Η Κεντροαριστερά μπήκε ξανά στο πολιτικό λεξιλόγιο του '96 μετά την εκλογή τού Κ. Σημίτη. Ήταν έτσι φυσικό να συνδεθεί άρρηκτα με το εκσυγχρονιστικό εγχείρημα και με την κοινωνική ανάταση και δυναμική που το συνόδευαν.
Άλλωστε, ο ίδιος ο Κ. Σημίτης ήταν περισσότερο από σαφής. Στην ομιλία του προς το Συνέδριο του Συνασπισμού, τον Μάρτιο του '97, έλεγε χαρακτηριστικά «... αντιμετωπίζουμε νέα προβλήματα, βρισκόμαστε στη δίνη νέων δυναμικών. Χρειαζόμαστε, συνεπώς, νέες ιδέες, νέες μορφές δράσης, μια νέα αντίληψη για τον ρόλο της πολιτικής. Αυτός είναι ο ορίζοντας του διαλόγου για τη σύγχρονη Κεντροαριστερά...».
Έκτοτε κύλησε πολύ νερό στο αυλάκι. Κάτι η αρνητική απάντηση του βασικού αποδέκτη της πρόσκλησης, κάτι οι άλλες προτεραιότητες, η Κεντροαριστερά μπήκε, κατ' ουσίαν, στην άκρη.
Επανήλθε δριμύτερη τον τελευταίο καιρό. Αλλά αν το '96 ήταν άρρηκτα συνδεδεμένη με το εκσυγχρονιστικό εγχείρημα, τώρα ποιος είναι ο προγραμματικός και οραματικός της ορίζοντας;
Η απάντηση δεν είναι ακόμα καθαρή. Το χειρότερο, δε, είναι πως αρκετά στοιχεία μετατρέπουν την «τωρινή» Κεντροαριστερά σε μιαν απλή αμυντική απάντηση στην «επελαύνουσα» συντήρηση. Για παράδειγμα, η επιμονή τού γραμματέα της Κ.Ε. του ΠΑΣΟΚ να απευθύνει την πρόταση και προς το ΚΚΕ και το ΔΗΚΚΙ (με αντίστοιχες σκέψεις για τις δημοτικές εκλογές) μπορεί να εξηγηθεί επικοινωνιακά αλλά, το λιγότερο, θολώνει το περιεχόμενό της. Είναι, δε, σε αντίφαση με όσα και ο ίδιος υποστήριζε τον Μάρτιο του 2001 στη συνέντευξή του στα «ΝΕΑ».
Πιο ανησυχητικά είναι, όμως, όσα μπορεί κανείς να συμπεράνει από πτυχές του κυβερνητικού έργου.
Λέγαμε πέρυσι, από αυτές τις στήλες, πως μετά τη στρατηγική ήττα στο Ασφαλιστικό ανοίγονταν δύο δρόμοι: η «φυγή προς το μπρος» με τη μετάβαση σε μια φάση «ισχυρού μεταρρυθμισμού» ή η «φυγή προς τα πίσω» συνοδευόμενη από «ισχυρό βερμπαλισμό». Λυδία λίθο, δε, για την επιλογή χαρακτηρίζαμε τη νέα αντιμετώπιση του Ασφαλιστικού, όπου μπορούσε να ακολουθηθεί είτε η επιστροφή του Κ. Σημίτη στις μεταρρυθμιστικές του αφετηρίες και προτάσεις είτε η λογική του «μερεμετίσματος».
Δυστυχώς, με τις έως τώρα σκέψεις του υπουργείου Εργασίας φαίνεται πως η κυβέρνηση ακολουθεί τη δεύτερη λογική. Παρά τις ασάφειες, το καλό κλίμα ή και την ανακούφιση που έχει δημιουργηθεί, οι προτάσεις δεν συνιστούν την αναγκαία βαθιά μεταρρύθμιση.
Το ελληνικό συνταξιοδοτικό σύστημα δεν είναι βιώσιμο οικονομικά και, ταυτόχρονα, είναι άδικο κοινωνικά, καθώς αποτελείται από ένα «μωσαϊκό ρυθμίσεων» και «υποσυστημάτων» ενώ, ταυτόχρονα, πλήττεται από τις δημογραφικές εξελίξεις. Ως εκ τούτου, ένα ριζικά νέο - και συνεκτικό - ασφαλιστικό σύστημα είναι δραματικά αναγκαίο.
Οι προτάσεις του υπουργείου, όμως, όχι μόνο δεν οδηγούν σε αυτό, αλλά ακόμα και οι σημειακές αλλαγές που επιφέρουν αφορούν τους μισούς μόνο ασφαλισμένους. Από τους περίπου 5 εκατομμύρια 600 χιλιάδες άμεσα ασφαλισμένους εξαιρούνται, περίπου, 2 εκατ. 360 χιλιάδες (!).
Αντί, λοιπόν, ενός νέου, επιλέγεται πάλι ο εγκλωβισμός στο υφιστάμενο και υπό κατάρρευσιν σύστημα. Απλώς, πέρυσι έγινε προσπάθεια να τεντωθούν και να αυστηροποιηθούν στα άκρα τα όριά του, ενώ εφέτος προωθούνται μόνο επιμέρους αλλαγές του. Αντί της άρθρωσης μιας νέας κοινωνικής συμμαχίας, επιλέγεται μια αδιέξοδη αναστήλωση. Εν ολίγοις, η μετάβαση του ΠΑΣΟΚ σε μια φάση «ισχυρού μεταρρυθμισμού» μοιάζει να αναβάλλεται.
Ας επανέλθουμε, λοιπόν, στην αφετηρία.
Ο Γ. Βούλγαρης στο τελευταίο του βιβλίο για την Ελλάδα της μεταπολίτευσης χαρακτηρίζει την κυβερνητική περίοδο του ΠΑΣΟΚ τη δεκαετία του '80 ως φάση «ριζοσπαστισμού χωρίς μεταρρυθμίσεις». Μήπως, λοιπόν, τώρα βρισκόμαστε εν όψει της «Κεντροαριστεράς χωρίς μεταρρυθμίσεις»;
Ο Κ. Σημίτης, πάντως, στην προαναφερθείσα ομιλία του τόνιζε πως «... ο διάλογος για την Κεντροαριστερά δεν μπορεί να μοιάζει με παραδοσιακή πολιτική διαπραγμάτευση. Θα μοιάζει, μάλλον, με εξερευνητική αποστολή σε μια νέα πολιτική ήπειρο. Εξερευνώντας τα νέα σύνορα της πολιτικής δράσης, θα αλλάξουμε οι ίδιοι. Θα αλλάξει η σχέση της πολιτικής με την κοινωνία, θα κατακτηθεί μια νέα σχέση αντιπροσώπευσης και εμπιστοσύνης...».
Θα θυμηθεί, άραγε, τα δικά του λόγια;