Ο μύθος για τον «ευρωστρατό» μάς απομάκρυνε από την πραγματικότητα
ΤΑ NEA 07/06/2002
Όλες οι τελευταίες πληροφορίες συγκλίνουν ότι πλησιάζουμε στο αίσιο τέλος του δράματος που έζησε η χώρα, γύρω από τον περίφημο «ευρωστρατό».
Δράμα το οποίο κορυφώθηκε πρόσφατα με τις φορτισμένες δηλώσεις του πρωθυπουργού μετά τη συνεδρίαση της κυβερνητικής επιτροπής, το κάλεσμά του για ομοψυχία και τις συναντήσεις του με τους πολιτικούς αρχηγούς.
Τι ήταν, όμως, πραγματικά αυτή η υπόθεση που κινδύνευσε να πισωγυρίσει την εξωτερική πολιτική και τη διεθνή θέση της χώρας, καθώς και τον «κοινό νου» της κοινωνίας, στην προ-Ελσίνκι περίοδο;
Μόνο και μόνο η εγχώρια ονομασία που της αποδόθηκε υποδεικνύει τις απολύτως μυθολογικές ατραπούς στις οποίες κινήθηκε η ελληνική εξωτερική πολιτική και η δημοσιότητα. Γιατί, βέβαια, η ονομασία «ευρωστρατός» σημαίνει ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση αποκτά τον δικό της στρατό για να υπερασπίζεται - πρώτα απ' όλα - τα σύνορά της και γενικότερα για να δρα στρατιωτικά σε αυτόνομη βάση, όταν παραστεί ανάγκη. Αν έτσι είχαν τα πράγματα, ίσως οι ελληνικές αντιδράσεις να είχαν πραγματικό έρεισμα.
Όμως, τα προηγούμενα δεν έχουν σχέση με την πραγματικότητα, όπως αυτή καθορίζεται από τις αποφάσεις της Ε.Ε. Κι αυτές αναφέρονται σε «Δύναμη Ταχείας Αντίδρασης», σε πρώτη φάση 60 χιλιάδων ατόμων και με στόχο αποστολές ειρηνευτικού ή και ανθρωπιστικού χαρακτήρα εκτός Ευρώπης, στο πλαίσιο της ΚΕΠΑΑ και με χρησιμοποίηση των υποδομών του ΝΑΤΟ. Αυτή η τελευταία πρόβλεψη έχει να κάνει από τη μια με τη στρατιωτική καχεξία της Ευρώπης κι από την άλλη με τον συμβιβασμό όσον αφορά τη δοσολογία ευρωπαϊκής αυτονομίας και συνέχισης της ευρωατλαντικής συνεργασίας.
Είναι, λοιπόν, προφανές πως βρισκόμαστε μπροστά σε μια ιστορική και συμβολικά βαρύνουσα εξέλιξη, η οποία, όμως, μόνο σε ορίζοντα πολλών χρόνων θα προσεγγίσει την έννοια του «ευρωστρατού».
Τούτων δοθέντων, αρκετές από τις ελληνικές αντιδράσεις και κριτικές το λιγότερο δεν στηρίζονταν στην πραγματικότητα. Για παράδειγμα, πώς είναι δυνατόν η «Δύναμη Ταχείας Αντίδρασης» να χρησιμοποιεί την υποδομή του ΝΑΤΟ κι εμείς να μιλούμε με όρους απόλυτης ευρωπαϊκής αυτονομίας; Τόσο οι καταγγελίες για «εξωθεσμικές διαδικασίες» όσο και η δυσφορία για την πιθανότητα διαβούλευσης με νατοϊκές χώρες που δεν συμμετέχουν στην Ε.Ε., αυτή την απόσταση από την πραγματικότητα υποδηλώνουν. Άλλωστε, ποτέ δεν έγινε σαφές και καθαρό από την ελληνική πλευρά για τι άλλο και για τι ακριβώς αντιδρούσε.
Βέβαια, υπάρχει το άλλοθι ότι ήταν η Τουρκία που «ήρξατο χειρών αδίκων». Πράγματι, η γειτονική χώρα ξεκινώντας κι αυτή από μια φανταστική εικόνα για τη «Δύναμη Ταχείας Αντίδρασης» προσπάθησε να επιβάλει τη δυνατότητα βέτο των μη νατοϊκών χωρών για διάφορες περιπτώσεις ενεργοποίησής της. Όπως ήταν φυσικό, δεν το πέτυχε. Όμως, η ελληνική πλευρά αντί, κατόπιν τούτου, να συμπεριφερθεί ώριμα, να ζητήσει κάποιες απλές βελτιώσεις χωρίς δραματικούς τόνους που δεν επιβάλλονταν πια από τίποτα, αποφάσισε, έπειτα από μια μεγάλη περίοδο χαλαρότητας, να συμπεριφερθεί κι αυτή ανώριμα και να δημιουργήσει «δράμα».
Φτάσαμε έτσι στο ημι-βέτο του Λάακεν και τις σχετικές πρωθυπουργικές δηλώσεις ότι το κείμενο της Άγκυρας, κατ' ουσίαν, πλέον δεν υπήρχε, καθώς και σε όσα ακολούθησαν.
Είναι, βέβαια, απορίας άξιον πώς ένα κείμενο που τον περασμένο Δεκέμβριο ήταν ανύπαρκτο για την ελληνική πλευρά, θα γίνει τώρα - κατά πώς φαίνεται - υπαρκτό με μια προσθήκη σε ένα από τα άρθρα του και με μια - πιθανή - αλλαγή τίτλου.
Όσοι προσπαθούν να απαντήσουν σ' αυτήν την απορία επικαλούμενοι διαπραγματευτικούς λόγους θα πρέπει να μας παρουσιάσουν μιαν ανάλυση «κόστους-οφέλους», ώστε να εξηγήσουν αν αυτό που, ίσως, «κερδηθεί» άξιζε την κατασπατάληση τόσης διαπραγματευτικής ζωτικότητας. Και το κυριότερο αν το μείζον που έπεται, δηλαδή το Κυπριακό, ωφελήθηκε από τη «διασπορά» διαπραγματευτικής ισχύος για ένα έλασσον θέμα.
Δυστυχώς, όμως, οι απορίες για τον χειρισμό της υπόθεσης δεν μπορούν να απαντηθούν με όρους διπλωματικής τακτικής.
Κοντέψαμε να γυρίσουμε πριν το Ελσίνκι, επειδή και η συνολική πολιτική και το κλίμα που εκπορεύονται από την κορυφή της κυβέρνησης και του κυβερνώντος κόμματος τείνουν να γυρίσουν σε παλιότερες εποχές και στερεότυπα.