Η «πρόκληση Αβραμόπουλου» ξεβολεύει και τα δύο μεγάλα κόμματα. Ευτυχώς!
Σωστά οι ειδικοί μάς προειδοποιούν ότι ένα «εικονικό» κόμμα δεν μπορεί να μετρηθεί αξιόπιστα. Αποτελεί ακόμα «εικονική πραγματικότητα» που θα έρθει στα μέτρα της όταν γίνει «πραγματική πραγματικότητα». Τι θα ζυγίζει τότε και τι θα κάνει ακόμα δεν το ξέρουμε. Στον πληθυντικό περιλαμβάνεται και ο κ. Αβραμόπουλος, ο οποίος αυτή τη στιγμή μοιάζει με την πρώτη μπάλα του αμερικανικού μπιλιάρδου, εκείνης που τη χτυπάνε με δύναμη στο σωρό των άλλων και έτσι ξεκινάει το παιχνίδι. Πώς θα κάτσουν; ’γνωστο αφού ακόμα κινούνται ούτε η πρώτη μπάλα δεν ξέρει πού θα καταλήξει. Μπορούμε να κάνουμε μόνο υποθέσεις και σενάρια.
Η δική μου υπόθεση είναι ότι το «κόμμα Αβραμόπουλου», μετά τις πρώτες αναταράξεις που θα προκαλέσει, θα περιοριστεί σε ένα μονοψήφιο νούμερο· δεν είναι εκ των προτέρων δεδομένο ότι θα κατεβεί αυτόνομα στις εκλογές· γενικά θα διευρύνει την επιρροή του κεντροδεξιού χώρου· και πιθανότερος προεκλογικός ή μετεκλογικός σύμμαχός του θα είναι η Ν.Δ. παρ' ότι ο ίδιος ο κ. Αβραμόπουλος θα είναι ανοιχτός σε συνεργασία με το ΠΑΣΟΚ. Αυτό είναι ένα σενάριο, εύλογο αλλά και διαψεύσιμο, όπως και τα άλλα που κυκλοφορούν. Ο χρόνος είναι μπροστά μας.
Τα υπάρχοντα όμως στοιχεία μάς επιτρέπουν τρεις τουλάχιστον διαπιστώσεις. Η πρώτη είναι ότι το εγχείρημα Αβραμόπουλου διαφέρει από τα προηγούμενα της ΔΗΑΝΑ, της ΠΟΛ.ΑΝ. και του ΔΗΚΚΙ. Διαφέρει ποιοτικά. Δεν πρόκειται για καθαρή και ξάστερη διάσπαση ενός από τα δύο μεγάλα κόμματα. Κυρίως όμως έχει τις δυνατότητες να τοποθετηθεί εξ αρχής, φυσιολογικά και όχι ψευδεπίγραφα, στον ενδιάμεσο χώρο ανάμεσα στη Ν.Δ. και το ΠΑΣΟΚ. Όπως ξέρουμε, στο στρατηγικό αυτό πεδίο κρίνονται κατά κύριο λόγο οι εκλογές των τελευταίων χρόνων. Αν ο Αβραμόπουλος, πέρα από τον γενικό πολυσυλλεκτισμό του, κατορθώσει να σταθεροποιήσει μια έστω μικρή αλλά υπολογίσιμη δύναμη στον ενδιάμεσο χώρο, θα αποκτήσει μεγάλη πρόσοδο θέσης στο κομματικό σύστημα, γεγονός που θα αυξήσει τη διαπραγματευτική του δύναμη προς όλες τις κατευθύνσεις. Στις σημερινές συνθήκες ένα μέρος (αρκεί και μικρό είπαμε) του ενδιάμεσου χώρου μπορεί κάλλιστα να έλκεται από μια πολιτική αντιπροσώπευση τύπου Αβραμόπουλου. Πρόκειται για ακροατήριο στο οποίο θα συνυπάρχουν δύο κυρίως τύποι ψηφοφόρων. Ο πρώτος θα είναι ο μετριοπαθής πολίτης, που ενδιαφέρεται αρκετά για την πολιτική και θα επιλέξει με ψυχρή λογική να καταδικάσει τα δύο μεγάλα κόμματα για συγκεκριμένους λόγους το καθένα (κυρίως γιατί θεωρεί κουρασμένο το ΠΑΣΟΚ και ανήμπορη τη Ν.Δ.). Ο δεύτερος θα είναι ο ενδιάμεσος ψηφοφόρος που ενδιαφέρεται πολύ λίγο για την πολιτική και είτε έλκεται από την «εικόνα Αβραμόπουλου» είτε έχει σιχτιρίσει και θέλει να εκφράσει μια παρορμητική επιθετική αντιπολιτική διαμαρτυρία κατά του κομματικού κατεστημένου γενικά. Αν ο κ. Αβραμόπουλος πείσει την προσεχή περίοδο ότι μπορεί να μπει και να εγκατασταθεί στον ενδιάμεσο χώρο θα έχει ανάψει φωτιές στα μπατζάκια των δύο μεγάλων κομμάτων (και του ΣΥΝ λόγω του οριακού ποσοστού του).
Η δεύτερη διαπίστωση είναι ακριβώς αυτή: η «πρόκληση Αβραμόπουλου» ξεβολεύει και τα δύο μεγάλα κόμματα. Ευτυχώς! Θα ήταν τραγικό για τη χώρα και το ίδιο το ΠΑΣΟΚ, αν το νέο κόμμα ήταν μόνο πρόβλημα της Ν.Δ. Τότε η αδράνεια, η αλαζονεία και η στασιμότητα του κυβερνητικού χώρου θα είχε προοπτική τετραετίας. Όμως το «κόμμα Αβραμόπουλου» ανοίγει το παιχνίδι σε διαφορετικά σενάρια. Μπορεί να κόψει την προοπτική εξουσίας από τη Ν.Δ., αλλά μπορεί και να καταστήσει πλειοψηφία την κεντροδεξιά παράταξη. Μπορεί να δωρίσει μια νέα τετραετία στο ΠΑΣΟΚ αλλά μπορεί και να του ψαλιδίσει την πολύχρονη αναμφισβήτητη κυριαρχία του στον ενδιάμεσο χώρο.
Η τρίτη διαπίστωση είναι ότι τα ποσοστά που συγκεντρώνει ένας ανύπαρκτος ακόμα σχηματισμός αντανακλούν τη δυσφορία των πολιτών προς το κομματικό σύστημα. Το «εικονικό κόμμα Αβραμόπουλου» είναι σήμερα ο καθρέφτης στον οποίο καθρεφτίζονται η Ν.Δ. και το ΠΑΣΟΚ (αλλά και τα μικρότερα κόμματα). Κανένα από τα δύο δεν πρέπει να είναι ευχαριστημένο, γιατί στον καθρέφτη αντανακλώνται τα βαθύτερα προβλήματά τους. Πράγματι, το «φαινόμενο Αβραμόπουλου» πατάει πάνω σε δύο τουλάχιστον παθολογίες της σημερινής κομματικής και πολιτικής ζωής.
* Πρώτη και προφανής, οι εκφυλιστικές συμπεριφορές και η φθορά του πολιτικού προσωπικού. Τα στελέχη των δύο κομμάτων (κυρίως εκείνα του ΠΑΣΟΚ) επιτίθενται στον Αβραμόπουλο χαρακτηρίζοντάς τον «κατασκεύασμα των μίντια». Εννοούν ότι αυτός έρχεται από το πουθενά και δεν συνδέεται με οργανικότερες πολιτικές ιδεολογίες όπως αυτές που εκφράζουν οι ίδιοι ως μέλη των παραδοσιακών κομμάτων. Εν μέρει αυτό είναι αλήθεια γιατί ο Αβραμόπουλος είναι όντως μαέστρος των μίντια και ως τώρα έχει αναγάγει το κενό σύνολο σε πολιτικό λόγο. Πόσο πείθει όμως αυτή η επίθεση του πολιτικού προσωπικού των μεγάλων κομμάτων όταν τα ίδια έχουν μετατρέψει την κομματική τους ταυτότητα σε πιστωτική κάρτα για τους μηχανισμούς μιας προσωπικής και μόνο εξουσίας; Τι το συλλογικό, τι το ιδεολογικό, τι το ανιδιοτελές εκπέμπει σήμερα η καθημερινή πολιτική πρακτική των μεγάλων και μικρών προεστών της κομματικής ολιγαρχίας; Πώς να μην προκαλέσει γενικευμένη δυσφορία ο μαϊντανός πολιτευτάκιας, ο «λαϊκός αγωνιστής» που μάχεται από το μόνιμο έδρανο της Βουλής, από την πολυθρόνα του διευθυντή κρατικοκομματικής τράπεζας, από τις καθημερινές δεξιώσεις των μεγαλοεπιχειρηματιών, από το «πρώτο τραπέζι πίστα» ή ο καλοαναθρεμμένος αστός που αυτοεκτίθεται μαϊμουδίζοντας το αλφαβητάρι του αντιπολιτευτικού λαϊκισμού; Δεν κρίνουμε την ψυχή τους· κρίνουμε ό,τι βλέπουμε. Και αυτό που εμείς οι πολίτες βλέπουμε σήμερα υπονομεύει τη μεγάλη δημοκρατική αξία του θεσμού που λέγεται κόμμα και ό,τι ζωτικό για την ποιότητα της Πολιτικής αυτό εξακολουθεί να ενσαρκώνει παρά την κρίση του. Βλέπουμε την ιδιωτικοποίηση των κομμάτων και την υποταγή τους σε προσωπικές καριέρες στελεχών που στις περισσότερες των περιπτώσεων δεν ενσαρκώνουν καμιά βαθύτερη πολιτική αξία. Πάνω σε αυτή την καθημερινή, αρχική και πρωτόλεια εμπειρία πατάει η αυξανόμενη πολιτική δυσφορία που εκδηλώνεται στις δημοσκοπήσεις.
* Δεύτερη και συναφής παθολογία, η υποβάθμιση της Πολιτικής και η ανάμειξή της με συμπεριφορές life style που συνεχώς την απαξιώνουν, αφήνοντας ελεύθερο το πεδίο στους μαέστρους του είδους. Τείνει να επικρατήσει σήμερα μια εκδοχή (light) ελαφράς Πολιτικής. Σε αυτή συμβάλλουν δύο κυρίως αντιλήψεις. Η μία είναι ένα διάχυτο νεοφιλελεύθερο κλίμα (παρά συγκροτημένη ιδεολογία). Η δεύτερη είναι μια υπερεκτίμηση της αυτονομίας της «κοινωνίας των πολιτών» και της ικανότητας ευρέων υποτίθεται κοινωνικών στρωμάτων να ζουν χωρίς να πολυέχουν πια ανάγκη την πολιτική. Έτσι αυτή ξεπέφτει σε υπηρέτρια της οικονομίας και των ΜΜΕ. Η εκδοχή τηςελαφράς πολιτικής τροφοδοτεί την αποϊδεολογικοποίηση των επιλογών, τον ευτελισμό των διλημμάτων, τον αχταρμά των κομματικών προγραμμάτων, τη ροπή προς το «κέντρο» του πολιτικού συστήματος που εννοείται πλέον ως σχεδόν απολίτικος χυλός ήδη μαγειρεμένος από τα στερεότυπα της ΤV. Ανακυκλώνει επίσης συνεχώς τη φιλολογία για την υπέρβαση της διάκρισης Αριστεράς - Δεξιάς παρά τις επίμονα αντίθετες ενδείξεις των επιστημονικών πολιτικών ερευνών. (Ας ετοιμαστούμε να την ξαναϋποστούμε γιατί σε αυτό το σημείο ο κ. Αβραμόπουλος θα επαναλάβει όπως φαίνεται τους κ.κ. Κ. Στεφανόπουλο και Α. Σαμαρά).
Ασφαλώς, η εκδοχή της ελαφράς πολιτικής εκφράζει υπαρκτές καταστάσεις. Η Πολιτική παίζει σήμερα μικρότερο ρόλο στη διαμόρφωση της ατομικής και συλλογικής συνείδησης των πολιτών. Και οι κοινωνίες μπορούν να λειτουργήσουν στηριγμένες σε μια συντηρητική πλειοψηφία που θα περιθωριοποιεί την πολιτική. Αλλά αυτό δεν είναι νομοτελειακό, ούτε μοιραίος καρπός της εξέλιξης. Βομβαρδιζόμενες με δεκάδες παλαιά και νέα προβλήματα, οι ίδιες κοινωνίες μπορούν και αισθάνονται την ανάγκη μιας περισσότερο φιλόδοξης Πολιτικής, δεμένες με την ιστορία του τόπου, δεσμευμένης από κάποιες αξίες, εκφρασμένης από κόμματα με ισχυρές ταυτότητες και νέες μορφές σύνδεσης με τους πολίτες. Ίσως, μεταξύ άλλων, γιατί η μεγάλη φθορά της Πολιτικής και ο εκφυλισμός της πολιτικής νομενκλατούρας αυξάνουν κατακόρυφα το αίσθημα κοινωνικής ανομίας και τη δυσφορία που αυτή προκαλεί.
Όταν δύο εναλλακτικές δυνατότητες είναι ανοιχτές μπροστά σου, όταν η ελαφρά ή η φιλόδοξη πολιτική είναι πιθανές εκδοχές, τότε σε ποια από τις δύο στοιχηματίζεις ότι μπορεί να αποτελέσει παράγοντα που θα καθορίσει την έκβαση. Το ίδιο το «φαινόμενο Αβραμόπουλος» αποτελεί παράδειγμα ελαφράς πολιτικής και νοοτροπίας life style. Οι επιπτώσεις του όμως στην πολιτική ζωή θα εξαρτηθούν κυρίως από το πώς θα απαντήσουν τα δύο μεγάλα κόμματα στην «πρόκληση» που αντικειμενικά τούς θέτει ο νέος επισκέπτης. Αν κινηθούν στο επίπεδο της μικρομανούβρας και του πολιτικαντισμού θα βγούμε με ένα κομματικό σύστημα χειρότερο από το προηγούμενο. Αν επιλέξουν τον δρόμο της τολμηρής αυτομεταρρύθμισης, της αλλαγής και της ανανέωσης τότε ο καθρέφτης Αβραμόπουλος θα έχει βοηθήσει. Με πιθανό ίσως αποτέλεσμα ο ίδιος να σπάσει, αλλά στην πολιτική και στη ζωή υπάρχει ο νόμος του μη εμπρόθετου αποτελέσματος της ανθρώπινης δράσης.
Ο Γιάννης Βούλγαρης είναι πολιτικός επιστήμονας, ερευνητής στο Ινστιτούτο Πολιτικής Κοινωνιολογίας του Εθνικού Κέντρου Κοινωνικών Ερευνών