ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΠΟΦΑΣΗ
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟΣ, ΟΧΙ ΛΙΓΟΤΕΡΟΣ, ΕΚΣΥΓΧΡΟΝΙΣΜΟΣ
Α) ΟΙ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ ΣΤΗ ΜΕΣΗ ΑΝΑΤΟΛΗ
Οι δραματικές εξελίξεις στη Μ. Ανατολή συγκλονίζουν την ανθρωπότητα καθώς συνεχίζεται η απίστευτη αιματοχυσία. Για μια ακόμα φορά η ανεξέλεγκτη βία που προκαλείται από ηγεμονιστικές επιδιώξεις, τον εθνικιστικό και θρησκευτικό φανατισμό και τη μισαλλοδοξία οδηγεί σε τραγικές συνέπειες.
Η απαράδεκτη και παράνομη εισβολή του Ισραήλ στα αυτόνομα παλαιστινιακά εδάφη, ο ασφυκτικός περιορισμός του Γιασέρ Αραφάτ –που παρά τα λάθη και τις ευθύνες του παραμένει ο μόνος νόμιμος εκπρόσωπος του παλαιστινιακού λαού-, η εκμηδένιση της Εθνικής Παλαιστινιακής Αρχής, οι ωμότητες του ισραηλινού στρατού, οι καταστροφές υποδομών και πολιτικών στόχων και οι παραβιάσεις του διεθνούς ανθρωπιστικού δικαίου οδηγούν σε μεγαλύτερη κλιμάκωση της βίας. Η εμπρηστική πολιτική του Ισραηλινού πρωθυπουργού Α. Σαρόν αποσκοπεί ευθέως στην καταστροφή της ειρηνευτικής διαδικασίας που άρχισε με τη διάσκεψη της Μαδρίτης και της συμφωνίας του Όσλο. Στον ίδιο στόχο αποσκοπούν οι τρομοκρατικές επιθέσεις εξτρεμιστικών παλαιστινιακών οργανώσεων με θύματα αθώους Ισραηλινούς πολίτες μέσα στα εδάφη του Ισραήλ, οι οποίες συνέβαλαν στην άνοδο της ισραηλινής ακροδεξιάς, ωθούν σε μεγαλύτερη αδιαλλαξία της επίσημης ισραηλινής πολιτικής και υπονομεύουν τις προσπάθειες των προοδευτικών δυνάμεων και του ειρηνιστικού κινήματος του Ισραήλ.
Η άμεση και επείγουσα παρέμβαση της διεθνούς κοινότητας είναι απολύτως αναγκαία. Η αποστολή ανεξάρτητων διεθνών παρατηρητών ή/και διεθνούς ειρηνευτικής δύναμης μπορούν να συμβάλλουν στην κατάπαυση των εχθροπραξιών. Η άμεση υλοποίηση του ψηφίσματος 1402 και των επόμενων ψηφισμάτων του Συμβουλίου Ασφάλειας του ΟΗΕ για την κατάσταση στη Μέση Ανατολή είναι προϋπόθεση sine qua non. Η πιο αποφασιστική παρέμβαση της Ε.Ε. η οποία θα πρέπει να εξετάσει την αναγκαιότητα λήψης αυστηρών μέτρων, η αμερικανική πρωτοβουλία, η πρόσφατη πρόταση του Γερμανού Υπουργού Εξωτερικών Γιόσκα Φίσερ αποτελούν χρήσιμα εργαλεία προς αυτή τη κατεύθυνση. Όλες οι προσπάθειες θα πρέπει να συντείνουν στην άμεση επανέναρξη των ειρηνευτικών συνομιλιών για οριστική επίλυση του προβλήματος, χωρίς την οποία η ειρήνη δεν μπορεί να σταθεροποιηθεί στην περιοχή. Σε αυτή την προοπτική μπορεί να αξιοποιηθεί και το πρόσφατο σαουδαραβικό σχέδιο ειρήνης που ενέκρινε ο Αραβικός Σύνδεσμος. Η δημιουργία ανεξάρτητου παλαιστινιακού κράτους με παράλληλη εγγύηση ασφαλών συνόρων για το Ισραήλ είναι ο μόνος δρόμος που μπορεί να οδηγήσει στην ειρήνη, την σταθερότητα και την ευημερία των λαών της περιοχής.
Πέρα από τα γεγονότα στην Μέση Ανατολή, βαθιά ανησυχία προκαλεί η ενίσχυση των πλέον ακραίων φωνών στο εσωτερικό της διοίκησης Μπους, που με τις απλοϊκές θεωρίες «περί άξονα του κακού» πιέζουν για επεμβάσεις και για παράκαμψη του ΟΗΕ. Ο ρόλος της Ε.Ε., που έχει αντιταχθεί σε επέκταση της στρατιωτικής επέμβασης πέραν του Αφγανιστάν, μπορεί να αποβεί καθοριστικός, εφόσον θα ενισχύσει την πολιτική ενοποίησης της και θα αποκτήσει κοινή εξωτερική και αμυντική πολιτική.
Βαθιά ανησυχία εξάλλου, προκαλούν και τα πολλαπλά κρούσματα αντισημιτισμού που παρατηρούνται σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες και τα οποία πρέπει να αντιμετωπιστούν αποφασιστικά.
Β) Η ΜΟΝΗ ΝΙΚΗΦΟΡΑ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΉ:
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟΣ ΕΚΣΥΓΧΡΟΝΙΣΜΟΣ & ΚΕΝΤΡΟΑΡΙΣΤΕΡΑ
1) Δύο χρόνια μετά τις εκλογές: Κάμψη της μεταρρυθμιστικής ορμής. Βάλτωμα του εκσυγχρονιστικού εγχειρήματος.
Η χώρα βαδίζει προς τις δημοτικές εκλογές, σ’ ένα ευρωπαϊκό τοπίο που το χρωματίζουν έντονα οι διαδοχικές εκλογικές επιτυχίες της Δεξιάς και της Κεντροδεξιάς, αλλά και η συγκλονιστική αφύπνιση του λαού της Αριστεράς και της Κεντροαριστεράς στην Ιταλία και οι ευνοϊκές προοπτικές για τις δυνάμεις αυτές στις επερχόμενες εκλογικές αναμετρήσεις σε Γαλλία και Γερμανία. Τίποτε δεν έχει τελεσίδικα κριθεί και στη χώρα μας. Υπάρχει έστω και οριακά χρόνος για την αντεπίθεση των δυνάμεων της Κεντροαριστεράς και του προοδευτικού εκσυγχρονισμού αρκεί να συνειδητοποιηθούν δύο πράγματα:
α) ότι μόνη νικηφόρα στρατηγική είναι αυτή των συνεχών και συνεπών μεταρρυθμίσεων, του τολμηρού ανοίγματος της ατζέντας της νέας εποχής και όχι των αναδιπλώσεων. Η χώρα χρειάζεται περισσότερο και όχι λιγότερο εκσυγχρονισμό.
β) ότι ο δημοκρατικός εκσυγχρονισμός έχει ανάγκη από ένα νέο πολιτικό υποκείμενο, την παράταξη της Κεντροαριστεράς που θα ανασυνθέσει τον προοδευτικό χώρο, θα τον αναπροσανατολίσει πολιτικά, ηθικά και ιδεολογικά και θα τον επανασυνδέσει με την κοινωνία, τις αναζητήσεις, τις ανάγκες και τις δυναμικές που αναπτύσσονται στους κόλπους της.
Μετά τις εκλογές του 2002 και για δύο χρόνια καταγράφεται η απουσία ενός ισχυρού πολιτικού υποκειμένου και μιας εκσυγχρονιστικής ηγετικής ομάδας αλληλέγγυας στο εσωτερικό της, ικανής να δώσει ώθηση στο ΠΑΣΟΚ και να εμπνεύσει την ευρύτερη προοδευτική παράταξη. Η απουσία αυτή επιδρά άμεσα και αρνητικά στην προώθηση μεταρρυθμίσεων τώρα που το εκσυγχρονιστικό εγχείρημα ήρθε αντιμέτωπο με τον «σκληρό πυρήνα» των προβλημάτων της καθημερινότητας του πολίτη, που επί της ουσίας είναι προβλήματα μεταρρυθμίσεων του κράτους και της δημόσιας διοίκησης. Την πρώτη περίοδο η συμμετοχή στην ΟΝΕ και το ευρώ και η αναπροσαρμογή της εξωτερικής πολιτικής της χώρας απαιτούσαν αταλάντευτη κεντρική στόχευση και πολιτική βούληση που τα εξασφάλιζε πρωτίστως η παρουσία του κ. Σημίτη. Στην δεύτερη περίοδο απαιτείτο ένα πιο περίπλοκο και εξειδικευμένο πολιτικό σχέδιο, πολιτικοποίηση του εκσυγχρονισμού, σύνδεση των μεταρρυθμίσεων με το αίτημα για κοινωνική δικαιοσύνη. Αυτό το διάστημα, η απουσία ή η σκιώδης παρουσία ενός πολιτικού φορέα του εκσυγχρονισμού έχει καταλυτικές αρνητικές επιπτώσεις.
Το δεύτερο κύμα του εκσυγχρονισμού ουδέποτε έφτασε, κυβέρνηση και κόμμα δείχνουν να βαλτώνουν. Απουσιάζουν ριζοσπαστικές πρωτοβουλίες ενώ, με εξαίρεση τον χώρο της υγείας, δεν υπάρχει διάθεση σύγκρουσης με μεγάλους και μικρούς μηχανισμούς συμφερόντων που κυριαρχούν στον κρατικό μηχανισμό.
Αντί για τη μετάβαση σ’ ένα ισχυρό μεταρρυθμισμό, έχουμε μια επιστροφή σε λογικές μικρορυθμίσεων, άνευρων και αποσπασματικών. Χαρακτηριστικός είναι ο τρόπος που η κυβέρνηση επιχειρεί να αντιμετωπίσει το Ασφαλιστικό. Επί της ουσίας και παρά επιμέρους θετικές ρυθμίσεις, η κοινωνία οδηγείται σε εγκλωβισμό σε ένα υπό κατάρρευση σύστημα, αντιφατικό και κοινωνικά άδικο. Μέσα σ’ αυτό το κλίμα ενθαρρύνονται ο λαϊκισμός και η διγλωσσία της ΝΔ, οι αναχρονιστικές προσεγγίσεις του ΚΚΕ και της ηγεσίας του ΣΥΝ και ο συντεχνιασμός ενός τμήματος του συνδικαλιστικού κινήματος, ενώ ο πολίτης χάνει την εμπιστοσύνη του στις μεταρρυθμιστικές δυνατότητες της κυβέρνησης.
Την αρνητική εικόνα συμπληρώνουν η επί δύο χρόνια κατάλυση της κομματικής αλληλεγγύης στο εσωτερικό του ΠΑΣΟΚ και οι διαλυτικές προσωπικές στρατηγικές πολλών στελεχών. Χάθηκε πολύτιμος χρόνος με εσωστρεφείς διαδικασίες για να βρεθεί ο Κ. Σημίτης και πάλι εγκλωβισμένος στην διαχείριση των κομματικών και κυβερνητικών ισορροπιών.
2) Το δεύτερο κύμα του εκσυγχρονισμού, η μόνη απάντηση στα αδιέξοδα
Η αδυναμία του ΠΑΣΟΚ. Ο δημαγωγικός λαϊκισμός της ΝΔ. Ο αναχρονισμός της ιστορικής Αριστεράς.
Εμείς, η ΑΕΚΑ, αυτά τα δύο χρόνια υποστηρίξαμε με συνέπεια και εξηγήσαμε την σημασία που είχε και έχει για τη χώρα η πολιτική του δημοκρατικού εκσυγχρονισμού. Υποστηρίζουμε ότι η πρόταση του δημοκρατικού εκσυγχρονισμού είναι επί της ουσίας η μόνη σαφής και διακριτή πρόταση, εναλλακτική απέναντι στις νεοφιλελεύθερες πολιτικές. Απέναντι σ’ αυτή τη πρόταση η ΝΔ αντιπαραθέτει μια λαϊκίστικη δημαγωγία χωρίς δεσμεύσεις, ένα εκλεκτικίστικο χαρμάνι νεοφιλελεύθερων συνταγών και δημαγωγικών υποσχέσεων προς του πάντες. Ταυτοχρόνως, η πρόταση αυτή δεν κατέκτησε ποτέ μια άνετη πλειοψηφική συναίνεση και στήριξη του πολιτικού προσωπικού του κυβερνώντος κόμματος. Στην καλύτερη περίπτωση αντιμετωπίστηκε με μια αμήχανη, εκκωφαντική σιωπή, στη χειρότερη λοιδορήθηκε ή καταγγέλθηκε ως αλλοίωση της ιστορικής φυσιογνωμίας του ΠΑΣΟΚ. Ταυτοχρόνως, ένα ετερόκλιτο μπλοκ των δυνάμεων της ιστορικής Αριστεράς –με την παρουσία δυστυχώς της πλειοψηφίας της ηγετικής ομάδας του ΣΥΝ- αδυνατώντας να κατανοήσει τις ιστορικές αλλαγές στην ελληνική κοινωνία και στο διεθνές περιβάλλον, την κατήγγειλε ως δεξιά και νεοφιλελεύθερη, ξεμπερδεύοντας έτσι με μια ενοχλητική πραγματικότητα που κονιορτοποιούσε τα δογματικά της στερεότυπα.
Αν και πανταχόθεν βαλλόμενη, η πρόταση του δημοκρατικού εκσυγχρονισμού παραμένει η μόνη υπαρκτή, κατατεθειμένη και μερικώς έστω εφαρμοζόμενη. Οι αντίπαλοί της δεν κατάφεραν να διατυπώσουν εναλλακτική πρόταση με στοιχειώδη έστω συνοχή και αναγνωρισιμότητα.
Παρά ταύτα πυκνώνουν στο ΠΑΣΟΚ οι φωνές που αμέσως ή εμμέσως επιδιώκουν, εν όψει των δημοτικών και βουλευτικών εκλογών λιγότερο εκσυγχρονισμό και επιστροφή σε στερεότυπα του παρελθόντος.
Είμαστε κατηγορηματικά αντίθετοι στις εισηγήσεις αναδίπλωσης σε ανύπαρκτες βεβαιότητες του παρελθόντος. Ένα είναι απολύτως βέβαιο: Κάθε απόπειρα να ανασυγκροτηθεί σήμερα ο συνασπισμός εξουσίας του ’80, δηλαδή η επιστροφή σε κοινωνικο-πολιτικές συμμαχίες διαρθρωμένες γύρω από τον κρατικό τομέα είναι καταδικασμένες σε αποτυχία. Αντιθέτως ζητούμενο παραμένει ένα πρόγραμμα συνεκτικών μεταρρυθμίσεων στο οποίο θα αναγνωρίζουν την προοπτική τους τόσο τα πιο φτωχά και αδύναμα κοινωνικά στρώματα όσο και οι νέες δυναμικές κοινωνικές ομάδες υψηλής μόρφωσης και εξειδίκευσης. Μια επιστροφή στο παρελθόν θα σήμαινε ήττα των προοδευτικών δυνάμεων τόσο εκλογική όσο και στο επίπεδο των ιδεών και της προγραμματικής τους συνείδησης.
Αν ο πρωθυπουργός επιμένει στην οξυδερκή επισήμανση που έκανε το 1996 ότι «η συγκρότηση της Κεντροαριστεράς θα μοιάζει με εξερευνητική αποστολή σε μια νέα ήπειρο» τότε πρέπει να ετοιμάσει επειγόντως δεύτερη εξερευνητική αποστολή με νέα σύνθεση, να πάρει πρωτοβουλίες τροφοδοτώντας διεργασίες στην κοινωνία και το πολιτικό επίπεδο, σοβαρό και ειλικρινή διάλογο, προγραμματική ευρηματικότητα και καινοτομία. Οφείλει να ηγηθεί αυτοπροσώπως του δεύτερου κύματος του εκσυγχρονισμού και της συγκρότησης της ευρείας πολυφωνικής παράταξης της Κεντροαριστεράς. Μόνο με αυτές τις προϋποθέσεις θα αξιοποιηθεί η ελληνική Προεδρία στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ως αιχμή του δόρατος μιας συνολικής πρότασης δημοκρατικού εκσυγχρονισμού
3) Να συγκροτηθεί “Φόρουμ διαλόγου για την Κεντροαριστερά”.
Ν’ αρχίσουν και να ολοκληρωθούν εγκαίρως οι συζητήσεις για τη συγκρότηση της Κεντροαριστερής παράταξης
Πριν ένα χρόνο η μόνη φωνή που επέμενε στην ανάγκη συγκρότησης της Κεντροαριστεράς ήταν η ΑΕΚΑ. Σήμερα το θέμα της Κεντροαριστεράς βρίσκεται στο κέντρο της πολιτικής συζήτησης. Η πρωτοβουλία του γραμματέα της Κ.Ε. του ΠΑΣΟΚ συνέβαλε σημαντικά στο άνοιγμα της συζήτησης, κατά συνέπεια με βάση τις πάγιες, ιδρυτικές μας προσεγγίσεις είναι αυτονόητη η ενθάρρυνση που παρέχουμε σε αυτή τη πρωτοβουλία.
Με βάση την ανάλυση που προηγήθηκε είναι σαφές ότι η συγκρότηση της Κεντροαριστεράς είναι άρρηκτα δεμένη με το δεύτερο κύμα εκσυγχρονισμού. Χρειαζόμαστε την Κεντροαριστερά ως εργαλείο για περισσότερο δημοκρατικό εκσυγχρονισμό, για περισσότερες μεταρρυθμίσεις. Η συγκρότηση της Κεντροαριστεράς δεν μπορεί να πάρει τα χαρακτηριστικά μιας ευκαιριακής αθροιστικής συμπαράταξης με εκπτώσεις στο προγραμματικό επίπεδο, ούτε μπορεί να αντιμετωπίζεται ως αμυντική απάντηση στη συντηρητική επέλαση. Θετικά και εκσυγχρονιστικά προσδιοριζόμενη η Κεντροαριστερά εμπεριέχει και τη δυναμική της εκλογικής αντεπίθεσης. Σε αντίθετη περίπτωση, αν το αντίτιμο για μια πρόσκαιρη και ευκαιριακή συμμαχία είναι η εγκατάλειψη της εκσυγχρονιστικής αντίληψης, τότε ο προοδευτικός χώρος θα υποστεί μια ιστορική ήττα.
Η συγκρότηση της Κεντροαριστεράς απαιτεί συνδυασμό πρωτοβουλιών κορυφής και βάσης. Κινήσεις που συνενώνουν στην πράξη δυνάμεις με διαφορετική κομματική ταυτότητα, όπως η πρωτοβουλία που ξεκίνησε με την κίνηση «Αξιός» στη Θεσσαλονίκη και εξελίχθηκε στη σημερινή κίνηση «Πολίτες για τη Δημοκρατία, τον εκσυγχρονισμό και την κοινωνική αλληλεγγύη», αποτελούν πρωτότυπες συμβολές που ενισχύουν τις κεντρικές πρωτοβουλίες. Στην Κίνηση συμμετέχουν δυνάμεις του ΠΑΣΟΚ, της Ανανεωτικής Συσπείρωσης του ΣΥΝ, της ΑΕΚΑ καθώς και πολλοί ανένταχτοι. Η ΑΕΚΑ θα εργαστεί ώστε ανάλογες πρωτοβουλίες για την από τα κάτω ενδυνάμωση της εκσυγχρονιστικής προοπτικής να αναπτυχθούν και σε κεντρικό και σε περιφερειακό επίπεδο.
Στο σημείο που βρίσκονται σήμερα οι διεργασίες για την Κεντροαριστερά, όλα όσα ήταν να ειπωθούν έχουν ειπωθεί, οι διερευνητικές επαφές έχουν γίνει, είμαστε πλέον ώριμοι για το επόμενο βήμα που είναι η αυτοδέσμευση σε ένα προγραμματικό πλαίσιο όσων θέλουν να συμβάλλουν στη συγκρότηση της Κεντροαριστεράς. Αλλιώς για μια ακόμη φορά η Κεντροαριστερά ως πολιτικό σχέδιο θα εκφωνείται και δεν θα υλοποιείται.
Μόνο ένας δρόμος υπάρχει που θα διαλύσει ασάφειες και αμφισημίες και θα αποσαφηνίσει ποιες πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις θα δεσμευτούν σε μια κοινή πορεία εκλογική και μετεκλογική. Η ηγεσία του ΠΑΣΟΚ να αναλάβει πρωτοβουλία για τη συγκρότηση ενός “Φόρουμ πολιτικού διαλόγου για τη συγκρότηση της Κεντροαριστεράς” και να καλέσει όλες τις δυνάμεις, κόμματα, κινήσεις, ομάδες πολιτών, διανοούμενους που ενδιαφέρονται γι’ αυτή την υπόθεση να συμμετάσχουν. Με συγκεκριμένη θεματολογία, με άνεση χρόνου αλλά και ημερομηνία λήξης, να διεξαχθεί ένας δημόσιος διάλογος που θα καταλήξει σ’ ένα σύγχρονο, μακρόπνοο μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα και στην αποσαφήνιση των διαθέσεων και την αυτοδέσμευση των συμμετεχόντων. Ένα τέτοιο κείμενο-προσκλητήριο θα μπορούσε να θέσει στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος τα εξής κρίσιμα ζητήματα:
1. Το πώς θα συγκροτήσουν οι δυνάμεις της Δημοκρατικής Αριστεράς ένα συνεκτικό λόγο για την παγκοσμιοποίηση και μια αντίστοιχη πολιτική στρατηγική μακράς πνοής.
2. Πώς θα εξειδικεύσουν προγραμματικά τον ευρωπαϊκό προσανατολισμό στις σημερινές συνθήκες και θα τον μετατρέψουν στον βασικό άξονα για την άσκηση μιας αποτελεσματικής εξωτερικής πολιτικής.
3. Πώς θα αποτυπώσουν την αναγκαία, λεπτή ισορροπία ανάμεσα στις ανάγκες της ανάπτυξης και της δημοσιονομικής πειθαρχίας σ’ ένα σύγχρονο οικονομικό πρόγραμμα.
4. Πώς θα προωθηθούν μεταρρυθμίσεις για την ανανέωση του κοινωνικού κράτους, με αιχμή ένα νέο ασφαλιστικό σύστημα.
5. Πώς θα ενσωματώσουν στις αναπτυξιακές επιλογές τους τον οικολογικό προβληματισμό ως οργανικό στοιχείο, προσεγγίζοντας κριτικά τα κυρίαρχα σήμερα καταναλωτικά και πολιτισμικά πρότυπα.
6. Πώς θα προχωρήσει μια ουσιαστική αυτοδιοικητική μεταρρύθμιση που θα συμπεριλάβει τις περιφέρειες, τους νομούς και τις μητροπολιτικές περιοχές για τον εκσυγχρονισμό και την εμβάθυνση της δημοκρατικής λειτουργίας της διοικητικής δομής της χώρας.
7. Πώς θα απαντήσουν στη σημερινή κρίση του πολιτικού συστήματος και της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, πέρα από τεχνοκρατικές αλλά και ηθικολογικές προσεγγίσεις.
8. Πώς θα φθάσουμε σε ένα νέο εκλογικό σύστημα που θα εξασφαλίζει σταθερότητα και αναλογικότητα και θα διευκολύνει τη μετάβαση σ’ ένα γόνιμο διπολισμό.
Αν δεν ακολουθηθεί αυτή ή κάποια παρόμοια διαδικασία, τότε η υπόθεση της συγκρότησης της Κεντροαριστεράς θα ναυαγήσει και όσοι παρακολουθούν με αυξημένο ενδιαφέρον τις διεργασίες που πυροδότησε η πρόταση Λαλιώτη, θα πεισθούν ότι το ΠΑΣΟΚ ως κόμμα εκφωνεί μια πολιτική που δεν μπορεί η δεν θέλει να υλοποιήσει. Τέλος η αξιοποίηση τεχνοκρατών του ευρύτερου προοδευτικού χώρου από την κυβέρνηση, που επεκαλέσθη ο πρωθυπουργός στην πρόσφατη συνέντευξή του, αποτελεί ορθή πολιτική , αλλά δεν συνιστά συγκρότηση Κεντροαριστερής παράταξης.
Γ) ΔΗΜΟΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΝΟΜΑΡΧΙΑΚΕΣ ΕΚΛΟΓΕΣ:
ΣΥΝΤΡΟΦΟΙ ΤΟΥ ΠΑΣΟΚ ΣΥΝΕΛΘΕΤΕ ΠΡΙΝ ΕΙΝΑΙ ΑΡΓΑ
Η ΑΕΚΑ είχε εγκαίρως, τον Ιούνιο του 2001, διατυπώσει μέσω των συλλογικών της οργάνων της θέσεις της για τις δημοτικές και νομαρχιακές εκλογές. Λέγαμε τότε:
«Πρέπει από τώρα να ανοίξει ένας διάλογος με σκοπό τη συγκρότηση ευρύτερων ψηφοδελτίων από όλες τις δυνάμεις του προοδευτικού εκσυγχρονισμού. Έγκαιρα, και όχι την τελευταία στιγμή ώστε να αποφευχθούν προβλήματα που εμφανίστηκαν κατά το παρελθόν, να αρχίσει η συζήτηση για προγράμματα, σχήματα και πρόσωπα όλου του προοδευτικού εκσυγχρονιστικού χώρου, ανεξαρτήτως αν είναι κομματικά ενταγμένα ή όχι, που έχουν σημαντική προσφορά στην Αυτοδιοίκηση και στις τοπικές κοινωνίες αλλά και ευρύτερη αποδοχή».
Δυστυχώς λίγα πράγματα έγιναν προς αυτή τη κατεύθυνση. Είναι χαρακτηριστική η δυστοκία του ΠΑΣΟΚ στην ανακοίνωση υποψηφιοτήτων, που οφείλεται εν μέρει και στο γεγονός ότι καλλιεργήθηκαν φρούδες ελπίδες για μια κάποια συνεννόηση με το ΚΚΕ και για μια ευρεία συνεργασία με τον ΣΥΝ. Οι προοπτικές αυτές ήταν αδύνατον να εκπληρωθούν με δεδομένο ότι και τα δύο αυτά κόμματα θέτουν ως προτεραιότητα την ήττα του κυβερνώντος κόμματος. Αντικειμενικά λοιπόν συμπλέουν με την στόχευση της ΝΔ, η οποία προσδοκά διεύρυνση των κερδών της σε κρίσιμες νομαρχίες και δήμους ώστε να ζητήσει από θέση ισχύος επίσπευση των εθνικών εκλογών. Με τη ΝΔ αντικειμενικά συμπλέει μια μικρή μειοψηφία του κυβερνώντος κόμματος, που ήδη ανακινεί θέμα ηγεσίας σε περίπτωση εκτεταμένης ήττας. Επίσης χωρίς να έχουν τις ίδιες προθέσεις, αντικειμενικά εξυπηρετούν το σχέδιο της συντηρητικής παράταξης και τα αντιηγετικά σχέδια ορισμένων, όσοι σε όλη την κλίμακα του ΠΑΣΟΚ, ωθούν σε πολλαπλές υποψηφιότητες με σχεδόν αποκλειστικό κριτήριο την ένταξη του υποψηφίου στους προσωπικούς μηχανισμούς ορισμένων βουλευτών ή κομματικών παραγόντων. Το ίδιο βλάπτουν όσοι θεωρητικώς μεν συμφωνούν με την προσπάθεια της ηγεσίας του ΠΑΣΟΚ για την συγκρότηση διευρυμένων ψηφοδελτίων της Κεντροαριστεράς, με νέα αξιόπιστα πρόσωπα, αλλά θεωρούν ότι αυτή η γραμμή μπορεί να εφαρμοστεί σε όλους τους νομούς και τους δήμους πλην του δικού τους.
Με αυτόν τον τρόπο αποθαρρύνονται αξιόλογες υποψηφιότητες, συρρικνώνεται ο κύκλος των ενδιαφερομένων στα μέτρα ενός φθίνοντος κομματικού μηχανισμού και δημιουργούνται οι προϋποθέσεις για μια σοβαρή ήττα με απρόβλεπτες συνέπειες.
Καλούμε όλους αυτούς να συνέλθουν πριν είναι αργά, να συμβάλλουν έστω και τώρα στη δημιουργία σε κάθε δήμο και νομό ενός ψηφοδελτίου νίκης, με επικεφαλής πρόσωπα ευρύτερου κύρους, υψηλού ήθους, με γνώσεις και ικανά να συσπειρώσουν τον ευρύτερο χώρο της Κεντροαριστεράς. Με αυτό το σκεπτικό στηρίξαμε την προσπάθεια του Δημήτρη Φατούρου στην Θεσσαλονίκη, αυτό το σκεπτικό θα συναπολογιστεί σοβαρά στις τελικές μας αποφάσεις για τους άλλους δήμους και τις νομαρχίες.
Δ) ΤΑ ΜΕΓΑΛΑ ΑΝΟΙΚΤΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΤΖΕΝΤΑΣ
1) Το Ασφαλιστικό
Δυστυχώς, το κυβερνητικό εκκρεμές για το ασφαλιστικό δε σταθεροποιήθηκε σε μια θέση βαθιάς και ριζικής μεταρρύθμισης που να οδηγεί σε ένα νέο σύστημα. Συνεχίζει τις ταλαντώσεις του, πάντα όμως στο πλαίσιο του υφιστάμενου, παρηκμασμένου και υπό κατάρρευσιν συστήματος. Κι από τη μία άκρη, πέρυσι, του τεντώματος των ορίων αυτού του συστήματος φτάσαμε φέτος στην άλλη, δηλαδή, στις σημειακές αλλαγές.
Ο καταφανής και διάφανος λαϊκισμός της Νέας Δημοκρατίας που αποδεικνύεται τόσο από το χάσμα μεταξύ της περυσινής και της φετινής στάσης της όσο και από τις διαφορετικές γλώσσες που χρησιμοποιούνται φέτος, ανάλογα με τη θέση του στελέχους που ομιλεί, δεν μπορεί να «καθαγιάσει» τις προτάσεις της κυβέρνησης. Το ίδιο ισχύει και για τις αντιδράσεις που παρατηρούνται από ακραία συντεχνιακή ή από αρχαϊκή οπτική.
Γιατί έως τώρα προτάσεις της κυβέρνησης παρουσιάζουν μείζονα προβλήματα.
Κατ’ αρχήν, έχουν λανθασμένη (και αντεστραμμένη) αφετηριακή οπτική για το μέγεθος του προβλήματος. Πέρυσι, με βάση τη μελέτη του βρετανικού αναλογιστικού οίκου, το συνταξιοδοτικό σύστημα εμφανιζόταν να έχει τεράστιο πρόβλημα, συμπέρασμα με το οποίο συμφωνούσε τόσο η μελέτη της ΓΣΕΕ όσο και η παλαιότερη έκθεση Σπράου. Φέτος, το πρόβλημα μοιάζει να εξαφανίστηκε ως δια μαγείας.
Έπειτα, η κυβέρνηση μοιάζει, πλέον, εγκλωβισμένη σε μια συζήτηση με το «κεφάλι κάτω και τα πόδια πάνω» για τη χρηματοδότηση. Γιατί αν το υφιστάμενο σύστημα δεν αλλάζει και απλώς του παρασχεθούν επιπλέον πόροι, είναι , όπως έχει γραφτεί, «…σαν να χύνεις περισσότερο νερό σε ένα σύστημα με τρύπιους σωλήνες από το οποίο αρκετό νερό πάει χαμένο, κάποιοι πίνουν με μεγάλους κουβάδες, οι πολλοί με ποτηράκια και κάποιοι καθόλου…». Λόγω της βαθύτερης επίγνωσης του σχετικού αδιέξοδου οι προτάσεις της κυβέρνησης επί του θέματος ουσιαστικά παραπέμπουν το θέμα σε βάθος χρόνου ενώ χρησιμοποιούν και την οικεία και «πατροπαράδοτη» μέθοδο του δανεισμού (βλ. ομόλογα) που, αν ακολουθηθεί, θα επιβαρύνει το δημόσιο χρέος.
Το επόμενο μείζον πρόβλημα είναι ότι οι κυβερνητικές προτάσεις αφορούν τους μισούς μόνο ασφαλισμένους, αφήνοντας, μάλιστα, εκτός αλλαγών πολλά «ειδικά ταμεία» που καταναλώνουν μεγάλο μέρος των λεγόμενων «κοινωνικών πόρων». Το στοιχείο αυτό και μόνο ελαχιστοποιεί την όποια σημασία των προωθούμενων μέτρων.
Τέλος, οι κυβερνητικές προτάσεις δεν έχουν ποσοτικοποιηθεί (κάτι που είχε ζητήσει πέρυσι ακόμα και η ΑΕΚΑ για τις δικές της προτάσεις), πράγμα που εύλογα δημιουργεί καχυποψίες όσον αφορά την αποτελεσματικότητά τους. Αν οι προτάσεις Γιαννίτση κάλυπταν, ομολογημένα, μόνο το 1/6 του αναλογιστικού ελλείμματος των ταμείων ως το 2030, αντιλαμβανόμαστε τι ενδέχεται να συμβαίνει τώρα.
Όσον αφορά τα επιμέρους μέτρα των κυβερνητικών προτάσεων, συνυπάρχουν θετικές προβλέψεις (κλείσιμο της ψαλίδας μεταξύ ασφαλισμένων πριν και μετά το ’93, 37ετία, μια κάποια ενοποίηση όρων και προϋποθέσεων συνταξιοδότησης κ.λ.π.), με ασάφειες (ρυθμίσεις για τις γυναίκες κ.ο.κ.), με λίαν συζητήσιμα σημεία (χρόνοι εφαρμογής των αλλαγών κ.ο.κ.), καθώς και με αρνητικά (π.χ. παραπομπή ενοποιήσεων Ταμείων στις καλένδες, καμία παρέμβαση στους «κοινωνικούς πόρους»).
Όμως, είναι, πλέον, γνωστό τοις πάσι πως το ελληνικό συνταξιοδοτικό σύστημα αποτελεί ένα σύστημα «μωσαϊκό» ρυθμίσεων και υποσυστημάτων που είναι άδικο κοινωνικά ενώ ταυτόχρονα δεν είναι βιώσιμο οικονομικά. Στο πλαίσιο του δεν είναι δυνατό ούτε με ακρότητες ούτε με μερεμετίσματα να υπάρξει υγιής και βιώσιμη προοπτική. Χρειάζεται ένα νέο ασφαλιστικό σύστημα. Κάτι τέτοιο, άλλωστε, θα μας έβγαζε από πολλά από τα αδιέξοδα τόσο της περυσινής όσο και της φετινής συζήτησης.
Όπως είχαμε προτείνει και πέρυσι το καινούργιο αυτό σύστημα μπορεί να αποτελείται από τρία στοιχεία:
Τη Σύνταξη του Πολίτη για όλους και όλες μετά τα 65 έτη, η οποία θα προέρχεται αποκλειστικά από κρατική χρηματοδότηση, καθώς σ’ αυτή θα κατευθυνθούν όλες οι σημερινές κρατικές δαπάνες για τις συντάξεις, καθώς και οι αντίστοιχοι «κοινωνικοί πόροι». Η καθιέρωση αυτού του πυλώνα, εκτός των άλλων, αναπροσανατολίζει την αδιέξοδη σημερινή συζήτηση για την κρατική χρηματοδότηση, αφού καθιστά διαφανείς τόσο τους κρατικούς πόρους που κατευθύνονται στις συντάξεις όσο και τη συζήτηση για το ύψος και τη διανομή τους.
Την Αναλογική Σύνταξη η οποία θα προέρχεται αποκλειστικά από τις εισφορές εργοδοτών και εργαζομένων και το ύψος της θα διαμορφώνεται σε απόλυτα ανταποδοτική βάση ανάλογα με τις εισφορές καθ’ όλο τον εργάσιμο βίο, χωρίς τα σημερινά κατώτατα όρια (15ετία). Τα όρια αυτά παραμένουν με τις κυβερνητικές προτάσεις, με αποτέλεσμα ένα σημαντικό μέρος του πληθυσμού (κυρίως γυναίκες) να χάνου εισφορές που έχουν καταβάλει. Γενικότερα η λειψή ανταποδοτικότητα του συνταξιοδοτικού συστήματος, κάθε άλλο παρά βελτιώνεται με τις κυβερνητικές προτάσεις.
Την Πρόσθετη Σύνταξη σε αμιγώς κεφαλαιοποιητική βάση, η οποία θα παρέχεται από τα σημερινά επικουρικά ταμεία ή μετεξέλιξή τους, ενώ θα είναι δυνατό να παρέχεται μέσω και άλλων φορέων και –σε προαιρετική βάση- από ιδιωτικές εταιρίες. Οι κυβερνητικές προτάσεις κατ’ ουσίαν δεν αγγίζουν αυτό τον τομέα. Κάτι τέτοιο δεν συνιστά, όμως, «αριστερή στροφή», στο βαθμό που αν το κεφαλαιοποιητικό στοιχείο δεν εισαχθεί λελογισμένα και οργανωμένα στο σύστημα, θα φαντάζει σε λίγα χρόνια –με την κατάρρευση του «επίσημου» συστήματος- ως μόνη λύση. Θα προωθηθεί έτσι –και παρά τα μεγάλα λόγια- η de facto ιδιωτικοποίηση, όπως έχει συμβεί για πολλές δημόσιες υπηρεσίες.
Επανακαταθέτουμε αυτή την πρόταση, η οποία αντί για την αδιέξοδη προσπάθεια αναστήλωσης ενός παλαιού κοινωνικού μπλοκ που αποπειράται η κυβερνητική πρόταση, προωθεί μια νέα κοινωνική συμμαχία μεταξύ δυναμικών κοινωνικών στρωμάτων από τη μία και αδύναμων, αδικημένων και «εκτός» του σημερινού συστήματος από την άλλη, ενώ ευκολότερα –καθότι σαφές και ασφαλές «συμβόλαιο»- μπορεί να γίνει ανεκτή και από όσους θα περικόπτει προνόμια. Την επανακαταθέτουμε επειδή πιστεύουμε ότι αποτελεί ουσιαστική διέξοδο για το καταρρέον ασφαλιστικό σύστημα αλλά και επειδή συνιστά υπέρβαση σε πολλά από τα αδιέξοδα που παρουσιάζονται στη συζήτηση μετά από τις κυβερνητικές προτάσεις.
Η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ πρέπει, επιτέλους, ν’ αντιληφθεί πως η λύση στις δυσκολίες που παρουσιάζονται δεν είναι η αναδίπλωση και η αποσιώπηση της πραγματικότητας αλλά οι βαθιές, ριζικές και ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις. Δεν είναι λιγότερος αλλά περισσότερος εκσυγχρονισμός.
2) Οι συνομιλίες για το Κυπριακό
Η διεξαγωγή των διαπραγματεύσεων Κληρίδη-Ντενκτάς για την επίλυση του Κυπριακού αποτελεί θετικό γεγονός καθώς ωθεί και τις δύο πλευρές να λάβουν σοβαρές αποφάσεις με ορόσημο την ένταξη της Κύπρου στην Ε.Ε. Οι συνομιλίες εισέρχονται πλέον σε πιο ουσιαστική φάση κατά την οποία θα κατατεθούν πλέον συγκεκριμένες προτάσεις, και από το διεθνή παράγοντα, για την λύση του προβλήματος.
Η ευκαιρία για την επίλυση του Κυπριακού είναι πλέον ιδιαίτερα σημαντική και πρέπει να αξιοποιηθεί στο έπακρο. Η ελλαδική και η ελληνοκυπριακή πλευρά πρέπει να καταβάλλουν κάθε προσπάθεια ώστε να λυθεί το Κυπριακό πριν από την ένταξη της Κύπρου στην Ε.Ε. Αν αυτό δεν γίνει δυνατόν, πρέπει να είναι σαφές στη διεθνή κοινή γνώμη ότι για το αδιέξοδο ευθύνεται η αδιαλλαξία της Άγκυρας και του Ντενκτάς.
Δυστυχώς ακούγονται ήδη φωνές σε Κύπρο και Ελλάδα που επισείουν τον κίνδυνο της συνομοσπονδίας για να υπονομεύσουν μια συμβιβαστική λύση ομοσπονδίας. Άμεσα ή έμμεσα ωθούν στη γραμμή της μη-λύσης που στην πράξη θα οδηγήσει στη μονιμοποίηση των διχοτομικών τετελεσμένων.
Η λύση της διζωνικής-δικοινοτικής ομοσπονδίας που θα εκφράζει ένα νέο συνεταιρισμό Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων είναι η μόνη ρεαλιστική. Μια χαλαρή ομοσπονδία, δηλαδή ένα αλλά όχι ενιαίο κράτος, πλήρες μέλος της Ε.Ε. μπορεί να δημιουργήσει συνθήκες ειρήνης και ασφάλειας για όλους.
3) Ο διάλογος Ελλάδας-Τουρκίας
Η έναρξη απευθείας διαλόγου μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας για την επίλυση των ουσιαστικών διαφορών έπρεπε να έχει πραγματοποιηθεί προ πολλού. Παραμένει προς απόδειξη αν οι δύο χώρες αντιλαμβάνονται τώρα πως η διατήρηση των εκκρεμοτήτων δεν μπορεί να συνεχιστεί. Οι σημερινές διερευνητικές επαφές πρέπει να εξελιχθούν σε ουσιαστικό διάλογο για τα προβλήματα του Αιγαίου που αποτελούν τον «σκληρό πυρήνα» των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Συνεπώς, πρέπει να εδραιωθεί η πεποίθηση ότι είναι δυνατόν να εξευρεθούν λύσεις που μπορεί να εξυπηρετήσουν τα συμφέροντα και των δύο χωρών.
Με δεδομένο ότι το δικαίωμα για επέκταση των χωρικών υδάτων στα 12 μίλια στο Αιγαίο συναντά την αντίδραση όλων των χωρών με ναυτιλιακά συμφέροντα στην περιοχή και ότι η αναντιστοιχία των 10 ν. μιλίων του ελληνικού εναέριου χώρου σε σχέση με τα 6 μίλια των χωρικών υδάτων αποτελεί παγκόσμια πρωτοτυπία και δεν έχει ισχυρά ερείσματα στο διεθνές δίκαιο, η ΑΕΚΑ προτείνει την εναρμόνιση εναέριου χώρου και θαλάσσιου χώρου. Αυτή μπορεί να εφαρμοστεί σε διαφορετικό εύρος κατά τόπους από 6 εώς 12 μίλια, ανάλογα με την γεωφυσική διαμόρφωση των ακτών και των νησιωτικών συμπλεγμάτων. Μετά από αυτές τις ρυθμίσεις θα μπορούσε να υπογραφεί συνυποσχετικό στη Χάγη προς οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας. Την οριοθέτηση μπορεί να ακολουθήσει κοινή εξερεύνηση και κοινή εκμετάλλευση των κοιτασμάτων.
Πέραν της αναγκαίας σύναψης ενός Συμφώνου Φιλίας και Συνεργασίας μεταξύ των δύο χωρών, θετική συμβολή θα μπορούσαν να έχουν:
* Διάλογος, ώστε να χαραχθεί οριογραμμή στο Αιγαίο βορείως της Δωδεκανήσου.
* Παράταση χρονική -για ολόκληρο το έτος- του «μορατόριουμ» μη πραγματοποίησης στρατιωτικών ασκήσεων μεγάλης κλίμακας στο Αιγαίο, που ισχύει για το καλοκαίρι.
* Ελληνοτουρκική συμφωνία αποκλιμάκωσης των εξοπλισμών υπό διεθνείς εγγυήσεις.
* Αμοιβαία αποστρατιωτικοποίηση των ελληνικών νησιών του Ανατολικού Αιγαίου και των απέναντι τουρκικών ακτών.
Η βελτίωση των ελληνοτουρκικών σχέσεων μπορεί να συμβάλλει θετικά στην επίλυση του Κυπριακού. Οι δύο διαδικασίες μπορούν να προχωρούν παράλληλα και να αλληλοεπηρεάζονται θετικά, χωρίς η επίλυση του ενός προβλήματος να γίνεται προϋπόθεση για επίλυση του άλλου.
4) Οικονομία. Απασχόληση. Φορολογικό.
Οι μακροοικονομικοί δείκτες κινούνται ακόμα σε θετικό έδαφος και η γενική στρατηγική της κυβέρνησης είναι ορθά προσανατολισμένη. Ταυτοχρόνως, υπάρχει υστέρηση εσόδων και πληθωριστικές πιέσεις, ενώ η συνεχιζόμενη βύθιση του χρηματιστηρίου διαμορφώνει ένα αρνητικό ψυχολογικό κλίμα. Η διεθνής αρνητική συγκυρία έχει οδηγήσει σε καθυστέρηση των διαρθρωτικών αλλαγών με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα την αδυναμία ολοκλήρωσης της ιδιωτικοποίησης της Ολυμπιακής, ενώ το δημόσιο χρέος αυξήθηκε σύμφωνα με την Eurostat, που ενέταξε τώρα σ’ αυτό υποχρεώσεις του Δημοσίου που είχαν αποσιωποιηθεί κατά την περίοδο ένταξής μας στην ΟΝΕ.
Οι στόχοι είναι σαφείς εδώ και καιρό και καμιά πίεση λόγω επερχόμενων εκλογών δεν δικαιολογεί αποστασιοποίηση από αυτούς:
α) Συνέχεια της προσπάθειας μείωσης του χρέους
β) Ρυθμός ανάπτυξης περί το 4% και μετά την εκπνοή του Γ’ ΚΠΣ.
γ) Ανανέωση του κοινωνικού κράτους με την διοχέτευση εκεί πόρων για την αναδιοργάνωσή του.
Αποτελεί θετικό στοιχείο η έστω και μικρή μείωση της ανεργίας. Σε μεγάλο βαθμό οφείλεται στην απόδοση του πρώτου πακέτου μέτρων για τις εργασιακές σχέσεις που εισηγήθηκε ο Τάσος Γιαννίτσης. Προφανώς και στον τομέα αυτό η ανάπτυξη και οι επενδύσεις –κυρίως οι ιδιωτικές- είναι το κλειδί.
Τέλος για το Φορολογικό ένα πρώτο σχόλιο είναι ότι υπάρχουν αρκετές τολμηρές προτάσεις στο πόρισμα της επιτροπής Γεωργακόπουλου, ενώ εκκρεμεί ένας ουσιαστικός κοινωνικός διάλογος.
5) Γεωργία. Αγροτικές κινητοποιήσεις.
Η επί χρόνια απουσία μιας εθνικής αγροτικής πολιτικής και η αντικατάστασή της από την προστασία εθνικών προϊόντων, μαζί με την καθυστέρηση των αναγκαίων αναδιαρθρώσεων στην παραγωγή και την μη αξιοποίηση του Β’ ΚΠΣ, έχει αρνητικές επιπτώσεις. Η λύση δεν είναι η ανέφικτη επιστροφή στις ενισχύσεις από τον προϋπολογισμό, ούτε η παραβίαση των κανονισμών της Ε.Ε. Οι κινητοποιήσεις μερίδας βαμβακοπαραγωγών που πατρονάρησαν με ανεύθυνο τρόπο η ΝΔ και το ΚΚΕ απέτυχαν γιατί αυτή την απλή αλήθεια την αντιλαμβάνεται πλέον η πλειοψηφία των αγροτών και η κοινή γνώμη.
6) Δημόσια Διοίκηση. Διαφθορά. Θωράκιση της πολιτικής.
Όπως προκύπτει από τις διαπιστώσεις της διυπουργικής επιτροπής, την έκθεση του Συνήγορου του Πολίτη και κυρίως από την καθημερινή εμπειρία του πολίτη, υπάρχει μια εφιαλτική πραγματικότητα σε πολλές δημόσιες υπηρεσίες. Πολεοδομίες, ΙΚΑ, εφορίες, νομαρχιακές και δημοτικές υπηρεσίες, τελωνεία και άλλα πρέπει να τεθούν υπό καθεστώς ειδικής επιτήρησης και αναδιοργάνωσης. Τα ανακοινωθέντα μέτρα για την πάταξη της διαφθοράς δεν πρέπει να ξεχασθούν, ως συνήθως, αλλά να γίνεται συνεχής έλεγχος για την εφαρμογή τους.
Το Πρόγραμμα δημιουργίας Κέντρων Εξυπηρέτησης του Πολίτη πρέπει να επεκταθεί και να συνεχιστεί η παραχώρηση αρμοδιοτήτων στην Τοπική Αυτοδιοίκηση.
Απαιτούνται μέτρα θωράκισης της πολιτικής ώστε να μην συνεχιστεί η απαξίωσή της με αρνητικές συνέπειες για την ποιότητα της δημοκρατίας μας. Για να μην καταστεί η πολιτική ζωή όμηρος των δικαστικών διώξεων, ούτε αυτές να γίνουν μοχλός για τη διαμόρφωση πολιτικών εξελίξεων, είναι επείγον να υπάρξουν νέες θεσμικές ρυθμίσεις για τον έλεγχο του πολιτικού χρήματος (ουσιαστικός έλεγχος του «Πόθεν έσχες», χρηματοδότηση κομμάτων, εκλογικό σύστημα κ.λ.π.).
7) Ραδιοτηλεοπτικό τοπίο
Η κατάσταση έχει φτάσει στο απροχώρητο. Έχει διαμορφωθεί μία υπανάπτυκτη και χωρίς ρυθμίσεις αγορά ενώ φαινόμενα ευτέλειας σε ορισμένα προγράμματα ιδιωτικών καναλιών δηλητηριάζουν την κουλτούρα των λαού και κατ’ επέκταση την ποιότητα της δημοκρατίας μας. Τα σοβαρά βήματα που έκανε τα τελευταία χρόνια η δημόσια ραδιοτηλεόραση δεν ήταν αρκετά ώστε να διαμορφωθεί ένα ισχυρό αντίβαρο. Η προγενέστερη χρόνια καχεξία της και τα απομεινάρια ενός ασφυκτικού στο παρελθόν κυβερνητικού ελέγχου επενεργεί ακόμα αρνητικά στις σχέσεις της με ένα τμήμα του ραδιοτηλεοπτικού κοινού. Αποτελεί παρά ταύτα όαση σοβαρότητας και σεβασμού προς τον τηλεθεατή.
Για αυτή την αρνητική εικόνα στο ραδιοτηλεοπτικό πεδίο και για την αδυναμία του Ε.Σ.Ρ. να ασκήσει αποφασιστικά τον ρυθμιστικό ρόλο του έχει σοβαρές πολιτικές ευθύνες η κυβέρνηση. Ρυθμίσεις απαιτούνται, αλλά το πρόβλημα δεν αντιμετωπίζεται με μια απαγορευτική πολιτική και μια ηθικιστικού χαρακτήρα εκστρατεία όπου τον τόνο θα δίνουν πουριτανικές και ακραία συντηρητικές αντιλήψεις. Τέτοιου είδους εκστρατείες τύπου «ποτοαπαγόρευσης» είχαν συνήθως αντίστροφα των επιδιωκωμένων αποτελέσματα.
Είναι η ώρα των διανοούμενων, των ανθρώπων του πολιτισμού, όλων των πολιτών με π κεφαλαίο, όλων των ευσυνείδητων διαμορφωτών της κοινής γνώμης που έχουν αηδιάσει και αγανακτήσει. Είναι χαρακτηριστικό το παράδειγμα της Ιταλίας, όπου των παλλαϊκών κινητοποιήσεων προηγήθηκε η κινητοποίηση των ανθρώπων του πολιτισμού που αντέδρασαν στον ασφυκτικό έλεγχο του Μπερλουσκόνι στα ΜΜΕ. Πολιτισμός και Δημοκρατία είναι άρρηκτα συνδεδεμένες αξίες.