αεκα.gr


ΑΕΚΑ
Άρθρα

Η αμηχανία και ο συνωστισμός στον «ενδιάμεσο χώρο»

Σήμερα περνάμε όχι απλώς μια «κοιλιά», αλλά μια βαθύτερη αμηχανία προσανατολισμού τόσο της κοινωνίας όσο και των κομμάτων

Ποια είναι η σημερινή πολιτική πραγματικότητα; Οι ισχυρές αντιδράσεις και τα τεκμηριωμένα επιχειρήματα που προβλήθηκαν επί ημέρες στον Τύπο εναντίον της αναθεώρησης του άρθρου 24 και της κατάλυσης της προστασίας των δασών; Ή η εικόνα της κενής Βουλής κατά τη συζήτηση αυτού του άρθρου, οι υποχρεωτικές παρουσίες των κ.κ. Βενιζέλου, Βαρβιτσιώτη και η ανεπαίσθητη παρουσία μερικών εκατοντάδων διαδηλωτών απ' έξω; Η μαζική φοβία για τα δηλητήρια που απειλούν τη ζωή μας, την τροφή και τον αέρα που αναπνέουμε; Ή οι δεκάδες οικοδομικοί συνεταιρισμοί που ετοιμάζονται να χτίσουν τα δάση και οι συνήθεις υπουργοί που θα υπογράψουν τις άδειες κατά την προεκλογική περίοδο;

Η πραγματικότητα είναι το ίδιο το ερώτημα που μένει αναπάντητο. Γιατί και οι δύο όψεις εκφράζουν εσωτερικές δυνατότητες ενός κοινωνικού σώματος, το οποίο όμως «αρνείται» να εξωτερικεύσει με σαφήνεια τη μία έναντι της άλλης. Οι δημοσκόποι μετρούν προτιμήσεις και αντιλήψεις, αλλά δηλώνουν αμήχανοι να προβάλουν τους αριθμούς πάνω στις πραγματικές επιλογές των ανθρώπων ­ πόσο μάλλον να προβλέψουν. Μετρούν θεαματικότητες, αλλά πρώτοι αυτοί αναρωτιούνται πώς αντιμετωπίζει ο τηλεθεατής τα σκουπίδια που βλέπει, πού αρχίζει η «συνενοχή» και πού ο χαβαλές στο διάλειμμα της πραγματικής ζωής. Θα πείτε, κουκιά τρώς, κουκιά μολογάς. Σύμφωνοι, αλλά περισσότερο χαρακτηριστική αυτή την περίοδο είναι η εκκρεμότητα, η βουβαμάρα, που με τη σιωπή ή τη φλυαρίααρνείται να δείξει τις βασικές διαθέσεις της. Το κοινωνικό σώμα δεν εξαπατά κανέναν ούτε κρύβεται. Δηλώνει μια αυθεντική αμηχανία, μια δυσφορία, χωρίς να είναι καν σαφές ότι προσμένει κάτι ή ότι ελπίζει σε κάτι.

Σ' αυτό το κοινωνικό γήπεδο, τα κόμματα κινούνται και αυτά αμήχανα και δοκιμαστικά. Παιχνίδι κέντρου, καθώς λέγεται στην ποδοσφαιρική γλώσσα. Πόσο μάλλον που σ' αυτόν τον χώρο εμφανίστηκε (ή σχεδόν) νέος παίκτης. Εδώ ο Δ. Αβραμόπουλος θα αποπειραθεί τελικά να ορίσει το δικό του μαγαζί. Αν θα γίνει μεγάλο, θα αλλάξει όλη η γειτονιά. Αν μείνει μικρό, θα δει τι κοινοπραξία θα κάνει. Η Ν.Δ. δοκιμάζει όλες τις εκδοχές. Πρώτη: ο Αβραμόπουλος είναι προδότης της παράταξης, όποια ψήφο παίρνει από εμάς ουσιαστικά την προσφέρει στο ΠΑΣΟΚ. Εκδοχή δεύτερη: ο Αβραμόπουλος είναι διεύρυνση της παράταξης και διεμβολισμός του ενδιάμεσου χώρου. Για πρώτη φορά, ύστερα από δεκαετίες, η Κεντροδεξιά μπορεί να γίνει κοινωνική πλειοψηφία περιορίζοντας την Κεντροαριστερά. Αν φτιάξουμε την τριπλέτα Καραμανλής - Ντόρα - Αβραμόπουλος, ξεπερνάμε το «κεφάλαιο Σημίτης», που δίνει την υπεροχή στο ΠΑΣΟΚ και σιγά μη μας σταματήσουν οι ακούραστα διαγκωνιζόμενοι 6-7 «πρωθυπουργήσιμοι». Το ΠΑΣΟΚ εγκατέλειψε την αρχική στάση επίπλαστης αδιαφορίας (ο Αβραμόπουλος είναι πρόβλημα της Ν.Δ.) και εκφράζει όλο και πιο ανοιχτά την ανησυχία του. Αντιλαμβάνεται ότι η περίοδος της εύκολης επικράτησής του στον ενδιάμεσο χώρο, μέσα στο παρόν πολιτικό σκηνικό, έχει παρέλθει. Πώς θα αντιδράσει είναι ακόμα ασαφές, έχοντας μάλιστα μπροστά του έναν δύσκολο χρόνο κυβερνητικού έργου και μια παραλυτική εσωκομματική κατάσταση.

Βρισκόμαστε, άραγε, σε μία από τις συνήθεις «κοιλιές» που κάνει η πολιτική ζωή μετά τις εκλογές; Κατά ένα μέρος ναι. Έχω όμως την εντύπωση ότι περνάμε μια μάλλον σπάνια, από τη μεταπολίτευση και έπειτα, περίοδο, κατά την οποία λείπει ένα κυρίαρχο διάχυτο λαϊκό αίσθημα που να προσανατολίζει την πολιτική σε μία ή δύο σαφείς κατευθύνσεις, που να εκφράζει σχεδόν μονοσήμαντα μια «εντολή» προς την κυβέρνηση, που να δίνει τη ροπή προς τα δεξιά ή τα αριστερά στον «ενδιάμεσο χώρο». Ο Κ. Καραμανλής ήρθε στις αρχές της μεταπολίτευσης στην κορυφή ενός τεράστιου αντιδικτατορικού κύματος το οποίο του έλεγε «φτιάξε μια σταθερή δημοκρατία». Ο Α. Παπανδρέου ήρθε με την ώθηση ενός ανάλογα τεράστιου κύματος που του έλεγε «φτάνουν πια τριάντα χρόνια Δεξιάς, κάνε αυτή την αλλαγή που λες, αλλά πρόσεχε κιόλας». Στο διάστημα 1988-91 η Ν.Δ. του Κ. Μητσοτάκη εξέφρασε ένα ευρύτερο αντι-ΠΑΣΟΚικό αίσθημα, το οποίο είχε κορυφωθεί με το σκάνδαλο Κοσκωτά, αλλά όπως αποδείχτηκε υπήρξε πρόσκαιρο. Ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του '90 οι ισχυρές κομματικές ταυτίσεις της μεταπολιτευτικής περιόδου είχαν ξεθωριάσει αρκετά. Το γεγονός όμως υπερκαλύφθηκε από έναν εθνικό πολιτικό στόχο. Έτσι, το 1996 διαμορφώθηκε πάλι ένα διάχυτο λαϊκό αίσθημα, το οποίο με ορθολογισμό και ψυχραιμία πια, χωρίς εξάρσεις και εξάψεις, είπε στον Κ. Σημίτη «συμμάζεψε την κατάσταση και βάλε μας στην Ευρώπη». Μέσα στο εκάστοτε μεγάλο κύμα έπαιρνε τη ροπή του ο κρίσιμος από εκλογική άποψη «ενδιάμεσος χώρος» στρίβοντας αριστερά (συνήθως) ή δεξιά. Μέσα στο εκάστοτε μεγάλο κύμα ο απλός πολίτης συμβίβαζε τα ιδεολογικά και τα ιδιοτελή κίνητρα της ψήφου με ισορροπία, είτε ήταν στο στρατόπεδο των νικητών είτε των χαμένων.

Σήμερα περνάμε όχι απλώς μια «κοιλιά», αλλά μια βαθύτερη αμηχανία προσανατολισμού τόσο της κοινωνίας όσο και των κομμάτων. Η εντεινόμενη πολιτική δυσπιστία και η απόρριψη των κομματικών ταυτίσεων μοιάζει να δίνει συνέχεια στην αντίστοιχη τάση, η οποία είχε αρχίσει να εκδηλώνεται ήδη στα μέσα της προηγούμενης δεκαετίας. Πίσω από αυτές τις πολιτικές διαθέσεις εύκολα διακρίνουμε τις αντιφατικές κοινωνικές καταστάσεις και συμπεριφορές διαφόρων στρωμάτων. Την αυξανόμενη ευημερία μιας πολυάριθμης μεσαίας τάξης που πληρώνει, όμως, επίσης αυξανόμενα το αντίτιμο σε άγχος, έξοδα και υπερεργασία· την κυριαρχία μιας ατομικιστικής, αγοραίας, οικογενειοκεντρικής ιδεολογίας έτοιμης να διαφθείρει τους δημόσιους θεσμούς για να εξυπηρετηθεί, αλλά που παράλληλα αισθάνεται την ανάγκη υγιέστερων δημόσιων υπηρεσιών και σταθερότερων κανόνων· μια διάχυτη απαίτηση δικαιωμάτων χωρίς αντίστοιχες υποχρεώσεις, που όμως αυξάνει πια το συλλογικό κόστος της ανομίας στην καθημερινή ατομική ζωή· μια εξοικείωση με το εφήμερο και το αναλώσιμο, αλλά και την αγωνιώδη πρόσδεση σε επιμέρους ταυτότητες και πρωτογενείς κοινωνικούς δεσμούς. Και η πιο στενόχωρη όψη: λαϊκά στρώματα που αισθάνονται τον κόσμο να φεύγει με ταχύτητα και να τα αφήνει πίσω· να χάνουν τη δυνατότητα πολιτικής αντιπροσώπευσης, να αποστρέφονται τα κόμματα και να αντικαθιστούν την απώλεια με τον Τριανταφυλλόπουλο.

Προσπαθώ να συνοψίσω κοινωνικά φαινόμενα που όλοι διαπιστώνουμε και τα οποία εκδηλώνονται όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και στις άλλες δυτικές δημοκρατίες, με μεγαλύτερη ή μικρότερη ένταση. Αποτελούν αντικείμενο απειράριθμων πλέον αναλύσεων, οι οποίες όμως στο «διά ταύτα» διχάζονται και μας αφήνουν μετέωρους. Ζούμε μια παρατεταμένη παρακμή των δυτικών πολιτικών συστημάτων που έχουν μετατραπεί σε φιλελεύθερες ολιγαρχίες, έρμαια ενός αχαλίνωτου καπιταλισμού; Ή απλώς ζούμε μια μεταβατική περίοδο όπου μετά το τέλος των ιδεολογικών συγκρούσεων του 20ού αιώνα αναδιατυπώνονται τα διακυβεύματα και ανασυντάσσονται οι πολιτικές παρατάξεις της Δεξιάς και της Αριστεράς, σύμφωνα με τις νέες πραγματικότητες της μεταβιομηχανικής κοινωνίας;

Ας μην ξεφύγουμε, όμως, από το θέμα και ας επιστρέψουμε από τη γενική στη δική μας εγχώρια και μετριόφρονα αμηχανία. Όλες οι αντιφατικές συμπεριφορές και οι μαζικές διαθέσεις που πιο πάνω περιγράψαμε, εκδηλώνονται, όπως είναι φυσικό, με μεγαλύτερη ενάργεια στον λεγόμενο «ενδιάμεσο χώρο» του κομματικού φάσματος. Παλαιότερα, αυτός ο στρατηγικός για την εκλογική έκβαση χώρος εκυριαρχείτο από το παραδοσιακό φιλελεύθερο Κέντρο, που από το 1977 και έπειτα στοιχήθηκε μαζικά με το ΠΑΣΟΚ προσφέροντάς του έτσι μακρόχρονη πολιτική ηγεμονία. Τα τελευταία χρόνια στον «ενδιάμεσο χώρο» αυξάνεται σταθερά το ποσοστό των «μετριοπαθών», των «κυμαινόμενων», των αδιάφορων» πολιτών που είναι ανοιχτοί σε διαφορετικές και εναλλασσόμενες εκλογικές επιλογές. Όμως, η εκλογική ταλάντευση αυτού του χώρου καθρεφτίζει την αμφιθυμία και τις αντιφατικές διαθεσιμότητες πολύ ευρύτερων κοινωνικών στρωμάτων. Τα κόμματα που συνωστίζονται σήμερα στον «ενδιάμεσο χώρο» παραγνωρίζουν αυτή την όψη του προβλήματος και συγκλίνουν κατά τρόπο απολίτικο και απλώς μιντιακό. Γιατί υπάρχουν δύο τρόποι τα κόμματα να επιδιώξουν να προσεταιριστούν τον «ενδιάμεσο χώρο» και γενικότερα να αντιμετωπίσουν τις καταγραφόμενες «απόψεις» της κοινής γνώμης. Ο πρώτος είναι ο τρόπος του χαμαιλέοντα: της προσαρμογής στις εκάστοτε διαθέσεις και της απλής διαχείρισης των αντιφατικών αιτημάτων που εκπέμπουν. Ο άλλος είναι ο τρόπος του μαγνήτη στο παλιό σχολικό πείραμα: η παρουσία του μαγνήτη έβαζε σε τάξη και προσανατόλιζε τα ρινίσματα του σιδήρου πάνω στο χαρτί. Με άλλα λόγια, διαμορφώνοντας ένα ισχυρό πολιτικό υποκείμενο, μια ισχυρή πολιτική-προγραμματική πρόταση, δίνεις κατεύθυνση στις σημερινές αμηχανίες και τις αντιφατικές στάσεις μεγάλων κοινωνικών στρωμάτων, έλκεις με το μέρος σου τον «ενδιάμεσο χώρο». Ποιος θα καταφέρει και πού θα εμφανιστεί ισχυρότερος αυτός ο πόλος; Στον κεντροδεξιό ή στον κεντροαριστερό χώρο;

Αυτό θα είναι το πιο ενδιαφέρον ερώτημα της επόμενης περιόδου. Το πιο φθοροποιό για το πολιτικό μας σύστημα θα είναι όλοι οι παίκτες να επιλέξουν τον τρόπο του χαμαιλέοντα τσαλαβουτώντας, όμοιοι όλοι, στον χυλό του «κέντρου».

Ο Γιάννης Βούλγαρης είναι πολιτικός επιστήμονας, ερευνητής στο Ινστιτούτο Πολιτικής Κοινωνιολογίας του Εθνικού Κέντρου Κοινωνικών Ερευνών

ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΞΑΛΕΙΨΗ ΤΩΝ ΦΥΛΕΤΙΚΩΝ ΔΙΑΚΡΙΣΕΩΝ

Καταληκτικές Παρατηρήσεις για την Ελλάδα (22/03/2001)

……………….

Γ. Προβληματισμοί και συστάσεις

Η ΑΥΞΗΣΗ ΤΩΝ ΤΙΜΩΝ ΤΟΥ ΠΕΤΡΕΛΑΙΟΥ

02/10/2000 

       Με αφορμή τα προβλήματα από την αύξηση των τιμών του πετρελαίου η Ανανεωτική Εκσυγχρονιστική Κίνηση της Αριστεράς, τονίζει:

Η πρόταση Λαλιώτη για την επέτειο του Πολυτεχνείου- Δήλωση Ν. Μπίστη

Σχετικά με την πρόταση του Κ. Λαλιώτη για να πραγματοποιηθεί πορεία κατά της τρομοκρατίας κατά την επέτειο του Πολυτεχνείου στις 17 Νοεμβρίου ο επικεφαλής της Ανανεωτικής Εκσυγχρονιστικής Κίνησης της Αριστεράς Νίκος Μπίστης έκανε την εξής δήλωση:

«Η πρόταση του Γραμματέα του ΠΑΣΟΚ Κώστα Λαλιώτη είναι ορθή και έρχεται να καλύψει το κενό μιας μαζικής δημοκρατικής απάντησης στη τρομοκρατία. Θετική είναι επίσης η πρώτη αντίδραση της ΝΔ.