αεκα.gr


ΑΕΚΑ
Άρθρα

Η «πολιτικοποίηση του εκσυγχρονισμού»

Μια αναδρομή στον περί Κεντροαριστεράς λόγο

Τα κόμματα αποτελούν ένα σύστημα. Όταν ένα τμήμα κινείται (ή υποτίθεται ότι θα κινηθεί), τότε και τα υπόλοιπα τμήματα αντιδρούν. Έτσι και τώρα. Μετά τον δεξιό και τον κεντροδεξιό χώρο στον οποίο εκδηλώθηκαν οι πρώτες διεργασίες με το επικείμενο συνέδριο της Ν.Δ. και το αναμενόμενο «κόμμα Αβραμόπουλου», άρχισε να κινητοποιείται ο κεντροαριστερός και ο αριστερός χώρος. Στο ΠΑΣΟΚ ξεκίνησε και επισημοποιήθηκε ο διάλογος και η σύγκρουση για την αναγκαία ανανέωση του κόμματος και τον επανακαθορισμό των χαρακτηριστικών της ευρύτερης κοινωνικο-πολιτικής παράταξης που του εξασφαλίζει, εδώ και χρόνια, την εκλογική νίκη. Στον ΣΥΝ επαναλήφθηκε η άλυτη υπαρξιακή σύγκρουση μεταξύ της αυτοπεριχαράκωσης από τη μια και της ανάληψης του ρίσκου να μπει στο ανοιχτό παιχνίδι της «αναμόρφωσης του πολιτικού σκηνικού» από την άλλη. Επιπλέον, κάνει δημόσια την παρουσία του το Φόρουμ της Αριστεράς. Όπως το ίδιο δηλώνει, δεν είναι ούτε άλλο ένα κομματίδιο ούτε άλλη μια «κίνηση πολιτών». Αποτελεί απλώς τη μαρτυρία ενός πολιτικού κενού. Εκφράζει την ελπίδα αριστερών κινήσεων και πολιτών ότι κάτι σοβαρό θα αρχίσει να κινείται, προκειμένου να ανασυγκροτηθεί ο χώρος της Αριστεράς και της Κεντροαριστεράς.

Από μια άποψη αυτή η «κινητικότητα» μοιάζει με έργο που έχουμε ξαναδεί. Η συζήτηση για την «αναγέννηση» του ΠΑΣΟΚ πρωτοάρχισε το 1987 και από τότε περιοδικά επαναλαμβάνεται. Το ίδιο παλιά είναι η συζήτηση για την (μεταπολιτευτική) Κεντροαριστερά. ’ρχισε να εμφανίζεται ήδη από το 1990, μετά την επικράτηση της Ν.Δ., και να τροφοδοτείται από στελέχη τόσο του ΠΑΣΟΚ όσο και της ανανεωτικής Αριστεράς που συνυπήρχε τότε στον ΣΥΝ με το ΚΚΕ. Η «Κεντροαριστερά» είχε τότε μια συγκεκριμένη έννοια: έθετε το ζήτημα μιας στρατηγικής πολιτικής συμμαχίας του ΠΑΣΟΚ με τον ΣΥΝ. Και μόνο το γεγονός ότι η συζήτηση αυτή εμφανιζόταν λίγο μετά την οξεία σύγκρουση των δύο κομμάτων το 1989, δείχνει ότι, πέρα από τακτικισμούς και σκοπιμότητες, άγγιζε κάποιες βαθύτερες ανησυχίες του καθενός ξεχωριστά. Πράγματι, και τα δύο περνούσαν μια κρίσιμη φάση αναγκαστικού επαναπροσδιορισμού της φυσιογνωμίας τους. Το ΠΑΣΟΚ είχε διατρέξει όλο τον δρόμο από την τριτοκοσμικής χροιάς Διακήρυξη της 3ης Σεπτέμβρη στη Σοσιαλιστική Διεθνή, της οποίας έγινε μέλος το 1990. Ωστόσο, η ευρωπαϊκή επιλογή είχε γίνει καθυστερημένα και σε καμία περίπτωση δεν είχε αφομοιωθεί. Αντίθετα, συνέπεσε και βάδισε παράλληλα με την έξαρση των λαϊκίστικων στοιχείων της φυσιογνωμίας του κατά την κρίση τού 1988-89. Εξάλλου, η ίδια η κυβερνητική θητεία του είχε αυτοκαταναλωθεί στη διαχείριση των εσωτερικών του αντιφάσεων και αμφισημιών. Δεν είχε επιτελέσει ούτε τις μεταρρυθμίσεις που ώς και τη δεκαετία του '70 χαρακτήρισαν τη διακυβέρνηση της ευρωπαϊκής Σοσιαλδημοκρατίας (άλλωστε, ο διεθνής πολιτικός-οικονομικός κύκλος είχε αλλάξει), ούτε είχε επιλέξει τον εκσυγχρονισμό και την προσαρμογή της χώρας στο νέο διεθνές ανταγωνιστικό περιβάλλον, όπως είχε κάνει ο Φελίπε Γκονζάλες και το Ισπανικό Σοσιαλιστικό Κόμμα την ίδια περίοδο. Από την άλλη μεριά, η ιστορική Αριστερά ζούσε το τέλος του κομμουνιστικού κόσμου. Το Τείχος είχε πέσει, το «σοσιαλιστικό στρατόπεδο» είχε διαλυθεί και η προσπάθεια του Γκορμπατσώφ έπνεε τα λοίσθια και μετ' ολίγον εξέπνευσε. Ο στόχος της ανανέωσης του κομμουνιστικού κινήματος είχε χάσει το περιεχόμενό του και το υποκείμενο αναφοράς του. Έτσι, φυσιολογικά η ιστορική Ανανεωτική Αριστερά και όσες δυνάμεις του ΚΚΕ επέλεξαν να μην κλειστούν στο κέλυφος ενός μετακομμουνιστικού φονταμενταλισμού, είδαν την ανάγκη πολιτικής σύγκλισης όλων των δυνάμεων που αναφέρονταν στον Δημοκρατικό Σοσιαλισμό. ’λλωστε, πέρα από την κατάρρευση του κομμουνισμού, η ίδια η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία (βόρεια και νότια) αντιμετώπιζε ήδη από τη δεκαετία του '80 μια βαθύτατη κρίση στρατηγικής. Τα στελέχη λοιπόν του ΠΑΣΟΚ και του ΣΥΝ που είχαν προτείνει την «Κεντροαριστερά» ως πορεία στρατηγικής πολιτικής σύγκλισης των δύο χώρων ξεκινούσαν με την ελπίδα ότι με αυτόν τον τρόπο θα διευκολυνόταν η παράλληλη αναμόρφωση των δύο κομμάτων και την πεποίθηση ότι το ένα είχε κάτι να προσφέρει στο άλλο, όχι μόνο στο επίπεδο της τακτικής αλλά και της ταυτότητας.

Όπως και να 'ταν, ο κύκλος αυτός έκλεισε με την γρήγορη πτώση της κυβέρνησης της Ν.Δ., την επάνοδο του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία και τη συρρίκνωση του ΣΥΝ. Κάπου, όμως, μεταξύ σοβαρού και αστείου, μπορούμε να πούμε ότι το βάσιμο αυτής της αρχικής υπόθεσης, η απόδειξη ότι δεν ήταν «ου-τοπία», ήρθε λίγο αργότερα, όχι με την ανακάλυψη ενός τόπου, αλλά με την επικράτηση ενός προσώπου που συγκέραζε χαρακτηριστικά των δύο χώρων. Η εκλογή τού Κώστα Σημίτη, που έγινε με την πίεση της κοινωνίας και σε πείσμα των εσωκομματικών μηχανισμών, έδειχνε ότι η δυναμική αυτής της υποθετικής σύγκλισης ήταν τότε υπαρκτή. Γόνος ΕΑΜικής οικογένειας, μέλος της προδικτατορικής Κεντροαριστεράς, διαμορφωμένος στο πνεύμα της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας, συνιδρυτής του ΠΑΣΟΚ, ακολούθησε στο εσωτερικό του μια μοναχική έκκεντρη πορεία, ενώ η πολιτική του κουλτούρα προσέγγιζε εκείνη της ανανεωτικής Αριστεράς όσο κανενός άλλου συντρόφου του. Γι' αυτό δεν ήταν τυχαίο ότι μία από τις πρώτες κινήσεις του ως πρωθυπουργού ήταν να πάει στο συνέδριο του ΣΥΝ το 1996 και να προτείνει μια στρατηγική συμμαχία με αναφορά το πλαίσιο του Δημοκρατικού Σοσιαλισμού. Ουσιαστικά, θα άνοιγε η προοπτική μιας πληθυντικής Αριστεράς όπως έγινε αργότερα στη Γαλλία του Ζοσπέν, αλλά η πλειοψηφία του ΣΥΝ θεώρησε την πρόταση «διεμβολισμό», την απέρριψε αβασάνιστα διαπράττοντας ένα στρατηγικό λάθος. Ας κρατήσουμε, πάντως, ότι η επαναφορά της «Κεντροαριστεράς» γινόταν και πάλι σε μια κρίσιμη καμπή των δύο χώρων, όπου ο καθένας χρειαζόταν να επανακαθορίσει τη φυσιογνωμία και τον πολιτικό του λόγο.

Σήμερα, ο όρος «Κεντροαριστερά» έχει χάσει τη σημασία του ως πολιτική συμμαχία. Συνεχίζει να χρησιμοποιείται για να δηλώσει έναν κοινωνικοπολιτικό χώρο, αλλά και για να συμβολίσει λεκτικά μια νέα κρίσιμη πολιτική καμπή: η κυβέρνηση έχει «καθήσει», το ΠΑΣΟΚ ως καθεστωτική δύναμη εμφανίζει φαινόμενα αρτηριοσκλήρωσης, ενώ η ιστορική Αριστερά γερνάει και περιθωριοποιείται ηθελημένα ή αθέλητα. Η αντιστροφή αυτής της αρνητικής κατάστασης, δηλαδή ή αναγέννηση μιας εκσυγχρονιστικής μεταρρυθμιστικής δυναμικής, ενδιαφέρει και μπορεί να κινητοποιήσει πολίτες που βρίσκονται εντός και εκτός των κομματικών μηχανισμών, στελέχη που έχουν διαφορετικές πολιτικές διαδρομές, νεώτερες ηλικίες με σημαντικές ειδικεύσεις αλλά χωρίς κομματική στράτευση, δραστήρια μέλη τοπικών κοινωνιών ή εθελοντικών οργανώσεων. Ο όρος «Κεντροαριστερά» χρησιμοποιείται, εξ αδρανείας, για να συνοψίσει τη διαπίστωση ότι το «πολιτικό παιχνίδι πρέπει να ανοίξει»· ότι η νέα δυναμική δεν μπορεί να έρθει με τις τρέχουσες κομματικές διαδικασίες και περιχαρακώσεις· ότι πρέπει να ενεργοποιηθούν, στοιχειωδώς τουλάχιστον, οι πολιτικές διαδικασίες μέσα στην κοινωνία η οποία μοιάζει να παρακολουθεί απαθής τις κομματικές νομενκλατούρες που διαιωνίζονται με όλο και πιο κυνικούς τρόπους· ότι χρειάζεται να ανοίξουν οι αρτηρίες που θα τροφοδοτήσουν με νέο αίμα το πολιτικό προσωπικό. Ο όρος «Κεντροαριστερά» χρησιμοποιείται ακόμα ώσπου να βρεθεί καταλληλότερος, για να εκφράσει την πεποίθηση ότι η αναγέννηση μιας κοινωνικής δυναμικής μπορεί να διαμορφώσει ένα πλειοψηφικό ρεύμα, στο οποίο θα συνεργούν η εκσυγχρονιστική μεταρρυθμιστική Κεντροαριστερά και μια διακριτή ριζοσπαστικότερη Αριστερά, που θέλει να κρατά ανοιχτή την προοπτική μιας νέας εναλλακτικότητας στις συνθήκες του αιώνα που ξεκίνησε.

Είναι προφανές ότι το ΠΑΣΟΚ, και ειδικά ο Κώστας Σημίτης, κρατούν το κλειδί των εξελίξεων αυτού του ευρύτερου χώρου. Και είναι φανερές, έως αποθαρρυντικές, οι αντιστάσεις, οι αλληλοϋπονομεύσεις, οι αιώνιες κατατάξεις σε ομάδες των ίδιων πάντα ονομάτων, όπως και η «διευρυνσιολογία». Ας ξεκινήσουν, λοιπόν, από κάπου. Ίσως από την πολιτικοποίηση του εκσυγχρονισμού. Ο πρώτος κύκλος εκσυγχρονισμού συνίστατο στην ένταξη στην ΟΝΕ. Ο πολιτικός λόγος που δικαιολογούσε και νομιμοποιούσε την προσπάθεια και τις θυσίες ήταν η ανάγκη ­ η εθνική ανάγκη. Ο δεύτερος κύκλος που έχει ανοίξει δεν μπορεί να νομιμοποιηθεί και πάλι μόνο με την ανάγκη (προσαρμογή, αλλιώς χανόμαστε) συν τη διάλεκτο των επιχειρησιακών προγραμμάτων του ΚΠΣ. Από τον εκσυγχρονισμό πρέπει να περάσουμε στις μεγάλες μεταρρυθμίσεις που δείχνουν στην προοπτική τους, έστω και αχνά, τον τύπο κοινωνίας που θέλουμε· που επικαλούνται άλλες έννοιες πέραν της ανάγκης, όπως κοινωνική δικαιοσύνη ή συμμετοχή· που κινητοποιούν κοινωνικές ομάδες όχι ως προεκτάσεις της γραφειοκρατίας αλλά ως αυτόνομες οντότητες.

Αν αυτά είναι απραγματοποίητα, αν η εκσυγχρονιστική μεταρρυθμιστική δυναμική έχει παρέλθει, τότε το άμεσο μέλλον μάς επιφυλάσσει πιθανότατα έναν ανταγωνισμό μεταξύ δύο ή τριών κομμάτων που θα κινούνται όλα στο πεδίο ενός κεντροδεξιού consensus, ενώ στο περιθώριο θα υπάρχει μια αυτοαναφορική και γηράσκουσα Αριστερά.

Ο Γιάννης Βούλγαρης είναι πολιτικός επιστήμονας, ερευνητής στο Ινστιτούτο Πολιτικής Κοινωνιολογίας του Εθνικού Κέντρου Κοινωνικών Ερευνών

To στοίχημα της συνεργασίας

Του Βασίλη Δεληγκάρη, ΕΘΝΟΣ, 13/9/03

H αλλαγή του εκλογικού νόμου μπορεί να συμβάλλει ουσιαστικά στην ανανέωση και τον εκσυγχρονισμό του πολιτικού συστήματος και φαίνεται πως η κυβέρνηση και ο Κ. Σημίτης προσωπικά, είναι αποφασισμένοι να προχωρήσουν στις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις.

Τα κόμματα της Αριστεράς θα έπρεπε να εκμεταλλευθούν το γεγονός. Με τον προτεινόμενο νέο εκλογικό νόμο ανοίγει η πόρτα για κυβερνήσεις συνεργασίας Όταν φυσάει ευνοϊκός άνεμος, άνεμος αλλαγής, δεν χτίζουμε ανεμοφράκτες αλλά ανεμόμυλους.

Ο ελάχιστος μεταρρυθμισμός

Η κυβέρνηση έχει στόχους, αλλά όχι και διάθεση για αλλαγές ΤΑ ΝΕΑ , 04-07-2002 

Με τις εξελίξεις γύρω από την υπόθεση της τρομοκρατίας δεν διακρίνεται μόνο φως στην άκρη του παλιοκαιρισμένου τούνελ της 17 Νοέμβρη.

Ένα ειδικό πρόγραμμα για θέματα αναβάθμισης του αστικού χώρου από τους ΟΤΑ και τον Οργανισμό Θεσσαλονίκης»

Ο σχεδιασμός και ο προγραμματισμός της πολεοδομικής και αστικής ανάπτυξης διαπερνά τις δράσεις του Οργανισμού Θεσσαλονίκης αλλά και όλων των Δήμων του πολεοδομικού συγκροτήματος.

Καταδίκη των προπηλακισμών και ύβρεων

χετικά με τα γεγονότα της 16.10.2002 στην Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών η Ανανεωτική Εκσυγχρονιστική Κίνηση της Αριστεράς τονίζει: