώς είναι αναγκαίο να υπομνησθεί πως στη βάση της επιτυχίας της κυπριακής ένταξης βρίσκονται δύο κορυφαίες στρατηγικές επιλογές, οι οποίες πιστώνονται, κατά κύριο λόγο, στην κυβέρνηση του Κ. Σημίτη.
Η πρώτη ήταν η θετική στάση όσον αφορά την ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας, πράγμα που είχε ως παρεπόμενο να πάψει η χώρα ν' αποτελεί το άλλοθι των Ευρωπαίων εταίρων μας όσον αφορά τις ευρωτουρκικές σχέσεις. Αυτή η στρατηγική επιλογή γίνεται στα λόγια αποδεκτή από πολλούς, πράγμα, όμως, υποκριτικό, αν αναλογισθούμε τις κριτικές περί υποχωρήσεων ή τις εν γένει γκρίνιες και μεμψιμοιρίες που υπήρχαν π.χ. για το Ελσίνκι.
Η δεύτερη στρατηγική επιλογή αφορούσε την παράλληλη - σε όλη την ενταξιακή πορεία της Κύπρου - προσπάθεια, έως και την τελευταία στιγμή, για επίλυση του πολιτικού προβλήματος. Ήταν αυτή η παράλληλη προσπάθεια που διασφάλισε την ένταξη άνευ αστερίσκων και υποσημειώσεων. Γιατί μπορεί από την πλευρά μας να διατυπωνόταν η ορθή διπλωματικά θέση περί αποσυσχέτισης της ένταξης από τη λύση αλλά η πραγματικότητα έλεγε πως η συνεκτίμηση των σχετικών παραγόντων που προέβλεπε το Ελσίνκι, προφανώς αφορούσε τη βούληση επίλυσης που θα έδειχναν οι δύο πλευρές της Κύπρου. Και, τελικά, η συνεκτίμηση αυτή ήταν θετική για την ελληνοκυπριακή πλευρά.
Και οι δύο αυτές στρατηγικές επιλογές πρέπει τώρα να συνεχισθούν και να εμβαθυνθούν.
Η πρώτη, επειδή, εκτός των άλλων, μπορεί να συνεισφέρει θετικά στη διεξαγόμενη ενδοτουρκική διελκυστίνδα, η οποία, τελικά, αφορά και το Κυπριακό.
Η δεύτερη, αφού έχει καθοριστική σημασία εν όψει της 28ης Φεβρουαρίου. Όσοι γκρινιάζουν πάλι περί ανεπαρκούς χρόνου διαπραγμάτευσης ή όσοι «κουφιοκεφαλάκηδες» συνιστούν, κατ' ουσίαν, αποδέσμευση από το σχέδιο Ανάν, πρέπει να κατανοήσουν πως μετά την υπογραφή της διεύρυνσης τον Απρίλιο στην Αθήνα, έπεται η επικύρωση από τα 15 Κοινοβούλια. Και δεν θα ήταν το καλύτερο για τους συσχετισμούς σ' αυτά, να διαμορφωθεί η εικόνα πως η ελληνοκυπριακή πλευρά μετά την Κοπεγχάγη αδιαφορεί για τη λύση, επειδή θεωρεί πως «έδεσε τον γάιδαρό της».
Αν το «τρένο» μας κινηθεί στις ασφαλείς ράγες αυτών των δύο στρατηγικών επιλογών αυξάνονται οι πιθανότητες να μεταβούμε από την επιτυχία στον θρίαμβο, πράγμα που λίγοι πίστευαν μέχρι πριν από λίγο καιρό.
Ο δημοσιογράφος Θανάσης Γεωργακόπουλος είναι στέλεχος της Ανανεωτικής Εκσυγχρονιστικής Κίνησης της Αριστεράς