αεκα.gr


ΑΕΚΑ
Άρθρα

Ιερή Συμμαχία ή νέος δημοκρατικός διεθνισμός

Ο σημερινός κόσμος είναι πολυπολικός, πολυπολιτισμικός και αλληλεξαρτημένος σε βαθμό που δεν μπορεί να κυβερνηθεί ούτε από μια υπερδύναμη ούτε από μια Ιερή Συμμαχία σε ρόλο διεθνούς επιτηρητή

 

πως όταν πλησιάζεις το χέρι στη φωτιά τραβιέσαι, έτσι και οι ηγεσίες της Δύσης κατάλαβαν τον κίνδυνο που κλείνει μέσα της η περιώνυμη «σύγκρουση των πολιτισμών» και προσπαθούν να προφυλαχτούν. Έπειτα από τα αρχικά «λεκτικά ατοπήματα» του προέδρου Μπους (σταυροφορία κ.τ.λ.) όλοι οι Δυτικοί ηγέτες δεν κουράστηκαν να επαναλαμβάνουν πως αυτό που συμβαίνει δεν είναισύγκρουση πολιτισμών. Τι είχε συμβεί; Απλώς σε διάστημα λίγων ημερών έγινε αντιληπτό πόσο επικίνδυνο και αυτοκαταστροφικό ήταν ένα προπαγανδιστικά ευκολοχώνευτο σχήμα, μια απλουστευτική νεοψυχροπολεμική ανάγνωση του μεταδιπολικού κόσμου, η οποία ωστόσο είχε βρει μεγάλη ανταπόκριση στους ιθύνοντες κύκλους των ΗΠΑ καθώς επίσης (ας μην το υποτιμάμε!) και στη συνείδηση μεγάλου μέρους των δυτικών κοινωνιών. Μια στρατηγική για τον μεταδιπολικό κόσμο που είχε προταθεί για να τραβήξει μια διαχωριστική γραμμή και να οχυρώσει τη Δύση έναντι των Υπολοίπων (the West from the Rest) υιοθετήθηκε από κάποιους Υπόλοιπους για να δείξει ότι η οχύρωση της Δύσης ήταν αδύνατη. Πραγματοποιώντας ένα τρομοκρατικό χτύπημα μεγάλης πολιτικής παράνοιας και υψηλής αισθητικής εμβέλειας, μια ομάδα φονταμενταλιστών διεκδικούσε να αναδειχτεί στην πράξη αντιπρόσωπος όλου του Ισλάμ και να το στρέψει ως σύνολο εναντίον της Δύσης. Πολιτισμός εναντίον Πολιτισμού. Μπροστά στον φόβο της επιβεβαίωσης, οι ηγέτες της Δύσης έσπευσαν να πάρουν τις αποστάσεις τους. Και σωστά, γιατί η διελκυστίνδα Πολιτισμού και Πολιτικής είναι γνωστή και επικίνδυνη. Όταν ο κόσμος μικραίνει και διαφορετικοί πολιτισμοί έρχονται σε επαφή είναι πιθανό να προκαλούνται εντάσεις. Η Πολιτική μπορεί να χρησιμοποιήσει τη διαφορετικότητα για να πυροδοτήσει τη σύγκρουση των πολιτισμών και σε αυτή την περίπτωση είναι σχετικά εύκολο να πετύχει τον στόχο της. Η Πολιτική μπορεί να εξασφαλίσει την αμοιβαία αποδοχή των «διαφορετικών» και σε αυτή την περίπτωση είναι πιο δύσκολο να πετύχει τον στόχο της. Με αυτά τα ενδεχόμενα θα ζήσουν τα προσεχή χρόνια οι κοινωνίες μας και ο κόσμος.

Η ευθύνη για τις εξελίξεις δεν βαρύνει μόνο τη Δύση. Ο μουσουλμανικός και αραβικός κόσμος βρίσκονται μπροστά σε κρίσιμες επιλογές καθώς αναζητούν ακόμα τον δικό τους δρόμο προς την ανάπτυξη και τη δημοκρατία. Η προσπάθεια μετά το τέλος της αποικιοκρατίας να οικοδομήσουν σύγχρονα εθνικά εκκοσμικευμένα κράτη είχε ισχνά αποτελέσματα. Αυτή η αποτυχία οδήγησε σε μια γενικευμένη σύγχυση που μαζί με τη δημογραφική πίεση και την οικονομική στενότητα, εξέθρεψε τον ισλαμικό φονταμενταλισμό. Ο Ζιλ Κεπέλ (ΤζιχάντΟ ιερός πόλεμος, Εκδόσεις Καστανιώτης 2001, μετ. Ελένη Τσερεζόλε) υποστηρίζει πειστικά ότι το κίνημα του ισλαμικού φονταμενταλισμού βρίσκεται σε τροχιά παρακμής. Οι ελπίδες των οπαδών και οι φόβοι των αντιπάλων που συνόδευσαν αυτό το κίνημα στις αρχές της δεκαετίας του '90, όταν ξεκινούσε την επίθεση για την κατάληψη της πολιτικής εξουσίας σε μια σειρά μουσουλμανικές χώρες, δεν επαληθεύτηκαν παρά μόνο στο Αφγανιστάν. Στο Ιράν η κοινωνία έχει αρχίσει να απορρίπτει ενεργά το χομεϊνικό θεοκρατικό σύστημα, ενώ στην Αλγερία και την Αίγυπτο οι φονταμενταλιστές ηττήθηκαν στρατιωτικά. Έπειτα από αυτές τις εξελίξεις μεγάλα τμήματα και σημαντικοί διανοούμενοι του κινήματος άρχισαν να επανεξετάζουν τη σχέση του Ισλάμ με το Κράτος και τη Δημοκρατία. Το τρομοκρατικό χτύπημα της 11ης Σεπτεμβρίου ήταν μια προσπάθεια των ακραίων στοιχείων του ισλαμικού φονταμενταλισμού να αναζωογονήσουν το κίνημα, να αποτρέψουν τον «αναθεωρητισμό» και να επανακτήσουν την κοινωνική συναίνεση στον ένοπλο αγώνα. Οι εκτιμήσεις του Ζιλ Κεπέλ αφήνουν αρκετές ακτίνες αισιοδοξίας αλλά τονίζουν επίσης την ασταθή ισορροπία της σημερινής φάσης που περνά ο αραβικός και ο μουσουλμανικός κόσμος.

Η κατάληξη αυτής της εσωτερικής διαπάλης θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό και από τη στάση της Δύσης, η οποία αποτελεί τον ισχυρό πόλο και το ηγεμονικό οικονομικο-πολιτικό πρότυπο του πλανήτη. Η Δύση και οι ΗΠΑ δεν έχουν ακόμα αποφύγει την παγίδα της σύγκρουσης των πολιτισμών (ειδικά με το Ισλάμ) παρά την προσεκτική ρητορική που έχουν υιοθετήσει. Το γεγονός αυτό αποκτά όλη την κρισιμότητά του τώρα που οι στρατιωτικές επιχειρήσεις στο Αφγανιστάν τελειώνουν. Ο κίνδυνος συνίσταται στη μετεξέλιξη της διεθνούς συμπαράταξης κατά της τρομοκρατίας σε Ιερή Συμμαχία για την αυταρχική διαχείριση του μεταδιπολικού κόσμου υπό τη «στιβαρή» καθοδήγηση των ΗΠΑ. Δύο πηγές τροφοδοτούν αυτόν τον κίνδυνο. Η πρώτη είναι εσωτερική. Οι δημοσκοπήσεις σε όλες τις δυτικές χώρες μετά τις 11 Σεπτεμβρίου δείχνουν μεγάλη αύξηση του αισθήματος ανασφάλειας των πολιτών, ραγδαία ενίσχυση της εχθρότητας προς τους ’ραβες γενικά και ιδιαίτερη καχυποψία προς τις μουσουλμανικές μειονότητες. Μάλιστα η εχθρότητα δεν έχει μείνει στο επίπεδο των αντιλήψεων. Αραβική εφημερίδα του Λονδίνου μέτρησε πάνω από χίλιες γνωστοποιηθείσες βίαιες επιθέσεις κατά Αράβων στη Δυτική Ευρώπη και τις ΗΠΑ. Αυτή η διάχυτη ανασφάλεια μεταφράζεται σε εσωτερική πίεση προς τις ηγεσίες των ΗΠΑ και των μεγάλων ευρωπαϊκών δυνάμεων να συνεχίσουν μια «δυναμική» πολιτική κατά της διεθνούς τρομοκρατίας. Η δεύτερη και κύρια πηγή είναι γεωπολιτική και συνίσταται συγκεκριμένα στα οφέλη που έχουν η ηγεσία των ΗΠΑ και φιλοατλαντικές ευρωπαϊκές ελίτ από την παγίωση της πολιτικής θεματολογίας, των ιεραρχιών και της διάταξης δυνάμεων που προέκυψαν μετά τις 11 Σεπτεμβρίου. Ο πειρασμός πράγματι είναι μεγάλος γιατί το παρόν σκηνικό προσφέρει στις ΗΠΑ ένα στρατηγικό δόγμα, την έλλειψη του οποίου αισθάνονται μετά την πτώση της ΕΣΣΔ, ένα πρόσφορο πλαίσιο νομιμοποίησης της ηγεμονίας τους στον κόσμο και στη Δύση και, τέλος, μια πολιτική που ταιριάζει περισσότερο στη «φιλοσοφία» της σημερινής συντηρητικής κυβέρνησης. Στους φιλοατλαντικούς ευρωπαϊκούς κύκλους προσφέρει μια μακροχρόνια ακύρωση ενός ιδιαίτερου διεθνούς ρόλου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Μια τέτοια εξέλιξη, η οποία είναι πολύ πιθανή, θα γεννήσει μια παρατεταμένη ένταση στη διεθνή σκηνή γιατί απλώς αναπαράγει με νέο τρόπο το αφετηριακό πρόβλημα της αμερικανικής «φιλοσοφίας» για τον μεταδιπολικό κόσμο. Την αυταπάτη ότι με τα σημερινά επίπεδα διεθνοποίησης και παγκοσμιοποίησης μπορεί να διαμορφωθεί μια νέα τάξη πραγμάτων που θα έχει θεμέλιο την ηγεμονία μιας και μόνης υπερδύναμης, έστω και με τη βοήθεια κάποιων Δυτικών συμμάχων. Οι ΗΠΑ αλλά και ένα μέρος των δυτικών ηγεσιών ταλαντεύτηκαν στην ανάλυση του μεταδιπολικού κόσμου μεταξύ δύο αντιλήψεων ­ μεταξύ Φουκουγιάμα και Χάντιγκτον αν θελήσουμε να χρησιμοποιήσουμε σαν δείκτες δύο διάσημα βιβλία γνωστά ήδη στο ελληνικό κοινό. Από τη μία, η αισιόδοξη άποψη ότι μετά την πτώση του σοβιετικού κομμουνισμού, θα καθιερωνόταν μια διεθνής τάξη σχετικά ειρηνική, βασισμένη στη διάδοση και την ελκτικότητα του δυτικού μοντέλου, τη σύνθεση δηλαδή της αγοράς και της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Οι συγκρούσεις βεβαίως θα συνεχίζονταν, αλλά θα αφορούσαν κυρίως τις χώρες του Τρίτου Κόσμου καθώς θα προέρχονταν από τις οπισθοδρομικές δυνάμεις του εθνικισμού και του φονταμενταλισμού, οι οποίες ωστόσο δεν είχαν τη δύναμη να εκτρέψουν τον δρόμο που είχε πάρει η Ιστορία (με χεγκελιανό κεφαλαίο Ι στην περίπτωση του Φουκουγιάμα). Από την άλλη, η σκεπτικιστική άποψη θεωρητικοποιούσε, με το σχήμα της σύγκρουσης των πολιτισμών, το μέλλον ενός νέου ψυχρού πολέμου που εντόπιζε ως βασικό αντίπαλο την ανερχόμενη Κίνα, τον Ισλαμισμό και κυρίως την ενδεχόμενη συμμαχία των δύο. Οι κυβερνήσεις των ΗΠΑ, τόσο του πατέρα Μπους όσο και του Κλίντον, κινήθηκαν πραγματιστικά χρησιμοποιώντας πολιτικές που πήγαζαν είτε από τη μία είτε από την άλλη αντίληψη. Κοινός παρονομαστής ήταν ωστόσο η διασφάλιση της αμερικανικής ηγεμονίας η οποία ήταν και έπρεπε να συνεχίσει να είναι ο αρχιτέκτονας της διεθνούς οικονομικής ανάπτυξης και ο πολιτικός εγγυητής της νέας διεθνούς τάξης. Διατηρώντας αυτόν τον σταθερό πυρήνα, είναι πολύ εύκολο η σημερινή ηγεσία Μπους να μεταφράσει τον «πόλεμο κατά της τρομοκρατίας» σε πολιτική διεθνούς επιτήρησης.

Αυτό που θα καταφέρει όμως είναι να ανοίξει ένα κεφάλαιο διεθνούς βίας και αναρχίας απρόβλεπτης έκτασης. Οι περισσότερες χώρες, για ηθικούς ή πραγματιστικούς λόγους, αναγνώρισαν το δικαίωμα της Αμερικής να απαντήσει ένοπλα στο χτύπημα και στην ταπείνωση που δέχτηκε. Είναι απίθανο όμως να υποταχθούν σε μια μονομερή και διασταλτική εφαρμογή αυτού του δικαιώματος. Αντίθετα, το χτύπημα της 11ης Σεπτεμβρίου έχει ήδη δείξει ότι η Αμερική έχει μείνει πολύ μόνη και πολύ ορατή στην κορυφή της παγκόσμιας πυραμίδας. Ο σημερινός κόσμος είναι πολυπολικός, πολυπολιτισμικός και αλληλεξαρτημένος σε βαθμό που δεν μπορεί να κυβερνηθεί ούτε από μία υπερδύναμη ούτε από μια Ιερή Συμμαχία σε ρόλο διεθνούς επιτηρητή. Η σταθερότητα εξασφαλίζεται μόνο αν ανοίξει η προοπτική μιας δημοκρατικότερης οργάνωσης της διεθνούς πολιτικής στην οποία να αποκτήσουν δυνατότερη φωνή όχι μόνο η Δύση αλλά και οι «Υπόλοιποι». Αυτό είναι το πρόταγμα και το περιεχόμενο ενός νέου μεταρρυθμιστικού διεθνισμού που θα ανακατανείμει πόρους και ισχύ προκειμένου να αναθερμανθεί η διεθνής οικονομία και να διαχυθεί η ευημερία και η δημοκρατία.

Ο Γιάννης Βούλγαρης είναι πολιτικός επιστήμονας, ερευνητής στο Ινστιτούτο Πολιτικής Κοινωνιολογίας του Εθνικού Κέντρου Κοινωνικών Ερευνών

 

Εύστοχα ερωτήματα

25/7/03

Εύστοχα ερωτήματα

Αγαπητή Εποχή

Ο -πάντα- αγαπημένος Μπάμπης Γεωργούλας στο φύλλο της 13ης Ιουλίου, αφού αναφέρθηκε στην υφυπουργοποίηση του Ν. Μπίστη και την κρίση στην ΑΕΚΑ, διατύπωσε ορισμένα εύστοχα ερωτήματα και στη συνέχεια κάλεσε όσους «… είχαν πάρει σοβαρά τις διακηρύξεις τους και το όνειρό τους σίγουρα δεν ήταν να να δουν τον Μπίστη υπουργό …», να απαντήσουν.

Αντίφαση λόγων και έργων

Του Θόδωρου Τσίκα, «Θεσσαλονίκη», 1/9/2003

Για μια ακόμα φορά στην Ελλάδα, για ένα σοβαρό ζήτημα όπως το εκλογικό σύστημα, αντί διαλόγου γίνονται παράλληλοι μονόλογοι. Ο καθένας λέει την άποψή του χωρίς να ακούει τους άλλους. Έχοντας προκαθορισμένο το τι θα πει, δεν αισθάνεται την υποχρέωση να επηρεαστεί από τις άλλες απόψεις. Η βάσανος του διαλόγου έχει αχρηστευθεί ως εργαλείο συναίνεσης και συνεννόησης.

Η προτεραιότητα εξακολουθεί να είναι η ανάπτυξη

Φυσικά, συντάξεις θα συνεχίσουν να πληρώνονται. Αλλά ποιο θα είναι το ύψος τους και πώς θα έχουν προσαρμοστεί;