Στα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης το ΚΚΕ Εσωτερικού αριθμούσε τα συνέδριά του 1ο (9ο), 2ο (10ο), κ.ο.κ. Η αρίθμηση έδειχνε μια σύνθετη και αμφίθυμη σχέση του νέου κόμματος με την αρχική μήτρα. Διεκδικούσε να είναι το νέο χωρίς να εγκαταλείπει την παράδοση, αλλά παράλληλα αμφιταλαντευόταν υπαρξιακά μεταξύ ρήξης και συνέχειας. Το ΚΚΕ δεν είχε τέτοιο πρόβλημα, ούτε και σήμερα αισθάνεται ότι έχει. Η ηθελημένη, ωστόσο, παραποίηση της αρίθμησης και του τίτλου θέλει απλώς να δόσει έμφαση σε μια διαπίστωση: πίσω από την επανάληψη των ίδιων κομματικών κλισέ, πίσω από την εμμονή στο ίδιο λεξιλόγιο, πίσω από τη χρήση της ίδιας συνεδριακής σκηνοθεσίας εξελίσσεται μια βαθύτερη μεταλλαγή του ΚΚΕ και της σχέσης του με την κομμουνιστική παράδοση. Η μεταλλαγή οφείλεται αρχικά σε ένα αντικειμενικό γεγονός: στην κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης. Και μόνο αυτό έχει θέσει ένα μεγάλο ερωτηματικό πάνω στην ταυτότητα των κομμουνιστικών κομμάτων. Η ΕΣΣΔ και το ΚΚΣΕ ήταν το ηλιακό κέντρο του κομμουνιστικού κινήματος και όταν ο ήλιος έσβησε, οι πλανήτες εκτοξεύτηκαν βίαια και ελεύθερα στο ανοιχτό διάστημα του μεταδιπολικού κόσμου. Οι κάτοικοι του πλανήτη ΚΚΕ μπορεί να συνεχίζουν να μιλούν την ίδια γλώσσα, να επαναλαμβάνουν τις ίδιες κινήσεις, ταξιδεύουν όμως στον νέο αστερισμό του «μετακομμουνισμού». Αυτής της λέξης που έχουμε καθιερώσει μαζί με καμιά δεκαριά ακόμα «μετακάτι», για να εκφράσουμε ταυτόχρονα την επίγνωση ότι ένα πράγμα έχει αλλάξει και την άγνοια για τη μορφή που θα πάρει.
Η μεταλλαγή, λοιπόν, αφορά όλα τα κόμματα που κρατάνε από τον σοβιετικό κομμουνισμό. Οι δρόμοι, όμως, της μεταλλαγής διαφέρουν και έτσι το αντικειμενικό γεγονός γίνεται υποκειμενικό πρόβλημα του κάθε κόμματος. Ορισμένα Κ.Κ. του πρώην σοβιετικού μπλοκ μετονομάστηκαν σε σοσιαλιστικά ή σοσιαλδημοκρατικά, αναζητώντας να παίξουν και επί της ουσίας τον ρόλο που είχαν τα αντίστοιχα δυτικά: κόμματα εξουσίας, προοδευτικοί πόλοι στο εθνικό πολιτικό σύστημα, φορείς μιας μεταρρυθμιστικής κουλτούρας και θιασώτες της προσέγγισης των χωρών τους στην Ενωμένη Ευρώπη. ’λλα όμως κόμματα, μπαίνοντας στη μετακομμουνιστική περίοδο κινούνται όλο και περισσότερο στον αστερισμό του εθνικιστικού λαϊκισμού. Το κόμμα του Ζουγκάνωφ στη Ρωσία αποτελεί ίσως το πιο εύγλωττο παράδειγμα αυτής της μεταλλαγής και το κόμμα του Μιλόσεβιτς στη Σερβία το πιο απεχθές. Όποιος έχει την παραμικρή έστω γνωριμία με την ιστορία και την ιδεολογία του κομμουνισμού, καταλαβαίνει γιατί ο Ζουγκάνωφ δεν αποτελεί συνέχεια του Λένιν και του Στάλιν, αλλά ανήκει σε άλλον ιστορικό και ιδεολογικό αστερισμό.
Το ΚΚΕ κάνει σήμερα μεγάλα βήματα, ακριβώς στη δεύτερη κατεύθυνση του εθνολαϊκισμού. Η μεταλλαγή εκδηλώνεται στην τρέχουσα πολιτική του κόμματος, καθώς η σημερινή ηγεσία το έχει οδηγήσει σε μια ακραία γραμμή πολιτικού απομονωτισμού. Δεν είναι ασφαλώς η πρώτη φορά που το ΚΚΕ βρέθηκε σ' αυτήν την κατάσταση ή έκανε παρόμοια επιλογή. Όταν όμως είχε πίσω του την ΕΣΣΔ και το διεθνές κομμουνιστικό κίνημα, το μικρό μέγεθος και η επιλογή τού πολιτικού απομονωτισμού εξισορροπούνταν από το γεγονός ότι ήταν τμήμα ενός γιγάντιου διεθνούς στρατού. Σήμερα, είναι απλώς μια μικρή ομάδα στην άκρη του πολιτικού συστήματος μιας μικρής χώρας. Δεν πρόκειται, λοιπόν, για μία από τις περιόδους «πολιτικού σεχταρισμού» που έχει περάσει το ΚΚΕ, αλλά για την αναδίπλωση σε έναν ιδεολογικό φονταμενταλισμό μιας μετακομμουνιστικής δύναμης που έχει επιλέξει να μείνει κλειστή στον έξω κόσμο. Πολιτική συμπύκνωση αυτού του φονταμενταλισμού ήταν το σύνθημα «πέντε κόμματα δύο πολιτικές» και όσοι πιστοί προσέλθετε. Προσέρχονται πια 5-7%, ενώ οι υπόλοιποι μοιάζει να απαντάνε «ένα κόμμα καμιά πολιτική».
Μέχρι εδώ, μικρό το κακό και πρόβλημα των οπαδών του κόμματος. Όμως, η εθνικιστική λαϊκιστική μεταλλαγή εκδηλώνεται κυρίως στο πολιτισμικό υπόβαθρο, στην πολιτική κουλτούρα που στηρίζει και τροφοδοτεί την τρέχουσα πολιτική του ΚΚΕ στη μετακομμουνσιτική περίοδο. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι η εσωκομματική σύγκρουση είχε ως επίκεντρο τη σχέση του ΚΚΕ με δύο τηλεοπτικούς εκπροσώπους του εθνικισμού την κ. Κανέλλη και τον κ. Ζουράρι. Η διαφωνία των Μ. Κωστόπουλου και Γ. Θεωνά επικεντρώθηκε στην απόρριψη αυτών των συνεργασιών, γιατί συμβόλιζαν τη διαδικασία μεταλλαγής. ’λλωστε, και η αυθόρμητη αντίδραση της ευρύτερης κοινής γνώμης διατυπώνεται ως απορία για την επιλογή της ηγεσίας μεταξύ δύο προσώπων εκφραστών δύο διαφορετικών πολιτισμών: «Καλά, ρε Αλέκα, πέταξες έξω τον Κωστόπουλο για την Κανέλλη;».
Το φαινόμενο δεν είναι μόνο ελληνικό. Όπως στον συντηρητικό χώρο διακρίνονται «δύο Δεξιές», έτσι και στον προοδευτικό χώρο, πλάι στον κύριο όγκο της σοσιαλιστικής και δημοκρατικής Αριστεράς, έχει διαμορφωθεί μια περιθωριακή μετακομμουνιστική κατά κανόνα Αριστερά με κύριο ενοποιητικό στοιχείο την «εναντίωση στην παγκοσμιοποίηση» και την αναδίπλωση στον εθνικό ορίζοντα και τον λαϊκιστικό λόγο. Η ιδιαίτερη φυσιογνωμία αυτής της Αριστεράς δεν προσδιορίζεται από τον «βαθμό επαναστατικότητας», αλλά από τη διαφορετική πολιτική κουλτούρα που βαθμιαία διαμορφώνει. Και, χωρίς αμφιβολία, αυτή η πολιτική κουλτούρα βρίσκεται σε ουσιαστική ρήξη και ασυνέχεια με την παραδοσιακή αριστερή και κομμουνιστική ιδεολογία του 20ού αιώνα.
Σήμερα, που ο κύκλος του ιστορικού κομμουνισμού έχει κλείσει, μπορούμε εύκολα να εντοπίσουμε σε τι συνίσταται αυτή η ρήξη. Ο κομμουνισμός υπήρξε ένας τραγικός ήρωας, που έζησε σχιζοφρενικά ανάμεσα στην επαγγελία ενός μεγάλου οικουμενικού απελευθερωτικού οράματος και τη σκληρή πραγματικότητα των καθεστώτων του «υπαρκτού σοσιαλισμού». Η ιδέα του κομμουνισμού άσκησε τεράστια επίδραση, γιατί για μεγάλο διάστημα του 20ού αιώνα μπόρεσε να παρουσιαστεί ως συνέχεια και ολοκλήρωση των μεγάλων αξιών της νεωτερικότητας, της δημοκρατίας, του διεθνισμού. Η μαρξιστική κριτική του καπιταλισμού συνέδεσε γερά αυτή την ιδέα με τη δυναμική του οικονομικού - κοινωνικού εκσυγχρονισμού, με τον αναδυόμενο τότε βιομηχανικό κόσμο. Με αυτόν τον τρόπο μετέτρεψε το όραμα σε πολιτική «υλική δύναμη», που δυνάμωνε από τις αντιθέσεις του εκσυγχρονισμού και στόχευε να τον υπερβεί, όχι να τον αρνηθεί. Γιατί ο κομμουνισμός δεν ήταν «ιδεολογία των φτωχών» ούτε επαγγελία κοινωνικής δικαιοσύνης. Αν ήταν τέτοιος, δεν θα διέφερε από δεκάδες άλλα μεταρρυθμιστικά ή χιλιαστικά ρεύματα της βιομηχανικής εποχής. Ο κομμουνισμός ήταν ένα κίνημα που γιγαντώθηκε για όσο διάστημα έπειθε ότι δεν αποτελούσε μόνο μια αναπτυξιακή ιδεολογία για οικονομικά καθυστερημένες χώρες (Ρωσία, Κίνα), αλλά την καλύτερη απάντηση στα μεγάλα προβλήματα που είχε ανοίξει η νεωτερικότητα και η βιομηχανική επανάσταση: «ταχύτερη ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων», αυθεντική δημοκρατία, διεθνισμός και οικουμενική αλληλεγγύη. Όταν αυτή η επαγγελία προσέκρουσε κατά τρόπο τελεσίδικο στη σκληρή πραγματικότητα των καθεστώτων του «υπαρκτού σοσιαλισμού», τότε η ιδέα του κομμουνισμού κατέπεσε πριν ακόμα και από την κατάρρευση του Τείχους.
Η σημερινή, λοιπόν, εθνικιστική λαϊκιστική αναδίπλωση ενός τμήματος της μετακομμουνιστικής Αριστεράς έρχεται σε ρήξη ακριβώς με το οικουμενικό νεωτερικό πνεύμα που χαρακτήριζε την κομμουνιστική ιδεολογία στην ακμή της και εγκαταλείπει τη φιλοδοξία που είχε ο σοσιαλισμός μαρξιστικής έμπνευσης να αποτελέσει «ιστορικά ανώτερη» απάντηση στις αντιφάσεις τού πιο προχωρημένου σταδίου ανάπτυξης του υπάρχοντος συστήματος με άλλα λόγια, ανώτερη απάντηση μέσα στη δυναμική του εκσυγχρονισμού και όχι καταφυγή στον αναχρονισμό. Αυτή η γενετική μεταλλαγή που επιφέρει ο εθνικιστικός λαϊκισμός μετατρέπει τη μετακομμουνιστική κουλτούρα σε μια αριστερολόγα παραλλαγή του συντηρητισμού. Και δεν είναι λίγες πλέον σε αρκετές ευρωπαϊκές χώρες οι πολιτικές συμπτώσεις και οι φαιοκόκκινες συνεργασίες της εθνολαϊκιστικής Αριστεράς με την εθνικιστική Δεξιά.
Ασφαλώς, δεν είναι αυτός ο δρόμος της σύγχρονης Αριστεράς. Η Αριστερά, σοσιαλιστική, δημοκρατική, κομμουνιστογενής ή άλλη, θα διατηρήσει τον ρόλο της και την ιστορική της φυσιογνωμία αν η πολιτική κουλτούρα, η νοοτροπία και ο τρόπος σκέψης της μείνει στο μεγάλο ιστορικό ρεύμα που κρατάει από τον Διαφωτισμό, τη δημοκρατική επανάσταση και τη διεθνιστική αλληλεγγύη του σοσιαλισμού. Μέσα σ' αυτό το πλαίσιο οφείλει η Αριστερά να εντάξει την κριτική του καπιταλισμού και της αλλοτρίωσης των διανθρώπινων σχέσεων, την καταγγελία της κοινωνικής αδικίας και το αίτημα της δικαιοσύνης. Αντίθετα, έξω από αυτή την πολιτική κουλτούρα, ο «αντικαπιταλισμός» τού μετακομμουνιστικού εθνολαϊκισμού γίνεται αριστερή απόφυση ενός εθνοκεντρικού φοβικού συντηρητισμού, που στην Ελλάδα έχει ήδη τον αρχιερέα του.
Ο Γιάννης Βούλγαρης είναι πολιτικός επιστήμονας, ερευνητής στο Ινστιτούτο Πολιτικής Κοινωνιολογίας του Εθνικού Κέντρου Κοινωνικών Ερευνών
|